Οσοι έχουν δει τις ταινίες της πολωνικής του περιόδου, η οποία περιλάμβανε φιλμ όπως ο εμφανώς ντοκιμαντερίστικων καταβολών «Ερασιτέχνης Κινηματογραφιστής» (1979), το «Δίχως Τέλος» (1985) και το «Blind Chance» (1987), γνωρίζουν ήδη ότι ο Κριστόφ Κισλόφσκι διέθετε μια μοναδική ικανότητα να παντρεύει τον πιο μουντό ρεαλισμό με μια βαθιά όσο και διακριτική μεταφυσική χροιά, έναν συνδυασμό που τελειοποίησε στον αριστουργηματικό «Δεκάλογο» (1989).
Οσοι ωστόσο γνωρίζουν τον Πολωνό σκηνοθέτη μονάχα μέσα από την πιο διάσημη, «γαλλική» περίοδο της καριέρας του, κατά τη διάρκεια της οποίας μας χάρισε τη «Διπλή Ζωή της Βερόνικα» (1991) και την τριλογία των «Τριών Χρωμάτων» (1994), δύσκολα θα μπορούσαν να φανταστούν ότι ο Κισλόφσκι όχι μονάχα ξεκίνησε τη σκηνοθετική του καριέρα με ταινίες τεκμηρίωσης αλλά αποτέλεσε κι έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λεγόμενης πολωνικής σχολής ντοκιμαντέρ.
Διαβάστε ακόμη: Αυτές είναι οι ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Με αφετηρία την πτυχιακή του ταινία «From the City of Lodz» (1969), ο Κισλόφσκι θα ξεκινούσε να σκηνοθετεί μια σειρά από μικρού μήκους ντοκιμαντέρ που θα αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της άνθησης που το είδος γνώριζε στο πολωνικό σινεμά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, αλλά και μιας ακόμα μεγαλύτερης παράδοσης που ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και θα κρατούσε για αρκετές δεκαετίες.
«Με ενδιέφερε οτιδήποτε μπορούσε να αποτυπωθεί με το μέσο του ντοκιμαντέρ. Υπήρχε μια ανάγκη, σχεδόν χρέος, που μας ξεσήκωνε, να περιγράψουμε τον κόσμο. Ο κομμουνιστικός κόσμος δεν είχε ακόμα περιγραφεί – με άλλα λόγια, είχε παρουσιαστεί έτσι όπως έπρεπε να είναι και όχι όπως ήταν πραγματικά. Υπήρχαν πολλοί από μας που προσπαθούσαν να τον περιγράψουν. Ηταν συναρπαστικό. Υπό μία έννοια, αν κάτι δεν έχει αποτυπωθεί, δεν υπάρχει».
Αν και ποτέ δεν παραδόθηκε σε ένα στρατευμένο σινεμά ή απλά στο να ασκήσει κριτική στο κομμουνιστικό καθεστώτος, ο Κισλόφσκι έβαλε στόχο να δώσει φωνή μέσα από τα ντοκιμαντέρ του στους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, νοσοκόμες, εργάτες, οδηγούς, στρατιώτες, γιατρούς, χτίστες, δημόσιους υπάλληλους, παρακολουθώντας τους στον φυσικό τους χώρο, με την πεποίθηση ότι η απεικόνιση αυτών των μικρόκοσμων έκρυβε μέσα του μια αντανάκλαση του ευρύτερου, αληθινού κόσμου και της πολωνικής πραγματικότητας.
Υπάρχουν μυστήρια, κρυφές περιοχές σε κάθε άνθρωπο.
Κάπως έτσι, οι ταινίες αυτές συνθέτουν μια εντυπωσιακή τοιχογραφία της εποχής και της χώρας του, συχνά καυτηριάζοντας έμμεσα το πολιτικό κλίμα και τις κοινωνικές ανισότητες, και παρουσιάζοντας μερικά από τα πιο αφοπλιστικά πορτρέτα καθημερινών ανθρώπων που μας έδωσε ποτέ το σινεμά τεκμηρίωσης. Αν υπάρχει ωστόσο κάτι το οποίο τα ντοκιμαντέρ του μοιράζονται με τις μεταγενέστερες ταινίες μυθοπλασίας του, αυτό είναι η ανεκτίμητη ανθρωπιά που αποτελεί χαρακτηριστικό ολόκληρης της φιλμογραφίας του, και μια έμφυτη ποιητική ματιά ικανή να μεταμορφώνει ακόμα και το πιο σκληρό σκηνικό ή τις πιο μπανάλ καταστάσεις.
Μέσα σε διάστημα δύο περίπου δεκαετιών, ο Κισλόφσκι θα σκηνοθετούσε 22 ντοκιμαντέρ. Οι περιπέτειές του με τη λογοκρισία, που τον έκαναν να αμφιβάλλει για το αν η αλήθεια θα μπορούσε να αποτυπωθεί ποτέ πραγματικά κάτω από ένα απολυταρχικό καθεστώς, και, κυρίως, η βαθιά αίσθηση ηθικής που τον διέκρινε απέναντι στους πρωταγωνιστές του, τους οποίους συχνά φοβόταν ότι εξέθετε σε κίνδυνο, τον έκαναν να εγκαταλείψει τελικά το είδος και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μυθοπλασία, θεωρώντας ότι όχι μόνο θα μπορούσε να του προσφέρει μεγαλύτερη καλλιτεχνική ελευθερία, αλλά και τα μέσα για να απεικονίσει πιο πιστά την καθημερινή ζωή.
Τα ντοκιμαντέρ έχουν να κάνουν με ανθρώπους που ζουν αληθινές, καθημερινές ζωές. Αλλά αν αυτοί οι άνθρωποι μας εμπιστεύονται και μας λένε την αλήθεια για τη ζωή τους, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους - κι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει μερικές φορές.
Στο αφιέρωμα του Exile Room θα προβληθούν δέκα ντοκιμαντέρ του, μαζί με το «The Musicians» του μέντορά του, Καζιμίερζ Κάραμπας, μοιρασμένα σε δύο προβολές, στις 7 και 14 Φεβρουαρίου. Με την αφορμή αυτή, σας συστήνουμε παρακάτω τις ταινίες που συνθέτουν το πρόγραμμα των προβολών.
The Musicians του Καζιμίερζ Κάραμπας | 1960 | 9’
Μια από τις πιο σημαντικές δημιουργίες της πολωνικής σχολής του ντοκιμαντέρ, το «The Musicians» αποτελεί ταυτόχρονα την πιο διάσημη ταινία του κορυφαίου Πολωνού ντοκιμαντερίστα Καζιμίερζ Κάραμπας, μέντορα του Κισλόφσκι. Eνα εξαιρετικά επιδραστικό για την εποχή και το είδος τεχνικό επίτευγμα, η ταινία αναδεικνύει την πρόβα της ορχήστρας χάλκινων οργάνων των εργαζομένων στο τραμ της Βαρσοβίας σε έναν ύμνο στην αιώνια ανθρώπινη ανάγκη για δημιουργία, τον οποίο ο Κισλόφσκι συμπεριέλαβε στη λίστα με τις αγαπημένες του ταινίες όλων των εποχών, στην ψηφοφορία του περιοδικού Sight & Sound.
From the City of Lodz | 1969 | 17’
Παιδιά που παίζουν στους δρόμους. Οι εργαζόμενοι ενός εργοστασίου υφαντουργίας που αποχαιρετούν μια συνάδελφό τους που παίρνει σύνταξη. Μια συναυλία κι ένας διαγωνισμός νέων ταλέντων που δίνουν ζωή σε ένα πάρκο. Στη διπλωματική του ταινία, που πραγματοποιήθηκε με την επίβλεψη του Καζιμίερζ Κάραμπας, ο Κισλόφσκι επιδεικνύει ήδη μια αξιοζήλευτη ωριμότητα, καθώς καταγράφει με τρυφερότητα διαφορετικά γεγονότα που εκτυλίσσονται στο Λοτζ, όπου στεγάζεται και η περίφημη, ομώνυμη σχολή κινηματογράφου από την οποία αποφοίτησαν σκηνοθέτες όπως ο Ρόμαν Πολάνσκι και ο Αντρέι Βάιντα. Καθώς τα πάντα μοιάζουν να περιδινούνται στους ρυθμούς ενός ραγδαίου εκσυγχρονισμού, πρόσωπα, μέρη και τραγούδια συνθέτουν το πορτρέτο μιας πόλης που αλλάζει και των κατοίκων της που αναγκάζονται να αλλάξουν μαζί της. Μια συγκινητική ερωτική επιστολή του Κισλόφσκι στο μέρος όπου σπούδασε και έζησε τα νεανικά του χρόνια.
I Was a Soldier | 1970 | 16’
Μίλια μακριά από τις συνήθεις πατριωτικές απεικονίσεις των θαρραλέων, ένδοξων πολεμιστών που πρόβαλε η επίσημη προπαγάνδα, ο Κισλόφσκι χτίζει μέσα σε ελάχιστα μόλις λεπτά ένα σπαρακτικό αντιπολεμικό φιλμ που φέρνει στο φως το τίμημα που χρειάστηκε να πληρώσουν μια χούφτα στρατιωτών για τις «ηρωικές» τους περιπέτειες. Μέσα από μια σειρά σύντομων συνεντεύξεων, οι τυφλοί βετεράνοι της ταινίας αφηγούνται περιστατικά από τις ανατριχιαστικές τους εμπειρίες, μιλούν για την απώλεια, τον πόλεμο και τη θέληση για ζωή - και, κυρίως, για τον τρόπο που βλέπουν πλέον τον κόσμο: κυριολεκτικά μέσα από τα όνειρά τους που περιγράφουν μπροστά στην κάμερα.
Refrain | 1972 | 10’
Είμαστε απλά μια ατέλειωτη αλληλουχία από νούμερα, πιστοποιητικά και επίσημα έγγραφα, από τη γέννησή μας μέχρι τη στιγμή που πεθαίνουμε; Και τι συμβαίνει μετά; Ο Κισλόφσκι εξερευνά μια άλλη όψη της μετά θάνατον ζωής, καθώς επισκέπτεται την αίθουσα υποδοχής ενός δημοτικού γραφείου κηδειών και ανακαλύπτει ότι η γραφειοκρατία δεν σταματά ποτέ, ακόμα κι όταν η καρδιά μας έχει σταματήσει για πάντα. Στην καθημερινή ρουτίνα αυτού του κόσμου, η ζωή και ο θάνατος ορίζονται από μια σχολαστική σειρά από αιτήσεις, άδειες και σφραγίδες, μια ατέρμονη τελετουργία την οποία ο Κισλόφσκι χορογραφεί σαν μια μαύρη κωμωδία του παραλόγου.
X-Ray | 1974 | 13’
Μια από τις πιο προσωπικές ταινίες του Κισλόφσκι, το «X-Ray» εκτυλίσσεται στο χωριό Σόκολοφσκο, όπου ο σκηνοθέτης έζησε ως παιδί και στο σανατόριο του οποίου νοσηλεύτηκε και πέθανε ο πατέρας του. Στο ίδιο αυτό μέρος, επέστρεψε χρόνια αργότερα για να αφουγκραστεί τις σκέψεις και τα συναισθήματα ασθενών με φυματίωση και άλλες σοβαρές αναπνευστικές παθήσεις, οι οποίοι μιλούν στην κάμερα για τον φόβο της απομόνωσης, τις καθοριστικές αλλαγές που έφερε στη ζωή τους η ασθένεια και την αναπόφευκτη αβεβαιότητα για το μέλλον. Επηρεασμένος από το «Κραυγές και Ψίθυροι» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, για τον οποίο ο Κισλόφσκι έτρεφε τεράστια εκτίμηση, ο Πολωνός σκηνοθέτης ανοίγει τη συλλογή των εξομολογήσεών τους με σχεδόν μυστικιστικά πλάνα από τη φύση που περιβάλλει το σανατόριο.
Seven Women of Different Ages | 1978 | 15’
Επτά χορεύτριες, μία μπαλαρίνα για κάθε μέρα της εβδομάδας. Από ένα μικρό κορίτσι που μαθαίνει τα πρώτα του χορευτικά βήματα μέχρι μια ηλικιωμένη δασκάλα χορού που μεταλαμπαδεύει τη γνώση και την εμπειρία της σε μια νέα γενιά, ο Κισλόφσκι καταγράφει σύντομα αλλά προσεκτικά επιλεγμένα στιγμιότυπα από τη ζωή επτά γυναικών διαφορετικών ηλικιών. Ή μήπως αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι τίποτα άλλο από τη δημιουργική πορεία της ίδιας γυναίκας, αποκρυσταλλωμένη μέσα από επτά εμβληματικές σκηνές; Με ποιητική ματιά και πλάνα ακριβείας, ο Κισλόφσκι συνθέτει μια ιστορία για την αδιάρρηκτη σχέση της ζωής ενός καλλιτέχνη με την ίδια την τέχνη στην οποία επέλεξε να αφοσιωθεί για πάντα.
Bricklayer | 1973 | 16’
Υποδειγματικό πρώην εκλεγμένο μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, ο Γιόζεφ Μαλέσα εγκατέλειψε την καριέρα του το 1956 για να γίνει και πάλι ένας απλός χτίστης. Καθώς ετοιμάζεται να πάρει μέλος στην παρέλαση της Πρωτομαγιάς, ανακαλεί την εποχή που ήταν ένας νεαρός άνδρας ο οποίος παρασύρθηκε εύκολα από τα εξιδανικευμένα ιδεολογικά σλόγκαν για να απογοητευτεί στη συνέχεια οικτρά. Σε μια από τις λιγοστές καθαρόαιμα πολιτικές ταινίες του, ο Κισλόφσκι αντιπαραθέτει τις εξομολογήσεις πικρίας του πρωταγωνιστή του με πλάνα από τους αγωνιστικούς εορτασμούς του παρόντος που μοιάζουν βγαλμένα από προπαγανδιστικά φιλμ του παρελθόντος, αποδεικνύοντας ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια. Η ειρωνεία μάλλον δεν πέρασε απαρατήρητη από τις αρχές, που απαγόρευσαν για χρόνια την προβολή του φιλμ στην Πολωνία.
Hospital | 1976 | 20’
Πολύ πριν ασχοληθεί με την τριλογία των «Τριών Χρωμάτων», γύρω από τα ιδεώδη της γαλλικής σημαίας (ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη), ο Κισλόφσκι θέλησε να κάνει μια ταινία πάνω στη γενική ιδέα της αδελφοσύνης. Αναζητώντας τους ιδανικούς εκφραστές αυτής της έννοιας, σκέφτηκε να γυρίσει μια ταινία με πρωταγωνιστές μοναχούς, διασώστες ορυχείων, ακόμα και μια ομάδα βόλεϊ, μέχρι που κατέληξε στο team των χειρουργών ενός νοσοκομείου της Βαρσοβίας – και η απόφασή του είχε ως αποτέλεσμα ένα από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ του. Το «Hospital» καταγράφει ένα 24ωρο από τη ζωή των γιατρών και των νοσοκόμων στα επείγοντα, ένα τραγικοκωμικό χρονικό, άλλοτε απρόσμενα αστείο κι άλλοτε αβάσταχτα σοκαριστικό, που μπορεί να ειδωθεί τόσο ως ένας ύμνος στην αυτοθυσία και την αφοσίωση των εργαζομένων κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, όσο και ως μια μεταφορά για την Πολωνία της δεκαετίας του ’70.
From a Night Porter’s Point of View | 1977 | 15’30’’
Ισως το μοναδικό ντοκιμαντέρ του Κισλόφσκι που έχει ως πρωταγωνιστή έναν κατάφορα αντιπαθή χαρακτήρα, το «From a Night Porter’s Point of View» ξετυλίγει τη φιλοσοφία ζωής ενός νυχτοφύλακα ο οποίος περιγράφει με περηφάνια τη δουλειά του, την εμμονή του με την αυστηρή πειθαρχία απέναντι σε κάθε είδους κανόνες και την περιφρόνησή του για οποιονδήποτε τολμά να τους αγνοήσει ή να τους παραβεί. Θέλοντας αρχικά να σκιαγραφήσει ένα παράδειγμα ανθρώπου που τρέφεται από τη βαθιά, σχεδόν διεστραμμένη ικανοποίηση που αντλεί από το να περιορίζει την ελευθερία των άλλων, ο Κισλόφσκι απαγόρευσε ο ίδιος για χρόνια την προβολή της ταινίας του στην τηλεόραση, ανησυχώντας για τις επιπτώσεις ή τις αντιδράσεις που μπορεί να προκαλούσε ενάντια στον ήρωά του. Παρ’ όλα αυτά, το φιλμ συνιστά ένα αριστουργηματικό πορτρέτο-ενσάρκωση κάθε απολυταρχικού καθεστώτος.
Railway Station | 1980 | 12’
Στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Βαρσοβίας, άνθρωποι περιμένουν, αποχαιρετούν φίλους κι εραστές, χάνουν το τρένο τους, περιμένουν πάλι… Η κάμερα του Κισλόφσκι ρίχνει κλεφτές ματιές σε δεκάδες πιθανές ιστορίες για τις οποίες δεν θα μάθουμε ποτέ τίποτα περισσότερο, την ίδια στιγμή που οι πανταχού παρούσες κάμερες του σταθμού παρακολουθούν με τη σειρά τους τα πάντα, σε μια αφαιρετική αλλά ατμοσφαιρική ταινία που αποκτά σταδιακά μια αδιόρατη αίσθηση απειλητικής επιστημονικής φαντασίας. Κατά τραγική ειρωνεία, η συγκεκριμένη ταινία υπήρξε ένας από τους λόγους που ο Κισλόφσκι αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά το ντοκιμαντέρ, όταν μέρος του υλικού κατασχέθηκε από την αστυνομία και λίγο έλειψε να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο για να καταδικαστεί ένας ύποπτος για μια υπόθεση δολοφονίας.
Talking Heads | 1980 | 14’
Ποιος είσαι; Και τι θέλεις από τη ζωή; Αυτά τα δύο απλά ερωτήματα απευθύνει, εκτός κάδρου, ο Κισλόφσκι απέναντι στους πρωταγωνιστές του, άτομα κάθε φύλου, ηλικίας, επαγγελματικής κατάστασης και κοινωνικής τάξης. Το μόνο άλλο στοιχείο που γνωρίζουμε για εκείνους είναι η ημερομηνία γέννησής τους που αναγράφεται στην οθόνη, όμως οι αφοπλιστικές τους απαντήσεις και τα γεμάτα αμεσότητα close-ups τους είναι αρκετά για να μετατρέψουν αυτά τα λιλιπούτεια πορτρέτα σε μια στοχαστική ιστορία της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και της εποχής τους. Ισως το πιο διάσημο ντοκιμαντέρ του Κισλόφσκι, το «Talking Heads» (ειρωνικά, μια αναφορά στην πιο διαδεδομένη, συμβατική τεχνική του είδους, την οποία ανατρέπει θριαμβευτικά) αποτελεί περίτρανη απόδειξη ότι κάποιες φορές τα σπουδαιότερα έργα τέχνης γεννιούνται από τις πιο απλές ιδέες.
Info
7 & 14 Φεβρουαρίου, στις 21:00 | Είσοδος ελεύθερη | Στα πολωνικά με αγγλικούς υπότιτλους
Exile Room: Αθηνάς 12, 3ος όροφος, Μοναστηράκι, τηλ: 210-3223395
Περισσότερες πληροφορίες για το πρόγραμμα εδώ
Tags: Κριστόφ Κισλόφσκι