Με ταινίες όπως το «Ανοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας και Ανοιξη», «Το Κορίτσι με το Αγγελικό Πρόσωπο», ή το «Ολομόναχοι Μαζί», ο Κιμ Κι Ντουκ καθιερώθηκε σαν ένας από τους πιο σημαντικούς και προβεβλημένους δημιουργούς του Ασιατικού σινεμά. Μέχρι την στιγμή που το 2008 εγκαταλείπει όχι μόνο το σινεμά αλλά και τα εγκόσμια, για να απομονωθεί σε μια καλύβα σε ένα βουνό, στο έλεος μιας βαθιάς προσωπικής και καλλιτεχνικής κρίσης.
Το 2011 θα επιστρέψει με ένα φιλμ που ο ίδιος περιγράφει με όρους όπως «εξομολόγηση» και «θεραπεία», μια ταινία που όπως λέει ο ίδιος την έκανε επειδή δεν μπορούσε πλέον να κάνει σινεμά. Το «Arirang» έμοιαζε με τα πρώτα βήματα ενός παιδιού που μαθαίνει να περπατά από την αρχή, όμως στην περίπτωση του Κιμ Κι Ντουκ δεν χρειάστηκε πολύς καιρός για να αρχίσει και πάλι να τρέχει.
Η τελευταία του ταινία «Pieta», είναι ένα ακόμη σπουδαίο φιλμ που μας θυμίζει τους λόγους που αγαπήσαμε τον σκηνοθέτη του με πάθος. Μια ιστορία για το χρήμα και την αγάπη, για την συγχώρεση και την εκδίκηση, για την βία της σύγχρονης κοινωνίας: ηθική, οικονομική, σωματική.
Λυρικό και επίπονο, σκληρό και τρυφερό μαζί, το σινεμά του Κιμ Κι Ντουκ είναι και πάλι εδώ για να μας κατακτήσει από την αρχή κι ο σκηνοθέτης του, αποφασισμένος να συνεχίσει να κάνει ταινίες για την ανθρώπινη κατάσταση με κάθε τρόπο και τίμημα όπως μας εξηγούσε λίγες μέρες πριν η επιμονή και το θάρρος του βραβευτούν με τον κορυφαίο έπαινο στο φεστιβάλ της Βενετίας.
Με την πρωταγωνσίτρια του «Pieta» Τζο Μιν Σου
Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να γυρίσετε στη μυθοπλασία μετά την απουσία που επιβάλετε στον εαυτό σας και μετά από μια τόσο προσωπική ταινία όπως το «Arirang» που προηγήθηκε;
Η ιδέα γι αυτή την ταινία, μου ήρθε μετά το «Arirang», που ήταν για μένα κάτι σαν κάθαρση, μια ταινία που έκανα όταν δεν μπορούσα να κάνω ταινίες. Το «Arirang» ήταν κάτι σαν μια εξομολόγηση, μια καταγραφή του τι αισθανόμουν. Εκεί είχα δουλέψει εντελώς μόνος μου, με τον εαυτό μου, φτιάχνοντας διαφορετικούς χαρακτήρες, μόνο από μένα. Το «Amen» που ακολούθησε, ήταν επίσης μια ταινία γυρισμένη μόνο με μένα και μια ηθοποιό, εξαιρετικά χαμηλού προϋπολογισμού. Το «Pieta» από την άλλη είναι λίγο σαν να αρχίζω ξανά από την αρχή. Ενα βήμα μπροστά. Βασίστηκα ξανά σε ένα σενάριο, δούλεψα και πάλι με ηθοποιούς και συνεργείο. Στη διάρκεια της προετοιμασίας και των γυρισμάτων, ήμουν πολύ νευρικός, ένοιωθα την ένταση αυτού που κάνω αλλά μαζί και μια μεγάλη χαρά. Γιατί για μένα αυτή η ταινία είναι σαν ένα καινούριο ξεκίνημα.
Επιστρέφοντας θριαμβευτικά στο σινεμά λοιπόν, τι θα λέγατε ότι σας έμαθε αυτή η περίοδος απουσίας που επιβάλλετε στον εαυτό σας;
Εκείνη η περίοδος υπήρξε πολύ σημαντική με δίδαξε πολλά πράγματα. Ηταν σαν μια περίοδος μελέτης και τώρα νιώθω ότι μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους καλύτερα, βαθύτερα, με έναν διαφορετικό τρόπο απ ότι το έκανα παλιότερα... Και πλέον ξέρω ξεκάθαρα τι ταινίες θέλω να κάνω: φιλμ που μιλούν για την ανθρώπινη κατάσταση, ασχέτως της φόρμας, του είδους των ιστοριών τους.
Λέτε ότι το «Pieta» μια καινούρια αρχή αλλά μοιάζει και σαν μια επιστροφή σε θεματικές που σας έχουν απασχολήσει και στο παρελθόν.
Για μένα το «Pieta» είναι ένα πολύ πιο σύνθετο φιλμ απ όσο έχω κάνει μέχρι σήμερα. Αγγίζει μια σειρά από θεματικές με έναν τρόπο που δεν το έχω ξανακάνει. Για παράδειγμα στο φιλμ ένας από τους βασικούς χαρακτήρες είναι δίχως αμφιβολία το χρήμα. Ή η ιδέα της οικογένειας. Υπήρχαν μια σειρά από διαφορετικές ιδέες που θα ήθελα να εξερευνήσω. Και προσπάθησα να βρω καινούριους τρόπους να το κάνω, μέσα στο ύφος της κινηματογραφικής γλώσσας που ξέρω να χρησιμοποιώ.
Ο τίτλος της ταινίας, όπως και της προηγούμενης σας «Amen» είναι μοιραίο να φέρει στο μυαλό αναφορές στον χριστιανισμό ή μια ηθική που τον συνοδεύει. Με ποιον τρόπο λειτουργεί ο τίτλος στο φιλμ;
Ο τίτλος της ταινίας μου έχει μια αναφορά στον χριστιανισμό, όπως και το «Amen» , ή το «Samaritan Girl», αλλά για μένα αυτοί οι τίτλοι δεν έχουν να κάνουν με τα δικά μου πιστεύω, αλλά κυρίως με τους ήρωες και τις πράξεις τους. Ο τίτλος του φιλμ κάνει ακόμη πιο έντονη την βία των πράξεων των ηρώων μου. Ζούμε σε έναν κόσμο που οι σχέσεις των ανθρώπων διακατέχονται από μια φανερή ή κρυμμένη βία και συχνά καθορίζονται ολοκληρωτικά από το χρήμα. Και στις ταινίες αυτές, πάντα στο κέντρο της ιστορίας τους υπάρχει το χρήμα, κι όταν όλα επικεντρώνονται στο χρήμα, εξαρτώνται από αυτό, τότε πολλοί άνθρωποι -που η ζωή τους κυριαρχείται από την έλλειψή του- καταφεύγουν στον Θεό, εξαρτώνται από τη θρησκεία. Αισθάνομαι ότι υπάρχει μια θλίψη στον κόσμο μας που ωθεί τους ανθρώπους στο προστρέχουν στο θεό, ή στην πίστη. Μέσα από αυτούς τους τίτλους λοιπόν, θέλω να κάνω μια αντίστιξη για τη βία του χρήματος, για τις δυναμικές που δημιουργεί, για τον τρόπο που διαβρώνει τους ανθρώπους και την κοινωνία.
Μιλώντας για το χρήμα, η ταινία σας μοιάζει σαν μια σκληρή κριτική του καπιταλιστικού συστήματος.
Μπορείς να δεις την ταινία σαν μια κριτική του καπιταλιστικού συστήματος. Και ναι η οικονομική κρίση που μαστίζει αυτή την στιγμή αρκετές χώρες της Ευρώπης και ειδικότερα την χώρα σας την Ελλάδα, ήταν κάτι που με ώθησε να σκεφτώ πιο έντονα τους μηχανισμούς του χρήματος και τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο το βλέπουμε στην Ασία και την Δύση. Ομως αυτό που ήθελα να δείξω πρωταρχικά, είναι το πως οι ανθρώπινες ζωές μπορούν να είναι αξιοθρήνητες εξ αιτίας του χρήματος και πως το χρήμα διαβρώνει την ανθρώπινη κοινωνία. Πως η ιδέα του χρήματος αντί να αποτελεί ένα εργαλείο για μια καλύτερη ζωή, μεταμορφώνει τις ζωές των περισσότερων ανθρώπων σε κάτι βασανιστικό. Το ερώτημα για μένα είναι πως κανείς μπορεί να αποδεχτεί την ύπαρξη του χρήματος, την αγωνία να το αποκτήσεις, και τι συμβαίνει όταν το καταφέρεις; Γίνεσαι σκλάβος του χρήματος, ή έχεις την ικανότητα, την καθαρότητα του να αντιληφθείς την αληθινή αξία του χρήματος, τι σημαίνει να έχεις λεφτά; Για μένα το φιλμ ήταν ένα ερώτημα πάνω σε αυτό ακριβώς το δίλημμα: Το χρήμα σου ανήκει ή του ανήκεις εσύ;
Εσείς μοιάζει να του αντιστέκεστε. Εξακολουθείτε να κάνετε ταινίες εκτός του εμπορικού κυκλώματος, δεν διστάζετε να μιλήσετε για το πως στο σινεμά της χώρας σας θεωρείστε outsider.
Για να κάνεις σινεμά στην Κορέα, χρειάζεσαι χρηματοδότηση από μια από τις μεγάλες εταιρίες παραγωγής. Αλλά για να σου εμπιστευθούν τα χρήματά τους, θα πρέπει να κάνεις αυτό που θέλουν εκείνοι, να παραδώσεις το προϊόν που επιθυμούν. Αυτό που θέλει η αγορά. Ο μόνος τρόπος για να κάνεις το σινεμά που θες, για να μιλήσεις για τα πράγματα που θες, είναι να κάνεις ταινίες με χαμηλό προϋπολογισμό. Κάνοντας τις ταινίες που κάνω με τον τρόπο που μπορώ εξασφαλίζω την συνέχεια μου, ότι θα μπορέσω να κάνω κι άλλες ταινίες. Και είμαι τυχερός που οι ταινίες μου ταξιδεύουν στα φεστιβάλ και βρίσκουν ο κοινό τους ακόμη κι έξω από τη χώρα μου.
Η βία στο «Pieta» συζητήθηκε αρκετά, όμως η βία δεν είναι κάτι ξένο στο σινεμά σας. Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τον τρόπο που την χρησιμοποιείτε και για την αναγκαιότητα του να είναι τόσο ωμή σε αυτό το φιλμ;
Είμαι απολύτως και ολοκληρωτικά ενάντιον της βίας. Αλλά νομίζω ότι είναι ένα φαινόμενο που δεν μπορείς να αποφύγεις ζώντας στην κοινωνία μας, διατηρώντας ανθρώπινες σχέσεις. Στην διάρκεια του φιλμ όταν βλέπεις όλες αυτές τις βίαιες σκηνές, τα όσα συμβαίνουν στους ανθρώπους με την βοήθεια των μηχανημάτων, θα μπορούσες να πεις πως είναι μια εικονογράφηση του μηχανισμού του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Και νομίζω ότι αυτή η απεικόνιση της βίας στο φιλμ δεν γίνεται για να σοκάρει ή να προκαλέσει, αλλά για να σε κάνει να συνειδητοποιήσεις την σκληρότητα του συστήματος, το τι μπορεί να κάνει στους ανθρώπους.
Γυρίσατε την ταινία σε μια βιομηχανική περιοχή στην οποία κάποτε δουλεύατε ο ίδιος, πριν ασχοληθείτε με την σκηνοθεσία. Φαντάζεστε ποτέ την ζωή σας αν δεν είχατε πάρει τον δρόμο που ακολουθείτε; Και πως ήταν να επιστρέφετε σε εκείνο το μέρος σήμερα;
Αν δεν είχα ξεφύγει, αν δεν τα είχα καταφέρει να γλιτώσω από τη ζωή που ζούσα σε εκείνα τα εργοστάσια, πιστεύω ότι θα είχα βιώσει ανάλογα πράγματα με αυτά που είδατε στην ταινία. Δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό στο να ζεις τη ζωή σου εκεί, με αυτό τον τρόπο, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πως θα ήμουν εγώ αν αυτή εξακολουθούσε να είναι η καθημερινότητά μου. Πιστεύω πως ήταν σωστή η επιλογή μου να διαλέξω το σινεμά ως επάγγελμά μου. Αλλά οι άνθρωποι που βλέπετε στην ταινία μου, είναι εξίσου σημαντικοί με τους καλλιτέχνες, συμβάλλουν εξίσου στην κοινωνία μας και μοιάζει σχεδόν αστείο να προσπαθώ να συγκρίνω την ζωή μου με τη δική τους. Νιώθω σεβασμό για την δική τους ζωή. Το να επιστρέφω εκεί και να βλέπω το πως ζουν δεν με κάνει να νιώθω τίποτα λιγότερο από σεβασμό για τους ανθρώπους αυτούς.
Διαβάστε εδώ την κριτική της ταινίας
Tags: ΚΙΜ ΚΙ ΝΤΟΥΚ, pieta