Μετά από τρία χρόνια απουσίας από το σινεμά κι απομόνωσης σε μια καλύβα στο βουνό, αναζητώντας τον εαυτό του, ο Κιμ Κι Ντουκ επέστρεψε με το «Arirang», μια καλλιτεχνική ενδοσκόπηση, μια εξομολογητική ή αυτάρεσκη ταινία, ανάλογα με την πλευρά που προτιμάτε να κοιτάζετε τα πράγματα. Η πρώτη της προβολή στις Κάννες, προκάλεσε ένα μικρό σοκ καθώς ελάχιστοι έξω από την Κορεάτικη κινηματογραφική βιομηχανία γνώριζαν για την ιδιότυπη αυτοεξορία του και την κατάστασή του -που για πολλούς άγγιζε τα όρια της παράνοιας. Στη διάρκεια του φεστιβάλ των Καννών, υπήρξε ένας από τους πλέον περιζήτητους σκηνοθετες, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε συνέντευξη, λέγοντας απλά, «το φιλμ τα λέει όλα».
Χτες στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, ήταν χαμογελαστός ευδιάθετος, ξεκίνησε ζητώντας συγνώμη για τον λίγο χρόνο που μπορούσε να διαθέσει, αλλά δεν είχε κανέναν δισταγμό στο να συναντήσει τους δημοσιογράφους: «Το φεστιβάλ πληρώνει το εισιτήριό μου, τη διαμονή μου εδώ, μου δίνει την ευκαιρία να δείξω το φιλμ μου, αυτός είναι ο μόνος τρόπος που έχω να πω ευχαριστώ», δήλωσε απλά, απαντώντας στην ερώτηση γιατί αποφάσισε να μιλήσει τώρα στους δημοσιογράφους.
«Δεν έκανα αυτή τη ταινία με σκοπό να την δείξω ποτέ σε κανέναν» είπε εξηγώντας το πως προέκυψε το «Arirang». «Ξεκίνησα να γυρίζω χωρίς καμιά προετοιμασία, έχοντας ήδη περάσει τρία χρόνια μόνος, δίχως την δύναμη, τη θέληση, να κάνω σινεμά. Κάποια στιγμή αγόρασα μια μικρή κάμερα Cannon και ξεκίνησα να με κινηματογραφώ δίχως κάποιον συγκεκριμένο σκοπό. Οταν πια είχα μαζέψει αρκετό υλικό, δοκίμασα να το μοντάρω, δίχως να σκέφτομαι τι πρόκειται να το κάνω. Το να το στείλω σε ένα φεστιβάλ δεν ήταν στη σκέψη μου, τουλάχιστον όχι μέχρις ότου είδα το φιλμ τελειωμένο. Τότε αναρωτήθηκα αν θα ήθελα, αν έπρεπε, ο κόσμος να δει αυτή τη ταινία και αποφάσισα πως ναι. Έτσι την έστειλα στις Κάννες, έτσι θέλησα να την φέρω στο Κάρλοβι Βάρι. Οφείλω να παραδεχτώ ότι αυτή η ταινία έγινε με έναν μάλλον εγωιστικό τρόπο. Ήταν η δική μου προσπάθεια να θεραπεύσω τον εαυτό μου, να χαρτογραφήσω την ύπαρξή μου. Και ξέρω ότι ο βασικότερος λόγος που παίχτηκε στις Κάννες, ήταν απλά ότι με ήξεραν από τις προηγούμενες ταινίες μου, επειδή κάποτε ήμουν διάσημος σκηνοθέτης. Το ξέρω και νομίζω ότι πρέπει να ζητήσω συγνώμη γι αυτό».
Η αιτία, ο λόγος που ο Κιμ Κι Ντουκ εξαφανίστηκε στα βουνά της Κορέας, ζώντας για τρία χρόνια ολομόναχος, είχε να κάνει τόσο με ένα ατύχημα στα γυρίσματα της τελευταίας ταινίας του «Dream» που παρ ολίγον να στοιχίσει τη ζωή στην πρωταγωνίστρια του Λι Να-γιουνγκ, όσο και με την απογοήτευσή του από το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι βοηθοί σκηνοθέτες που είχε στη διάρκεια της καριέρας του, προτίμησαν να εγκαταλείψουν το σινεμά που ο ίδιος υπηρετεί και να στραφούν στο mainstream. «Είχα πέντε βοηθούς σκηνοθέτες στο παρελθόν κι όλοι έκαναν στη συνέχεια δικές τους ταινίες. Με πλήγωσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι αυτός που εκτιμούσα περισσότερο, [ο Τζανγκ Χουν του οποίου η δεύτερη ταινία «Blood Brothers» υπήρξε τεράστια επιτυχία], αποφάσισε ότι προτιμά να δουλεύει για μια μεγάλη εταιρία, με τεράστια μπατζετ και ακόμη μεγαλύτερους σταρ. Προτίμησε να με εγκαταλείψει. Με άφησε πίσω σαν κάτι άχρηστο, σαν κάτι δεύτερης διαλογής. Αλλά δεν πειράζει, όλα αυτά είναι ήδη παρελθόν».
Η «προδοσία» των συνεργατών του και το σοκ του ατυχήματος, που όπως λέει τον έκανε να αναρωτηθεί «τι είναι πιο σημαντικό, η τέχνη ή η ανθρώπινη ζωή», τον οδήγησαν στην καλύβα του, αλλά ο ίδιος πιστεύει πως αυτό που του συνέβη δεν είναι τόσο παράξενο ή ιδιαίτερο όσο μπορεί να φανταζόμαστε. «Πιθανότατα όλοι θα βρεθούμε μπροστά σε με τέτοια, τόσο κρίσιμη στιγμή στη ζωή μας κι ο καθένας μας θα διαλέξει τον δικό του τρόπο να την αντιμετωπίσει».
Οσο για τα τρία έτη που πέρασε μακριά από το σινεμά, αρνείται να τα δει σαν χαμένο χρόνο: «Τα χρόνια που πέρασα στην καλύβα ήταν βαρετά, επώδυνα, αλλά ήταν απαραίτητα. Με βοήθησαν να βρω τον εαυτό μου. Δεν ήταν εύκολες μέρες, αλλά μου έδωσαν πίσω την αυτοεκτίμησή μου και χωρίς αυτή, η ταινία δεν θα ήταν τώρα εδώ. Ναι είμαι ευγνώμων γι αυτό το χρόνο, γιατί μέσα από αυτή τη δοκιμασία, μπορώ τώρα να είμαι εδώ και να είμαι χαρούμενος».
Ο Κιμ Κι Ντουκ λοιπόν επέστρεψε, αλλά ο ίδιος είναι ο πρώτος που θα παραδεχτεί ότι η κατάσταση στην χώρα του για το σινεμά που θέλει να κάνει, είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ευνοϊκή. «Η κινηματογραφική βιομηχανία στη Κορέα ελέγχεται από τα χρήματα, από την δόξα, από τους σταρ. Αυτή τη στιγμή το «Transformers 3» παίζεται σε 1400 από τις 2200 αίθουσες της Κορέας, ένα ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από αυτό που είχε στις αμερικάνικες αίθουσες. Ολα έχουν να κάνουν με τις εισπράξεις κι αν θες να βρεις αίθουσες για μια ταινία στη Κορέα, πρέπει να σκέφτεσαι μόνο τα λεφτά. Δυστυχώς οι ταινίες μου πρέπει να ανταγωνιστούν ταινίες σαν το «Transformes», σε εντελώς αντίξοες συνθήκες, σε μια βιομηχανία που δεν σέβεται καν την ποσόστωση που επιβάλει ο νόμος για τις Κορεάτικες ταινίες, κάτι που ασφαλώς δεν με κάνει χαρούμενο».
Η αλήθεια είναι πως το «Arirang» δεν θα κάνει τα πράγματα πιο εύκολα γι αυτόν, ούτε θα του φέρει πολλούς καινούριους φίλους στην Κορέα, αλλά ο ίδιος δεν δείχνει να ανησυχεί. «Από την πρώτη μου κι όλας ταινία, δεν ήμουν πολύ δημοφιλής στην κορεάτικη βιομηχανία, οπότε δεν νομίζω ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν χειρότερα. Ναι, το κράτος με τιμούσε όταν κάποια από τις ταινίες μου κέρδιζε ένα βραβείο σε κάποιο μεγάλο φεστιβάλ, αλλά αμφιβάλω αν είχαν δει τα φιλμ ή είχαν ιδέα για το τι μιλούσαν. Και σε μια βιομηχανία όπου το 60% των αιθουσών προβάλλει το «Transformers» και η δική μου ταινία δεν βρίσκει χώρο να προβληθεί είναι κάτι που βρίσκω απόλυτα λανθασμένο και κάτι που θέλω να πολεμήσω. Είμαι πολύ θυμωμένος και πολύ θλιμμένος γι αυτό. Καμιά άλλη χώρα στον κόσμο δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Σε αυτό τουλάχιστον η Κορέα είναι μοναδική».