Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Γκικαπέππα, μια ανεξάρτητη παραγωγή, εισχωρεί στις ζωές τεσσάρων ζευγαριών της πόλης και παρατηρεί το πώς ο ερχομός ενός παιδιού επιδρά στη σχέση ή και στη ζωή τους.
Ταυτόχρονα, η ταινία σκιαγραφεί την αλλαγή της ταυτότητας του παιδιού σε ενήλικα και του μεγάλου σε μικρό: όταν η χαριτωμένη παιδική αφέλεια γίνεται χαρακτηριστικό των... γονιών, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό και για τους ίδιους και για τη μοίρα του ανθρώπου.
Ο Γιώργος Γκικαπέππας μίλησε στο Flix για το δικό του κύημα, την ταινία που ετοιμάζεται να συστήσει στο κοινό. Διαβάστε τι μας είπε και δείτε στο παρακάτω video το trailer της «Πόλης των Παιδιών».
Τι είδους βοήθεια, υποστήριξη, πρακτική ή οικονομική είχε η παραγωγή της ταινίας;
Οικονομική βοήθεια δεν υπήρξε. Τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση του μοντάζ. Πρόσφατα μπήκε συμπαραγωγός η Nova, η οποία μας στήριξε και έτσι καταφέραμε να ολοκληρώσουμε ένα μεγάλο μέρος των εργαστηρίων. Βοήθεια όμως ανθρώπων υπήρξε πλούσια. Παρ’ όλα αυτά, η ανεξάρτητη παραγωγή είναι ένας πολύ δύσκολος δρόμος.Η ταινία ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια στα χέρια ενός παραγωγού με τον οποίο δυστυχώς δεν κατάφερα τελικά να την πραγματοποιήσω και έτσι πήρα την απόφαση να την πραγματοποιήσω μόνος μου. Με δανεικά μηχανήματα, με το χρόνο, την πίστη και την αγάπη των συνεργατών μου, ηθοποιών κυρίως και συντελεστών. Τους ανήκει η ταινία. Χωρίς αυτούς δεν θα είχε πραγματοποιηθεί ποτέ. Στην Ελλάδα ξέρετε, πάντα υπάρχει ένας άνθρωπος να σε βοηθήσει, μέχρι που μια μέρα συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν και άλλοι. Σ’ αυτήν την εποχή πάντως, που όλα είναι εξαιρετικά δύσκολα για όλους, δε σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα σινεμά εθελοντών, στο οποίο θα εργάζονται όλοι αφιλοκερδώς. Οι έλληνες κινηματογραφιστές ανταποκρίθηκαν στη δύσκολη στιγμή και τίμησαν τον ελληνικό κινηματογράφο. Ελπίζω να μην αναγκαζόμαστε όλοι να διαλέγουμε αυτόν τον επώδυνο τρόπο.
Θεωρητικά η «Πόλη των Παιδιών» μοιάζει να είναι μια ταινία με τη γυναίκα και μάλιστα τη μητέρα στο επίκεντρο. Ισχύει αυτό; Ο άντρας ποια θέση έχει;
Η ταινία έχει να κάνει με τα παιδιά που πρόκειται να έρθουν στον κόσμο από γονείς που συμπεριφέρονται σαν παιδιά μέσα στη νεύρωση της πόλης και της εποχής μας. Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία για τη μητρότητα γιατί δεν νομίζω ότι είμαι ικανός γι’ αυτό. Ή αν υποθέσουμε ότι ήθελα να το κάνω, θα προσανατολιζόμουν σε μια σύνθεση περιπτώσεων μάλλον πιο καθολικών ή πιο συνταρακτικών, όπως εκείνης της νεαρής μάνας που βρέθηκε κάτω από τα ερείπια (στο σεισμό του 1988 στην Αρμενία) και έκοψε τις φλέβες της για να ταΐσει με το αίμα της το μωρό της. Υστερα απ’ αυτή τη σκηνή τι ταινία θα μπορούσα να κάνω για τη μητέρα; Εγώ θέλησα να κάνω μια ταινία για τα πρόσωπα της εποχής, για το περιβάλλον και τις συνθήκες μέσα στις οποίες σύγχρονα ζευγάρια της πόλης αντιμετωπίζουν μια εγκυμοσύνη, η οποία είναι μια μετωπική με την προηγούμενη ζωή τους. Βέβαια, η γυναίκα είναι αυτή που αποφασίζει ή αποδέχεται τελικά το θαύμα της ζωής και η αλήθεια είναι ότι ο άντρας πάντα είναι αμήχανος μπροστά σ’ αυτό, γιατί δεν μπορεί να συλλάβει το διπλασιασμό του σώματος, όπως η γυναίκα, από την άλλη, δεν μπορεί να συλλάβει τη σιωπή του. Είναι δυο όντα ανθρωπολογικά πολύ διαφορετικά που έχουν την ευτυχία ή την κατάρα να ενωθούν για να γεννήσουν ζωή. Στις μέρες μας όμως, είναι και οι δύο αντιμέτωποι με έναν διαρκή αγώνα δρόμου και σύγχυσης ρόλων, τόσο, που το «τι είναι η ζωή» σήμερα τούς χωρίζει αντί να τους ενώνει.
Πόσο ταυτοποιημένη είναι η ταινία με τη σύγχρονη Αθήνα; Θα μπορούσε να εκτυλίσσεται σε μια άλλη πόλη, σε μια άλλη εποχή;
Από μια άποψη, θα μπορούσε να εκτυλίσσεται σε μια οποιαδήποτε πόλη γιατί δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί στον κόσμο. Οι μητροπόλεις και οι άνθρωποί τους μοιάζουν πάρα πολύ, αλλά εγώ στη σημερινή Αθήνα ζω, για αυτήν μπορώ να γράψω. Και είναι αλήθεια ότι η ταινία έχει μια ειδική ταύτιση με τη σύγχρονη Αθήνα. Η Αθήνα, δυστυχώς, εκτός από ορισμένες γειτονιές της είναι άσχημη, όχι μόνο αισθητικά αλλά ως ρυθμός και ποιότητα ζωής. Αυτό ξέρετε επηρεάζει ριζικά και βαθύτατα τους ανθρώπους της. Δεν λέω ότι ένα ζευγάρι που θα γεννήσει ένα παιδί στο σπίτι του στην εξοχή δεν έχει νευρώσεις αλλά μέσα στην πόλη και ειδικά σε μια πόλη που βράζει όπως η Αθήνα στις μέρες μας, η πραγματικότητα είναι αρκετά θολή και κάνει τους ανθρώπους της ακόμη πιο νευρωτικούς, σα να χάνουμε όλοι λίγο πολύ την ανάσα μας και το βλέμμα μας. Πόσους ανθρώπους γνωρίζετε που σας μιλούν για τα σύννεφα που είδαν σήμερα; Οι ήρωες της ταινίας αναπνέουν λοιπόν μέσα σ’ αυτήν την πραγματικότητα και αυτό που είχε σημασία για μένα δεν ήταν να κινηματογραφήσω γωνιές της Αθήνας, αλλά τις στιγμές των ηρώων μέσα από τους τοίχους αυτής της πόλης. Γι’ αυτό άλλωστε και το μόρφωμα της αρχιτεκτονικής της Αθήνας στην ταινία, υπάρχει πάντα από ψηλά και μακριά. Σαν μια συνολική οντότητα που έχουμε ξεχάσει πώς είναι, σαν μια μήτρα εν τέλει που μας εγκυμονεί και μας διαμορφώνει.
«Η Πόλη των Παιδιών» είναι μια προσωποκεντρική ταινία, άρα οι ηθοποιοί σας είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στη δημιουργία και την επιτυχία της. Πώς τους επιλέξατε; Ποιες ήταν οι βασικές οδηγίες που τους δώσατε;
Με κάποιους από τους έντεκα ηθοποιούς της ταινίας ήμασταν φίλοι ή είχαμε συνεργαστεί στο παρελθόν και κάποιους τους γνώρισα μέσω του συνεργάτη μου στο casting, του Ακη Γουρζουλίδη. Οφείλω πολλά σε όλους γιατί πίστεψαν στο εγχείρημα και δούλεψαν με πίστη και εμπιστοσύνη. Σε όλους ανεξαιρέτως έθεσα από την αρχή δύο βασικές γραμμές: η πρώτη ήταν ότι όλοι οι ήρωες βρίσκονται σε μια τεντωμένη στιγμή της ζωής τους, είναι θυμωμένοι (με τον εαυτό τους κυρίως) ή βρίσκονται σε μια θέση αδυναμίας που δεν μπορούν να αλλάξουν. Ετσι αναγκάζονται να θάψουν πολλές φορές πράγματα προκειμένου να υπάρξουν. Σα να μην είναι ποτέ ήρεμοι, σαν κάτι να τους κρατάει πάντα σε υπερένταση. Και για το λόγο αυτό, επειδή δεν πιστεύω ότι παίζονται οι διαπιστώσεις, ζήτησα από τους ηθοποιούς να εκτονώνουν αυτό που συμβαίνει στους ήρωες εκείνη ακριβώς τη στιγμή της σκηνής. Η δεύτερη απαίτηση ήταν μια σκηνοθετική συνθήκη: ήθελα, όσο ήταν εφικτό, να αντιμετωπίσω πολλές σκηνές ως στατικά μονοπλάνα μέσα στο σπονδυλωτό χρόνο της ταινίας, ώστε ο θεατής να παρακολουθεί μια σκηνή με ένα point of view. Αυτό σημαίνει ότι οι ηθοποιοί δεν μπορούσαν να κάνουν λάθη και να τονωθεί μετά η σκηνή στο μοντάζ. Το μονοπλάνο είναι αμείλικτο γιατί απαιτεί υψηλή συγκέντρωση και μεγάλη ετοιμότητα αλλά αρέσει στους ηθοποιούς –και μπορώ να πω και στο συνεργείο- γιατί παράγει αδρεναλίνη.
Συμφωνείτε, όπως λέγεται συχνά τελευταία, ότι ο ελληνικός κινηματογράφος είναι σε άνοδο; Πώς εντάσετε τον εαυτό σας μέσα σ' αυτή τη νέα γενιά Ελλήνων σκηνοθετών;
Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα βρίσκεται σε άνοδο γιατί ψάχνει. Και δεν εννοώ τη φόρμα μόνο αλλά και το ότι κοιτάζει γύρω του την εποχή και τη χώρα που ζει. Αναρωτιέται λίγο διαφορετικά και πιο ουσιαστικά πιστεύω απ’ ότι τις δυο τελευταίες δεκαετίες. Δεν είναι άλλωστε τυχαία τα πολλά διεθνή βραβεία και οι διακρίσεις των ελληνικών ταινιών σε μια εποχή με τη λιγότερη οικονομική βοήθεια στον κινηματογράφο. Οι κινηματογραφιστές πίστεψαν στον εαυτό τους, σταμάτησαν τις κουβέντες και έκαναν αυτό που για αρκετά χρόνια δεν συνέβαινε. Εγώ προσωπικά νιώθω περήφανος που οι νέοι Ελληνες σκηνοθέτες τα κατάφεραν. Οχι τόσο για τις διακρίσεις όσο για τη γλώσσα και για την ειλικρίνεια ή την πρόθεση ειλικρίνειας με την οποία είδαν τα θέματά τους και τόλμησαν να τα αφηγηθούν.Κάθε εποχή βέβαια από κάπου έρχεται και κάπως γεννιέται. Αυτή η σημερινή γενιά κινηματογραφιστών δεν είναι αυτοφυής. Στην ιστορία συμβαίνει πολλές φορές μια γλώσσα να διαμορφώνεται με ακρίβεια αργότερα από την εμφάνισή της. Οσο για τον εαυτό μου, δεν ξέρω αν είμαι σε θέση να μιλήσω αυτή τη στιγμή. Ολοκλήρωσα την πρώτη μου ταινία και θα ήθελα να δοκιμαστώ ακόμη αρκετά.
Ποιο είναι το κοινό στο οποίο στοχεύετε με την «Πόλη των Παιδιών»; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του;
Δεν ξέρω. Είμαι παραγωγός της ταινίας μου αλλά δεν είμαι παραγωγός ούτε διανομέας. Δεν μπορώ να σκεφτώ έτσι, ούτε έγραψα και γύρισα αυτήν ταινία σκεφτόμενος το είδος του κοινού. Αυτό που μπορώ όμως να σας πω με ειλικρίνεια είναι ότι με ενδιαφέρει πάρα πολύ να δουν την ταινία μου νέοι θεατές και ζευγάρια που δεν τους έχει απασχολήσει μέχρι σήμερα ποιοι είμαστε όταν πρόκειται να γεννήσουμε ένα παιδί. Οχι γιατί εγώ ξέρω να τους πω την αλήθεια, αλλά γιατί θα ήθελα να μοιραστώ μαζί τους τις ιστορίες της ταινίας οι οποίες είναι κατά μεγάλο μέρος τους πραγματικές - ως περιπτώσεις ανθρώπων της διπλανής πόρτας που αντιμετωπίζουν το θαύμα της ζωής άλλοτε με ελαφρότητα, άλλοτε με αγώνα και άλλοτε με απελπισία.
Πώς ελπίζετε ότι θα επωφεληθεί η ταινία από την προβολή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης; Ποια θα θέλατε να είναι η καριέρα της μετά από αυτό;
Ενα φεστιβάλ είναι μια δυνατότητα προβολής και μια ευκαιρία να μοιραστείς τις ιστορίες σου ανάμεσα σε άλλες. Είναι μια υγιής δοκιμασία που κάνει καλό στις ταινίες. Βλέπεις αν τελικά μιλάνε ή όχι, βλέπεις αν οι προβληματισμοί πάσχουν ή είναι ενδιαφέροντες, αν η γλώσσα της αφήγησής σου έχει ανταπόκριση και αν ο τρόπος σου τελικά αφορά και το κοινό ενός φεστιβάλ αλλά και τους ανθρώπους του χώρου. Οταν ξεκίνησα αυτήν την ταινία δεν ήξερα καν αν θα την τελειώσω, οπότε τώρα είμαι ευτυχής που ολοκληρώθηκε και θα προβληθεί στο φεστιβάλ της χώρας μου. Δεν βαυκαλίζομαι από φαντασιώσεις διεθνούς καριέρας της ταινίας. Αν είναι η ταινία να διακριθεί θα διακριθεί. Αυτό που με νοιάζει περισσότερο είναι να εξασφαλίσει μια καλή διανομή γιατί θέλω να μοιραστώ το βλέμμα και τον προβληματισμό μου με τους Ελληνες θεατές. Η πόλη των παιδιών άλλωστε θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε μεγαλούπολη αλλά η ταινία γεννήθηκε στην Αθήνα. Ελπίζω και να μεγαλώσει κιόλας εδώ.
Info
Παραγωγός Film Society-Γιώργος Γκικαπέππας Συμπαραγωγός Nova, White Balance-Μιχάλης Κτιστάκης Σενάριο, Σκηνοθεσία Γιώργος Γκικαπέππας Φωτογραφία Kώστας Τριανταφύλλου Casting Ακης Γουρζουλίδης Μοντάζ Λάμπης Χαραλαμπίδης Μουσική Δημήτρης Φριτζαλάς Σκηνογράφοι Kική Πίττα, Γιώργος Δρακίδης Ενδυματολόγος Γιώργος Μελετίου Ηχος Γιώργος Πόταγας Μιξάζ Γιώργος Φασκιώτης Mακιγιάζ Ιωάννα Συμεωνίδη, Δώρα Νάζου, Μαρία Βλάχου Βοηθοί Σκηνοθέτες Σάσα Αγγελίδη, Σεβαστιάνα Αναγνωστοπούλου
Πρωταγωνιστούν, με σειρά εμφάνισης Κίκα Γεωργίου, Ιωσήφ Πολυζωίδης, Γιώργος Ζιόβας, Μαρία Τσιμά, Μιχάλης Σαράντης, Αννα Καλαϊτζίδου, Λεωνίδας Κακούρης, Υρώ Λούπη, Ναταλία Καλημερατζή, Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Κοτζιάς