Ο Δημήτρης Μοθωναίος είναι έμπειρος ηθοποιός - μετά τις σπουδές του στο Θέατρο Τέχνης (και στη Νομική, ωστόσο), παίζει στο θέατρο και στην τηλεόραση από το 2006 - αν και τώρα κάνει τα πρώτα του βήματα στο σινεμά. Αυτό, όπως μαθαίνουμε (και του ευχόμαστε), σύντομα θ' αλλάξει.
Εκτός από τη δουλειά του, ο Μοθωναίος έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό για τη σημαντική συμβολή του στη δημοσιοποίηση περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης στον κόσμο του θεάματος: ο ίδιος συνεχίζει τη δράση του ενώ, παράλληλα, εξελίσσει την καριέρα του. Είναι ένας συνομιλητής οξυδερκής, καλλιεργημένος, με χιούμορ και μια τρυφερότητα για τα πράγματα με τα οποία ασχολείται: πρόσφατα, με την ταινία «Μια Μέρα στη Σαγκάη», πρώτη σκηνοθετική δουλειά του κατά τα άλλα διπλωμάτη Βασίλη Ξηρού, που προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη, 24 Φεβρουαρίου από τη Feelgood.
Διαβάστε ακόμη: Προσεχώς | Ποιες ταινίες θα κάνουν πρεμιέρα την Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου
Στην ταινία, η Jinxi (Του Χούα), είναι μία βιολονίστρια που ετοιμάζεται να μετακομίσει στη Βιέννη για να συνεχίσει τις μουσικές της σπουδές. Λίγο πριν την αναχώρησή της, και ενώ προσπαθεί να διευθετήσει τις εκκρεμότητες στη Σαγκάη, ένα αρκουδάκι θα φέρει στον δρόμο της τον Πάνο (Δημήτρης Μοθωναίος), έναν αρχιτέκτονα που έχει εγκατασταθεί πρόσφατα στην πόλη. Η γνωριμία τους θα εξελιχθεί πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι θα μπορούσαν και οι δύο να φανταστούν - το δε αρκουδάκι θα έχει μία πολύ γεμάτη και ασυνήθιστη μέρα.
Λίγο πριν την πρώτη... βόλτα της ταινίας παρέα με το ελληνικό κοινό, ο Δημήτρης Μοθωναίος μίλησε στο Flix, για επαγγελματικές φιλοδοξίες και προσωπικά όνειρα, διαπολιτισμικά ρομάντζα και μια ελληνικότατη αίσθηση αναμονής.
Πώς προέκυψε η συνεργασία σου με τον Βασίλη Ξηρό; Πώς ήταν η εμπειρία δουλειάς μ’ έναν σκηνοθέτη που δοκιμαζόταν για πρώτη φορά;
Εχω έναν ατζέντη στο Λονδίνο, μου τον έχει συστήσει η Τόνια Σωτηροπούλου – το αναφέρω γιατί αυτό δεν συμβαίνει στο χώρο – κανόνισε η ίδια να μου συστήσει τον ατζέντη της και άρχισα να στέλνω self tapes για δουλειές. Μιλάω αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά γιατί ήθελα να γίνω διπλωμάτης. Μπήκα στη Νομική, δεν βρήκα μεγάλο ενδιαφέρον στις σπουδές αυτές, δεν είχα και πολλή υπομονή, προτίμησα το θέατρο. Ημουν, λοιπόν, με μια φίλη και της έλεγα ότι δεν αντέχω άλλο να περιμένω για πράγματα που φαίνονται απίθανα. Θέλω να χτυπήσει το τηλέφωνό μου και να μου πουν, "σας ξέρω, σας θέλω". Δυο μέρες μετά, χτύπησε το τηλέφωνό μου κι ήταν ο Βασίλης Ξηρός από τη Σαγκάη, ο οποίος μου είπε... "σας ξέρω, σας θέλω". Πραγματικά, μου έχει ξανασυμβεί, όταν εννοείς πολύ συγκεκριμένα μια επιθυμία σου, συμβαίνει. Εστειλε το σενάριο, το διάβασα, μου άρεσε η ρομαντική σκέψη του και ο τρόπος επικοινωνίας των ηρώων, που δεν υπάρχει πια στην εποχή μας και με τα social media και με το ρυθμό που λειτουργούμε. Είναι λίγο σαν το «Πριν το Ηλιοβασίλεμα» και τις συνέχειές του, που είναι από τις αγαπημένες μου ταινίες, όπου δεν συμβαίνει τίποτα κι οι ήρωες απλώς μιλάνε. Γνώρισα τη συμπρωταγωνίστριά μου, την Του Χούα, που είναι καταπληκτικό παιδί και καταπληκτική ηθοποιός, λίγο μικρότερη από μένα. Κάναμε δυο συναντήσεις στο skype, εγώ είχα σχεδόν συμφωνήσει για κάποιες δουλειές εδώ, συζητήσαμε το χρονικό ζήτημα, υπογράψαμε, έφυγα.
Πώς ήταν η εμπειρία των γυρισμάτων στη Σαγκάη, μια τόσο διαφορετική πόλη και κουλτούρα;
Εγώ δεν ήρθα καθόλου σ' επαφή με τη λογοκρισία: Ξέρω ότι πέρασαν διάφορες φάσεις και στο σενάριο και με το έτοιμο υλικό. Αρχικά παρατηρούσα τα πάντα ως τουρίστας, για να προσαρμοστώ και να γνωριστώ με τους συνεργάτες - κι η Του Χούα ήταν πολύ κλειστή στην αρχή. Εν τέλει έχουμε γίνει πολύ φίλοι, μιλάμε κάθε μήνα στο wechat. Δυσκολεύετηκα στα διαδικαστικά – από το ότι η χειρονομία η ευρωπαϊκή, η μεσογειακή, ότι έχεις μια καλή πρόθεση, παρερμηνεύεται απόλυτα από τους άλλους, δημιουργεί διάφορα προβλήματα. Αλλά όταν ξεπεραστούν, είναι συγκινητικό, όσο αγεφύρωτη κι αν μας φαίνεται η πολιτισμική διαφορά από ένα λαό πολύ απομονωμένο τόσα χρόνια, εν τέλει όταν αντιληφθεί ο ένας τις προθέσεις του άλλου όλα δουλεύουν, απλώς είναι λίγο πιο δύσκολο, γιατί είναι άλλος ο κώδικας. Με βοήθησε η παραμονή μου εκεί γιατί παρότι η Σαγκάη είναι μια μητρόπολη με πολλούς Δυτικούς, τις πρώτες δυο εβδομάδες που είχα περισσότερο ελεύθερο χρόνο, με το που έβρισκα έναν άνθρωπο που μιλούσε αγγλικά δυσκολευόμουν να τον αφήσω!
Η ταινία παρουσιάζει το τουριστικό όραμα της Ελλάδας- ούζο, φραπέ, θάλασσα. Για σένα τι χαρακτηρίζει την Ελλάδα;
Για μένα, αυτό είναι και που με στενοχωρεί, όλοι περιμένουν - κι η ίδια η χώρα ακόμα - περιμένουν κάτι από κάποιον απ’ έξω, πάντα. Σαν να είμαστε μόνιμα σε κάτάσταση αναμονής, ποιος θα έρθει ν’ αντιληφθεί την ομορφιά της χώρας και να την αξοποιήσει. Είμαστε μόνιμα «on hold». Γι’ αυτό χάρηκα που όντως μπόρεσα να κάνω αυτή την ταινία, μου έλεγαν, είσαι τρελός που πας εκεί, ενώ δεν ξέρεις καν αν θα βγει το σχέδιο. Αυτό αντιπροσωπεύει η ταινία, πέρα από το αποτέλεσμά της, ότι δεν είμαι πλέον on hold. Δεν θα μπροούσε να κινηματογραφηθεί αυτό. Κι έπειτα, αυτή είναι μια ταινία για το πώς θα μπορούσε να επανέλθει ο ρομαντισμός στην εποχή μας. Είμαι 37 χρόνων, έχω προλάβει να κάνω dating χωρίς insta, το θέλω να γυρίσει σαν τρελός. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα απ' το να είσαι έξω, να δεις έναν άνθρωπο, τα μάτια του κάτι να σου πουν.
Πριν από ένα χρόνο έγινε στην Ελλάδα μια έκρηξη αποκαλύψεων και κατηγοριών για περιστατικά παρενόχλησης ή και κακοποίησης στο χώρο της ψυχαγωγίας. Επαιξες ένα σημαντικό ρόλο σ’ αυτό. Πόσο πιστεύεις ότι βοήθησε, περίμενες κάτι ν’ αλλάξει περισσότερο;
Εγώ συνεχίζω με κανονική δράση, είμαι ήδη στο επόμενο βήμα, νομίζω έτσι πρέπει να γίνεται. Κάτι που προκύπτει αυθόρμητα πρέπει στη συνέχεια να πάει στο θεσμικό κομμάτι, να στηριχθεί από τον Νόμο, από την Κυβέρνηση. Τρέχουν τώρα πολλές δράσεις τώρα σε σχέση με την αλλαγή του νόμου, με την ενσωμάτωση της σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία ως κυρίως ύλη. Υπάρχουν πολλές μελέτες που δείχνουν ότι σε χώρες όπου έχει εισαχθεί στα νηπιαγωγεία, υπάρχουν τα χαμηλότερα ποσοστά αμβλώσεων. Τα παιδιά μαθαίνουν το σεξ χωρίς ταμπού και γνωρίζουν και υπερασπίζονται το σώμα τους. Αυτό ήταν πολύ μεγάλο δώρο γιατί μου αρέσει πάρα πολύ η ενεργός συμμετοχή, απλώς ήταν κι εμένα στο ασυνείδητό μου, δεν το είχα καν παραδεχτεί ο ίδιος και δεν ήξερα πού να διοχετεύσω αυτή τη διάθεση. Είμαι αισιόδοξος, αλλά προχωράμε βήμα-βήμα. Η κοινωνία έχει φοβερές αντιστάσεις. Οταν κάτι είναι σαφές και ειλικρινές το αγκαλιάζουν, από την επομένη αρχίζουν οι αντιστάσεις, για προσωπικούς, για οικονομικούς λόγους.
Πριν δυο χρόνια έπαιξες στην πρώτη σου ταινία στο σινεμά, στη «Φαντασία». Πώς βλέπεις τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, τι μέρος του θέλεις ν’ αποτελέσεις;
Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το σινεμά. Τελείωσα τη σχολή το 2006, αμέσως μπήκα στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, από δύο, τρεις χιλιάδες άτομα, επέλεξαν δύο κορίτσια κι ένα αγόρι. Μετά έζησα μια εξαετία φοβερή ως εμπειρία, γνώρισα καταπληκτικούς ανθρώπους, είχαμε ένα πρόγραμμα με καθημερινές πρόβες και το βράδυ παράσταση. Είχα πολλές προτάσεις για ταινίες, αλλά δεν είχα διαθεσιμότητα και δεν έπαιρνα την απόφαση να μην κάνω θέατρο και να περιμένω την ταινία. Βιοποριζόμαστε κι απ’ αυτό, οι συνθήκες με τις ταινίες είναι πάρα πολύ δύσκολες. Πήρα αυτό το ρίσκο τώρα, πριν δυο χρόνια. Αλλά πλέον με το που είδα και το αποτέλεσμα, το λατρεύω, είναι η νούμερο ένα προτεραιότητά μου. Είναι κι η εποχή του σινεμά. Το θέατρο για μένα, ενώ το έχω κάνει τόσα χρόνια κι απολαύσει αληθινά, έχω την αίσθηση ότι κάνει πια τόσο έντονη χρήση και του βίντεο που αναρωτιέμαι πού πηγαίνει αυτό το μέσο, γιατί δεν κάνουμε απ' ευθείας σινεμά;