Αν μια ταινία με θέμα τα εύρωστα χρόνια του ΠΑΣΟΚ του '90 στην Αθήνα και τις πίστες και τα λουλούδια και τις γυροβολιές που τα συνόδευσαν, θα μπορούσε να είναι ελκυστική για τη μεγάλη μερίδα του νοσταλγού κοινού, η «Φαντασία» του Αλέξη Καρδαρά («Γκίνες»), είναι μια καλοπροαίρετη χαμένη ευκαιρία.
Η τραγουδίστρια Φωτεινή, μια όμορφη κοπέλα από την επαρχία, σημαδεμένη από μια προσωπική τραγωδία, φτάνει στην πρωτεύουσα και πιάνει δουλειά στις Χάντρες, το μαγαζί του διάσημου βετεράνου μπουζουξή Βλάση Χρηστάκη, ο οποίος την περιβάλλει με αρχικά πατρική, στην πορεία ερωτική, στοργή. Ομως η Φωτεινή θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τον λαϊκο-ποπ σταρ Νίκο Κόκκινο κι αυτό το τρίγωνο θα ταλανίσει τις ζωές των ηρώων, όσο η Ελλάδα αλλάζει πρόσωπο.
Η «Φαντασία» είναι μια ταινία στο παρά τσακ. Η μουσική του Μίνωα Μάτσα χτίζει εύστοχα ένα πλέγμα από πίστα και ξόδεμα (ψυχής και χαρτονομισμάτων). Το σενάριο ξετυλίγεται με διαλόγους ρηχούς, υπεραπλουστευμένους, που αφήνουν την ένταση να φύγει μέσα από τα δάχτυλά τους. Η σκηνοθεσία, στολισμένη με πισωγυρίσματα στο χρόνο, δεν καταφέρνει να χτίσει ρυθμό, βάθος, κάποια αγωνία για τη μοίρα της Φωτεινής και των αντρών της. Τα πάθη, τα εγκλήματα κι οι τιμωρίες περιγράφονται χωρίς αντίκτυπο - μέσα σ' ένα μελετημένο σκηνογραφικό / ενδυματολογικό που μοιάζει ν' αναζητά μεγαλύτερο budget για ν' ανταποκριθεί στην εποχή της ελληνικής υπερβολής.
Μέσα σ' αυτό το τόσο γνώριμο σύμπαν, ενώ ο Στέλιος Μάινας κι ο Γιάννης Στάνκογλου (κι ακόμα η Βίκυ Παπαδοπούλου κι η Αννα Καλαϊτζίδου σε μικρούς ρόλους), προσφέρουν αυτό που, έτσι κι αλλιώς, ξέρουν καλά να κάνουν, η Ρένα Μόρφη, τόσο όμορφη, καλλίφωνη και δροσερή, στον πρώτο κινηματογραφικό ρόλο της που τυχαίνει να είναι και τόσο απαιτητικός, αντιμετωπίζει κάθε δραματική έκπληξη και κάθε τραγικό γύρισμα της τύχης, με το ίδιο γλυκό, ευγενικό χαμόγελο.
Κυρίως, η «Φαντασία» είναι από πρόθεση ένα κλασικό μελόδραμα (που στην πορεία φέρνει στο θαμπό από τον καπνό των τσιγάρων φως και την έστω ως φούσκα, πληθωρικότητα του '90), που, αν και καλαίσθητο, δεν καταφέρνει ούτε να παθιάσει ούτε να συγκινήσει. Εκείνο που καταφέρνει είναι να θυμίσει στο 40+ κοινό πώς τα περνούσε τότε, παρότι τα δικά του βιώματα ήταν μάλλον πιο δυνατά, έστω κι αν δεν έζησε σ' ένα μοιραίο ερωτικό τρίγωνο μπροστά στα φώτα των προβολέων, αλλά απλώς σύχναζε στον Διογένη, ή στο Ποσειδώνιο, ή... στο μικρό Mercedes.