Με πρωταγωνιστές τον Βαγγέλη Μουρίκη και τον Αργύρη Πανταζάρα και, δίπλα τους, τη Σοφία Κόκκαλη, το «Digger» είναι ένα σύγχρονο γουέστερν. Είναι η ιστορία ενός άντρα που ζει και δουλεύει μόνος σε ένα κτήμα στη μέση ενός ορεινού δάσους. Τα τελευταία χρόνια παλεύει με έναν εχθρό που διαταράσσει την πλούσια άγρια φύση στο βουνό, επεκτείνεται επιθετικά και απειλεί τον ίδιο και την περιουσία του. Η μεγαλύτερη απειλή όμως έρχεται με την ξαφνική επιστροφή του γιου του μετά από 20 χρόνια. Με φόντο μια κοινωνία σε ατμόσφαιρα εμφυλίου, οι δύο άνδρες συγκρούονται μετωπικά, με τη φύση γύρω τους ως τον μόνο παρατηρητή, που τελικά δίνει την πιο απρόσμενη λύση.
Το 70ο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου θα πραγματοποιηθεί από τις 20 Φεβρουαρίου ως τη 1η Μαρτίου 2020. Το Flix βρίσκεται ήδη εκεί. Διαβάστε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζετε στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.
Διαβάστε εδώ τις εντυπώσεις του Flix από το «Digger»
Πάρτε μια πρώτη γεύση από το «Digger» στο τρέιλερ που μόλις κυκλοφόρησε:
DIGGER (2020) - Trailer - Berlinale from HAOS Film on Vimeo.
Μπορεί το «Digger» να είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, όμως ο Τζώρτζης Γρηγοράκης κρατά γερά τη θέση του στο νέο ελληνικό σινεμά, ως ένας από τους πιο ελπιδοφόρους δημιουργούς του, ήδη από το 2009, όταν κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Μικρού Μήκους της ΕΑΚ με το «Κι Εγώ για Μένα». Τον συναντήσαμε στο Φεστιβάλ Δράμας το 2012 με το «Revolving», χειροκροτήσαμε όταν το «45 Βαθμοί» επιλέχθηκε από το Φεστιβάλ του Κλερμόν Φεράν. Και περιμέναμε... το σήμερα: σε λίγες μέρες, το «Digger» κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Πανόραμα του 70ού Φεστιβάλ Βερολίνου.
Λίγο πριν δούμε, λοιπόν, την ταινία, το Flix ζήτησε από τον Τζώρτζη Γρηγοράκη να... σκάψει βαθιά στις σκέψεις και στους στόχους του και να φέρει στην επιφάνεια ό,τι, στ' αλήθεια, είναι το «Digger». Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε.
Γιατί σε ενέπνευσε το είδος του γουέστερν και πώς το προσάρμοσες στο δικό σου ύφος και στην ελληνική ύπαιθρο;
Η ιδέα ξεκίνησε με ένα χαρακτήρα, έναν άντρα, με το δικό του κώδικα, που μένει χρόνια μόνος σε ένα κτήμα στη μέση του πουθενά. Καλύτεροί του φίλοι, το άλογό του και το τουφέκι του. Αντίθετα με τους παλιούς καουμπόηδες που περιπλανώνται συνεχώς, έχει ριζώσει εμμονικά στην καρδιά ενός πανέμορφου ορεινού δάσους και δεν το κουνάει ρούπι. Το προστατεύει και τον προστατεύει.
Μοναχικότητα, περηφάνια, εγωισμός και αποδοχή από τη μια μεριά. Κοινωνική βία, συγκρούσεις και διεκδικήσεις γύρω του. Οι θεματικές έμοιαζαν με γουέστερν, και έτσι βάλαμε την ιστορία σε ένα πλαίσιο. Υπήρχε σαν αναφορά η αίσθηση και η αντίληψη που είχε ο κάθε συνεργάτης στο μυαλό του για το ποια μπορεί να είναι η ατμόσφαιρα ενός γουέστερν, όχι όμως κάποια συγκεκριμένη αναφορά σε κάτι. Το τοπίο, η αισθητική και ο ρυθμός σε μέρη της παρατημένης ελληνικής επαρχίας, καθαρόαιμο γουέστερν είναι. Σε αυτή την αισθητική ακουμπήσαμε.
Το "Digger" είναι μια ιστορία ειπωμένη από την οπτική των ιθαγενών, όχι των καουμπόηδων.»
Ομως, η αφήγηση ανατρέπει τελικά τα περισσότερα στοιχεία του είδους. Κατ’αρχάς είναι μια ιστορία ειπωμένη από την οπτική των ιθαγενών, όχι των καουμπόηδων. Το τοπίο δεν είναι ζεστό και ξηρό, αλλά υγρό και ψυχρό. Σε αντίθεση με τα στερεότυπα, ο ανδρισμός στο τέλος μετριέται με τη δύναμη των χαρακτήρων να υποχωρήσουν και να δώσουν, όχι να επιβληθούν και να κυριαρχήσουν. Το «Digger» είναι ένα σκοτεινό και τρυφερό γουέστερν για τη σχέση δυο καβαλάρηδων, ένας με άλογο, άλλος με μηχανή, που σκάβουν στη λάσπη για να βρουν κάτι από τον άλλον που έχουν χάσει καιρό τώρα.Και τότε, το εσωτερικό τοπίο των πρωταγωνιστών, το συναίσθημα, βράζει.
Η σύγκρουση ενός πατέρα κι ενός γιου, όπως και η σύγκρουση του ανθρώπου με τη φύση, βασίζονται σε αρχετυπικές κι αρχέγονες αναφορές. Πώς αυτά τα στοιχεία (εάν) τα «επικαιροποιείς» στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, στο δικό μας κόσμο;
Είναι μια αρχετυπική ιστορία ενός γιου που αναζητάει τον πατέρα του. Αλλά είναι από τη μεριά του πατέρα, που τελικά και ο ίδιος αναζητάει το γιο του. Για να βρεθούν περνάνε από κύματα και συγκρούσεις, διαχρονικές και αρχέγονες, από την ιστορία του Πινόκιο, τη Βίβλο και πιο πίσω.Το διαχρονικό είναι επίκαιρο, όπως στην εποχή της παγκοσμιοποίησης το τοπικό είναι και παγκόσμιο. Για όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, όχι μόνο για την ελληνική.
Η σχέση πατέρα γιου είναι ιερή – με την έννοια της ευθύνης, του σεβασμού, της γνώσης και της φροντίδας. Το ίδιο είναι και η σχέση με τη φύση. Οπως τόσα χρόνια οι άνθρωποι ζητάνε ισότητα στις σχέσεις μεταξύ των φύλων, της ηλικίας και της φυλής, έτσι πια και ο πλανήτης μας ζητάει μια ισότιμη σχέση, όχι μια σχέση εκμετάλλευσης. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη να συνδέσουμε τις ανθρώπινες ιστορίες με την ιστορία του πλανήτη. Η φύση ξέρει και μπορούμε να μάθουμε (ή απλώς να θυμηθούμε) απ’ αυτή και να εφαρμόσουμε την ισορροπία που την ορίζει στις σχέσεις μας. Βρίσκω μεγάλη συνάφεια σε αυτές τις δυο συγκρουσιακές σχέσεις.
Ενα άλλο παράδειγμα είναι τα τοξικά απόβλητα από τις βαριές βιομηχανίες. Σε περιπτώσεις κακής διαχείρισης, πετάγονται λες κι η γη είναι σκουπιδοντενεκές. Το ίδιο κάνουμε και με τους ανθρώπους, όταν δεν ξέρουμε να διαχειριστούμε την ενέργεια που μας περισσεύει (κάποιοι την ονομάζουν τοξική). Την αδειάζουμε σε άλλους λες και είναι σκουπίδια, λες και μας φταίνε.Οι σχέσεις είναι βάσανο, θέλουν θυσίες και πρώτα από όλα πρέπει να θυσιαστεί το «πολύτιμο» εγώ μας.
Η σύνδεση με τα πάτρια εδάφη μεταφορικά ή κυριολεκτικά είναι η σύνδεση με τις ρίζες μας, με τους προγόνους μας. Οσοι είναι συνδεδεμένοι μπορούν να δουν πιο βαθιά στο μέλλον, πιο μακριά κι από τα παιδιά τους. Συνήθως είναι και αυτοί που ανησυχούν πιο ενεργά για το μέλλον του τόπου τους ή του πλανήτη, το ίδιο είναι. Οσο πιο βαθιές είναι οι ρίζες ενός δέντρου, τόσο πιο ψηλά θα φτάσει.
Το «Digger» είναι μια ταινία για τη γη. Ενας άντρας πρέπει να πατάει γερά στη γη, λέγανε οι παλιοί. Σαν κάποιοι, όμως, να βάρυναν για να το πετύχουν και τελικά βαλτώσανε από το βάρος τους ή τη μαγκιά τους. Μπορείς να πατάς γερά και να είσαι ελαφρύς ταυτόχρονα. Ο Νικήτας ψάχνει αυτή την ισορροπία που έχει χάσει. Για μένα είναι ένα σύμβολο για την ελληνική κοινωνία: Ζορμπάς και Βούδας ταυτόχρονα. Ετσι είμαστε ως λαός, με ακραία Διονυσιακά και Απολλώνια στοιχεία. Ετσι ισορροπούμε. Γλεντάμε τον πόνο μας. Το «Νικήτας» εμπεριέχει και τη Νίκη και την Ηττα. Είναι λες και κερδίζει χάνοντας. Μια αντιφατική κάθαρση.
Καθώς αυτή εδώ είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σου, τι δυσκολίες, εμπόδια και τιευχάριστεςεκπλήξειςσυνάντησεςστην παραγωγή της, πρακτικά, οικονομικά και δημιουργικά;
Ενα από τα δυσκολότερα θέματα της πρώτης μεγάλου μήκους είναι ο χρόνος για την ανάπτυξη του σεναρίου σε συνδυασμό με τη φοβερή δυσκολία για να ολοκληρωθεί η χρηματοδότηση. Ημουν πολύ τυχερός που υιοθετήθηκα από τη Haos Film σε αυτό το πενταετές ταξίδι που χρειάστηκε να κάνουμε για να πραγματοποιηθεί η ταινία. Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, σκηνοθέτης και βασική παραγωγός, ο Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος και η Φένια Κοσοβίτσα, παραγωγοί, ήταν από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις που συνάντησα στο δρόμο μου. Είναι άνθρωποι, ο καθένας με τον τρόπο του, κεφαλαιώδους σημασίας για την ύπαρξη και την ανάπτυξη του νέου ελληνικού σινεμά. Καθώς επίσης η Γαλλίδα συμπαραγωγός Γκαμπριέλ Ντιμόν, ο sales agent Μίκαελ Βέμπερ, ο Νίκος Κατσαούνης, ο Ερνστ Φασμπέντερ, η Αννα Νικολάου και η Μαρία Χατζάκου, οι οποίοι μας υποστήριξαν σε πολύ κρίσιμες στιγμές, εκεί όπου νομίζαμε ότι δεν θα καταφέρναμε ποτέ να πάμε γύρισμα, έκαναν το ανέφικτο εφικτό. Οταν σε ένα σκηνοθέτη, πόσω μάλλον πρωτοεμφανιζόμενο, δίνεται τόση εμπιστοσύνη από τέτοιους ανθρώπους που παίρνουν ρίσκα για να τον υποστηρίξουν, τα εμπόδια αντιμετωπίζονται.
Για να πραγματοποιηθεί μια ελληνική ταινία χρειάζονται θυσίες από μια ολόκληρη φυλή.»
Το γύρισμα είναι σα να είσαι στο ρινγκ, κάποια στιγμή θα πέσεις, όσο καλή προετοιμασία και αν έχεις κάνει, όποιος κι αν σε υποστηρίζει στη γωνία σου. Και μετά το πρώτο χτύπημα που θα φας, ξεχνάς τα σχέδια που έχεις κάνει και απλώς παίζεις το παιχνίδι. Αγάπησα το σινεμά κάνοντάς το και όχι βλέποντάς το, αγάπησα ότι είναι ένα είδος μάχης. Κυριολεκτικά και μεταφορικά, είτε χιόνιζε είτε έβρεχε στην ταινία, κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε με ό,τι είχαμε διαθέσιμο. Αυτό θα γίνεται και στην πρώτη και στην τελευταία ταινία, αν αλλάξει μπορεί να είναι επειδή δεν θα κάνουμε σινεμά, αλλά κάτι πιο εύκολο. Δεν θα τα κατάφερνα ούτε πρακτικά, ούτε δημιουργικά χωρίς τον βασικό πυρήνα ταλαντούχων και καταπληκτικών συνεργατών: του Βαγγέλη Μουρίκη, του Γιώργου Καρβέλα και του Θοδωρή Αρμάου, που σκάβανε μαζί μου από την πολύ αρχή μέχρι σήμερα και εμπιστεύθηκαν ότι κάτι θα βρούμε. Για να πραγματοποιηθεί μια ελληνική ταινία χρειάζονται θυσίες από μια ολόκληρη φυλή. Ανεξαιρέτως, όσοι έσκαψαν για το «Digger» έδωσαν πολύ παραπάνω από όσο τους ζητήθηκε και για αυτό είμαι ευγνώμων.
Σε μια ταινία που στηρίζεται γερά στους δυο πρωταγωνιστές της, γιατί επέλεξες τον Μουρίκη και τον Πανταζάρα και τι καθοδήγηση τους έδωσες;
Δεν χρειάζονται πολλές εξηγήσεις γιατί κάποιος επιλέγει τον Μουρίκη. Το εκτόπισμά του ως ηθοποιού είναι μοναδικό. Η ιστορία γράφτηκε για τον Βαγγέλη κι αν δεν την έκανε αυτός, δεν θα υπήρχε ταινία. Αυτό έκανε δύσκολη την επιλογή του γιου, έπρεπε να δέσει η μεταξύ τους χημεία σε πολλά επίπεδα. Το σενάριο άλλαζε. Αρχικά ψάχναμε ηθοποιό γύρω στα 20, αλλά ο ρόλος μεγάλωσε ηλικιακά και τότε ήμασταν σίγουροι ότι ο Αργύρης είναι η καλύτερη επιλογή. Πέρα από πολύ ταλαντούχος, είχε μια ιδιαίτερη ταύτιση με το ρόλο και ήταν ανοιχτός να κάνει μεγάλο ταξίδι με αυτόν. Είναι ένα δίδυμο με ισχυρές προσωπικότητες, που δημιουργεί ενδιαφέρουσες συγκρούσεις!
Στα πλαίσια του γουέστερν, ας υποθέσουμε ότι η σχέση σκηνοθέτη - ηθοποιού είναι σαν αυτή του αναβάτη με το άλογο. Η καθοδήγηση γίνεται και από τα δύο μέρη. Κάπου σε πάει ο ηθοποιός, αν είναι στη σωστή κατεύθυνση ακολουθείς, αν δεν είναι, κεντράρεις προς τα ‘κεί που νομίζεις. Ο Βαγγέλης δεν χρειάζεται πολλή καθοδήγηση, αλλά χώρο και μια στιβαρή σκηνοθετική δομή για να είναι η ερμηνεία του καθαρή. Ο Αργύρης που δεν έχει τόσες ταινίες στη πλάτη του, χρειάστηκε άλλη προσέγγιση. Πιο σημαντικό από την καθοδήγηση είναι η εμπιστοσύνη, αν δεν υπάρχει αυτή, δεν κινείται τίποτα, εν τέλη αυτό δουλεύεις με κάθε συνεργασία.
Ξεκινώντας τώρα (ή πρόσφατα, με τις μικρού μήκους ταινίες σου), σ' ένα θεσμικά δύσκολο κινηματογραφικό πλαίσιο στην Ελλάδα και με μικρή ανταπόκριση του κοινού στις ελληνικές ταινίες, σε τι προσβλέπεις και τι θα ήθελες να δεις να βελτιώνεται;
Τώρα τελευταία ο κόσμος πήγε στους κινηματογράφους. Είδε κάποιες ελληνικές ταινίες, όχι μόνο τις εμπορικές. Από την άλλη μεριά, μια ταινία που θα κινηθεί καλά σε διεθνή φεστιβάλ και πάρει διανομή σε αίθουσες και κανάλια του εξωτερικού, θα τη δει τελικά περισσότερος κόσμος από μια εμπορική επιτυχία μόνο στην Ελλάδα. Θεωρώ, παρ’ όλα αυτά, σημαντικό να αναπτυχθεί η παιδεία μας στην οπτική αφήγηση, και για τους κινηματογραφιστές αλλά και για το κοινό. Να αναπτύξουμε πιο οξυδερκή κριτήρια για τη γλώσσα της εικόνας που είναι παντού και πέρα από τον κινηματογράφο και μας επηρεάζει είτε το θέλουμε και το καταλαβαίνουμε, είτε όχι.
Φυσικά και όλοι οι κινηματογραφιστές θέλουμε το τοπίο θεσμικά και χρηματοδοτικά να βελτιωθεί. Το έχουμε ανάγκη. Είναι θέμα που το χειρίζονται οι παραγωγοί κυρίως, αλλά έχει άμεσο αντίκτυπο στο τι κάνουμε εμείς. Προσωπικά, θα συνεχίσω να συνεργάζομαι με ανθρώπους που είναι διατεθειμένοι να ξεπερνούν τους εαυτούς τους για να δημιουργούν. Γενικά είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, το προσπαθώ με το να μην ελπίζω πάντα σε πολλά, έως και σε τίποτα καμιά φορά. Οπως και να έχει, το «Digger» τελικά έγινε και προσβλέπω σε μια καλή πορεία έξω, με αφετηρία το Πανόραμα στην Berlinale και αργότερα εδώ στα πάτρια εδάφη που είναι οι ρίζες του.
Το 70ο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου θα πραγματοποιηθεί από τις 20 Φεβρουαρίου ως τη 1η Μαρτίου 2020. Το Flix βρίσκεται ήδη εκεί. Διαβάστε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζετε στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.
info | «Digger» Σκηνοθεσία, Σενάριο: Τζώρτζης Γρηγοράκης | Συνεργάτες Σεναρίου: Μαρία Βώττη, Βαγγέλης Μουρίκης | Ηθοποιοί: Βαγγέλης Μουρίκης, Αργύρης Πανταζάρας, Σοφία Κόκκαλη, Θίο Αλεξάντερ, Θύτης, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Παύλος Ιορδανόπουλος, Στέφανος Κουτσαρδάκης, Βασίλης Μπισμπίκης, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιώργος Καρβέλας | Μοντάζ: Θοδωρής Αρμάος | Ηχοληψία: Φρανσουά Αμπντελνούρ | Σχεδιασμός Ηχου: Λέανδρος Ντούνης | Μουσική: Μιχάλης Μοσχούτης | Σκηνογράφος: Δάφνη Καλογιάννη | Ενδυματολόγος: Βασιλεία Ροζάνα | Casting: Αννα Νικολάου | Παραγωγοί: Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, Μαρία Χατζάκου, Χρυσάνθη Καρφή Κώη | Executive Producers: Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος, Μάικλ Γουέμπερ | Συμπαραγωγοί: Γκαμπριέλ Ντιμόν, Νίκος Κατσαούνης, Ερνστ Φασμπέντερ, Φένια Κοσοβίτσα, Αννα Νικολάου | Μια παραγωγή της Haos Film | Συμπαραγωγή: Le Bureau Films | Σε συμπαραγωγή με: ΕΡΤ, Faliro House Productions, N-Coded Pictures, FassB Filmproduktion, Blonde Audiovisual Productions | Με την υποστήριξη των: Eurimages, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Centre national du cinéma et de l'image animée, Aide à la Coproduction d’Œuvres Cinématographiques Franco-Grecques,EKOME SA, Creative Europe Media | Sales agent: The Match Factory | Χορηγός Αερομεταφορών: Aegean Airlines S.A. | Δ.Ε.Η. | Ομιλος Επιχειρήσεων Σαρακάκη - Honda | Fjällräven | Kafea Terra A.E.B.E. | KRD, Stop A.E.B.E. | Tea route | XT Diving Pro
Πάρτε μια πρώτη γεύση από το «Digger» στο τρέιλερ που μόλις κυκλοφόρησε:
DIGGER (2020) - Trailer - Berlinale from HAOS Film on Vimeo.