Μοιάζει δύσκολο να πιστέψεις ότι πέρασαν περισσότερα από είκοσι χρόνια όταν την είδαμε για πρώτη φορά στο «Χαμόν Χαμόν» του Μπίγκας Λούνα, πιο λαχταριστή κι από το καλύτερο κομμάτι jamon iberico, ένα κορίτσι τόσο όμορφο που έμοιαζε καταδικασμένο να παραμείνει φαντασίωση. Ομως η Πενέλοπε έπαιξε στην μία ταινία μετά την άλλη κι εξακολουθούσε να γοητεύει, μέχρι την στιγμή που ο Πέδρο Αλμοδοβάρ, την κάλεσε στον κόσμο του και την έκανε σπουδαία ηθοποιό. Από τότε μέχρι σήμερα, η Πενέλοπε έπαιξε σε μερικές από τις πιο πετυχημένες ταινίες της Ισπανίας, παρ΄ ολίγον να αλλάξει το ονομά της σε (χμ...) Κρουζ μετά το «Vanilla Sky», έχτισε μια καριέρα στην Αμερική, έπαιξε σε blockbusters, σε μιούζικαλ, σε γουέστερν, σε δράματα, στον Γούντι Αλεν. Είκοσι και πλέον χρόνια μετά, μοιάζει με μια από τις μεγαλύτερες σταρ της Ευρώπης και μια ηθοποιός με γκάμα που δεν περιορίζεται στον ρόλο του όμορφου κοριτσιού. Κάτι που μερικές φορές μπορεί να γίνει παγίδα. Στο «Γεννημένοι Ξανά» του Σέρτζιο Καστελίτο, ένα φιλμ που διαδραματίζεται με φόντο τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, υποδύεται έναν ρόλο τόσο φορτισμένο δραματικά και τόσο βουτηγμένο στην υπερβολή μιας «τραγικής σαπουνόπερας» που δεν μπορεί να τον σώσει. Αλλά ακόμη κι έτσι, ευτυχώς, ποτέ δεν βαριέσαι να κοιτάζεις την Πενέλοπε Κρουζ.
Η ίδια δεν δείχνει να νοιάζεται για το πέρασμα του χρόνου. Ετσι κι αλλιώς λέει πως «όταν είσαι ηθοποιός σε ρωτούν πως νιώθεις που μεγαλώνεις σχεδόν αμέσως αφού περάσεις τα είκοσί σου χρόνια. Ειδικά στην Αμερική. Ειδικά στο Χόλιγουντ. Είναι μια ερώτηση που ακούω συχνά και που δεν με ενδιαφέρει να την απαντήσω. Δεν με φοβίζει η απώλειά της ομορφιάς, γιατί το να μεγαλώνεις, νιώθω ότι είναι κάτι που πρέπει να το γιορτάζεις κι όχι να σε τρομάζει. Αυτό που σκέφτομαι σε σχέση με τον χρόνο που περνά, είναι πόσο πολύτιμο είναι το δώρο της υγείας, και πόσο δεν είναι κάτι που μπορείς να πάρεις ως δεδομένο. Εχει να κάνει με τα βιώματά μου με πράγματα που έχω ζήσει σε κοντινούς μου ανθρώπους, αλλά αυτό είναι η σκέψη που γεννά σε μένα το πέρασμα του χρόνου».
Δεν μοιάζει να λέει κούφια λόγια. Μιλά με ενθουσιασμό για το πως στην ταινία ανυπομονούσε να δει τον εαυτό της γερασμένο, αφού όπως λέει «παρακολουθούμε την ηρωίδα που υποδύομαι από τα είκοσι μέχρι τα πενήντα της χρόνια» και πως όταν τελικά έφτασε η στιγμή για την «μεταμόρφωσή της» εξεπλάγην από το πόσο πολύ έμοιαζε στην μητέρα της ή την γιαγιά της. «Κάθε μέρα έστελνα φωτογραφίες στην μητέρα μου έκπληκτη από το πόσο πολύ έμοιαζα σε εκείνη ή τη γιαγιά μου. Γιατί αυτό που βλέπετε στην οθόνη δεν είναι αποτέλεσμα προσθετικών παρά μόνο μακιγιάζ και φωτισμών. Πήρα μια καλή ιδέα για το πως θα μοιάζω όταν είμαι μεγαλύτερη και είναι συναρπαστικό πόσο πολύ από άλλους ανθρώπους κουβαλάμε στα χαρακτηριστικά μας».
Το «Γεννημένοι Ξανά» είναι η δεύτερη ταινία που κάνει με τον Σέρτζιο Καστελίτο μετά το «Non ti Muovere» έναν σκηνοθέτη που τον εμπιστεύεται όχι μόνο γιατί είναι και ο ίδιος ηθοποιός. «Καταλαβαίνω απόλυτα την συχνότητα στην οποία βρίσκεται, μου αρέσει ο τρόπος που είναι πολύ ακριβές στο τι θέλει να κάνει. Κι επίσης ήταν πολύ σημαντικό για μένα ότι είχαμε ένα υπέροχο βιβλίο ως βάση που περιγράφει όλη την διαδρομή των ηρώων ξεκάθαρα και πειστικά. Και νιώθω ασφαλής όταν υπάρχει μια σαφής εικόνα της ταινίας που πρόκειται να κάνουμε. Δεν πιστεύω καθόλου ότι μπορείς να ξεκινήσεις γυρίσματα με ένα σενάριο που είναι μισοτελειωμένο, ή απλά ένα σχεδίασμα, ελπίζοντας ότι θα αποκτήσει συνοχή και καθαρότητα στο σετ, ότι όλες οι απορίες που έχεις θα απαντηθούν. Δεν ξέρετε πόσες φορές έχω ακούσει κάτι τέτοιο. Κι έχω πάψει πια να το πιστεύω. Δεν είναι ότι δεν πιστεύω σε θαύματα, αλλά δεν πιστεύω σε αυτό».
Μερικές φορές ομολογεί ότι φτάνει σε σημεία υπερβολής. Για παράδειγμα, έφτασε στα γυρίσματα του φιλμ με δύο αντίτυπα του βιβλίου, ένα στα ισπανικά κι ένα στα ιταλικά και τα δυο γεμάτα σημειώσεις και με ένα σημειωματάριο γεμάτο παρατηρήσεις. «”Δεν θέλω καν να κοιτάξω τι μπορεί να έχεις γράψει σε όλες αυτές τις σημειώσεις” ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Σέρτζιο όταν τα είδε» λέει γελώντας. «Αλλά μου αρέσει να προετοιμάζομαι, να μελετώ τον χαρακτήρα μου. Θέλω να έχω μερικούς μήνες για να τον καταλάβω και να τον γνωρίσω. Πολλοί σκηνοθέτες καταλαβαίνουν αυτόν τον τρόπο δουλειάς. Άλλοι όχι. Και μετά υπάρχει ο Γουντι Αλεν που αν του πεις κάτι τέτοιο σε κοιτάζει σαν να κατέβηκες από τον Αρη. Την πρώτη φορά που δουλέψαμε μαζί, είχα σχεδιάσει πράγματα που φανταζόμουν ότι θα σκεφτόταν ή θα ονειρευόταν η ηρωίδα μου, και είχα φτιάξει ένα ολόκληρο ψυχολογικό προφίλ και ο Γούντι ήταν μάλλον σοκαρισμένος από μένα. «Δεν χρειάζεται να βασανίζεσαι τόσο, ότι θες να μάθεις μπορείς να με ρωτήσεις» μου έλεγε, αλλά νομίζω ότι τις επόμενες μέρες στα γυρίσματα όταν με έβλεπε, άλλαζε δρόμο. Είχα την εντύπωση ότι έπρεπε να τον στριμώξω σε μια γωνία για να μπορέσω να του μιλήσω».
O επόμενος ρόλος της είναι στο «The Counselor» του Ρίντλεϊ Σκοτ κι απ΄ ότι φαίνεται έχει προετοιμαστεί επίσης πολύ γι αυτόν. Αφού εξηγήσει πόσο θαυμάζει την δουλειά του Σκοτ και πόσο ενθουσιασμένη είναι από το σενάριο του Κόρμακ ΜακΚάρθι («σπάνια έχεις την ευκαιρία να παίξεις σε τόσο καλογραμμένες σκηνές και να πεις τόσο εξαιρετικούς διαλόγους») μιλά με ενθουσιασμό για την ηρωίδα της που μοιάζει να έχει αναλύσει σε βάθος. «Υποδύομαι την Λόρα, μια ηρωίδα που θέλει αν ζει στο φως αλλά αρχίζει να έλκεται από το σκοτάδι, γιατί περιτριγυρίζεται από το σκοτάδι. Έχει πίστη στο θείο, αλλά αρχίζει να αμφιβάλει. Είναι μια γυναίκα που παλεύει ανάμεσα στο να μείνει στο φως αλλά θέλει να δοκιμάσει την γοητεία της άλλης πλευράς. Νομίζω ότι η ηρωίδα μου είναι ένα θύμα. αντιπροσωπεύει τα θύματα σε αυτόν τον κόσμο».
Κατά κάποιον τρόπο, ο χαρακτηρισμός θα μπορούσε να ισχύει και για τους ήρωες του «Γεννημένοι Ξανά» που μοιάζουν καταδικασμένη σε μια σκληρή μοίρα εξ' αιτίας συνθηκών που καταστάσεων που βρίσκονται ολοκληρωτικά πέρα από τον έλεγχό τους «Νομίζω ότι υπάρχουν δύο λόγοι που οι ήρωες στην ταινία απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο. Αρχικά είναι νέοι και γεμάτοι ελπίδα, θέλουν να παλέψουν για όσα πιστεύουν, αλλά ο πόλεμος τους αλλάζει. Επίσης σημαντικό ρόλο παίζει το γεγονός ότι η ηρωίδα μου δεν μπορεί να κάνει παιδιά και αυτό είναι κάτι που την κάνει να νιώθει ατελής. Δεν είναι ότι δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένη δίχως παιδιά, αλλά όταν όπως η Τζέμα το να αποκτήσεις ένα παιδί είναι κάτι που θέλεις τόσο βαθιά, είναι προφανές ότι η μητρότητα είναι κάτι που την ολοκληρώνει και ίσως θεραπεύει τις πληγές που κάτι άλλο έχει αφήσει πάνω της. Και είναι κάτι που μπορώ να καταλάβω. Διάβασα για πρώτη φορά το σενάριο, πριν γίνω μητέρα, αλλά όταν αρχίσαμε τα γυρίσματα και είχα ήδη το παιδί μου ήταν πια πολύ εύκολο για μένα να κατανοήσω βαθύτερα το την απουσία του από την ζωή της ηρωίδας του, να νιώσω το κενό που η έλλειψή του της αφήνει».
Ομως το προσωπικό δράμα της ηρωίδας της, ξετυλίγεται με φόντο έναν πόλεμο, αυτόν στην πρώην Γιουγκοσλαβία, που όπως λέει η Πενέλοπε «συνέβη μόλις λίγες ώρες μακριά από το σπίτι μας, σε μια χώρα που είναι δίπλα μας. Δεν πιστεύω ότι μια ταινία μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, ή να λύσει ένα πρόβλημα, να σταματήσει έναν πόλεμο, ή να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους. Πιστεύω όμως ότι ανά πάσα στιγμή υπάρχουν τόσα πολλά λάθος πράγματα που συμβαίνουν στον πλανήτη μας που όλοι έχουμε υποχρέωση να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά, ακόμη κι αν πρόκειται για κάτι που δεν μας αφορά άμεσα, που συμβαίνει σε μια χώρα πιο μακριά από εμάς, στην Συρία ή την Αφρική. Κι έχουμε την υποχρέωση να μην ξεχνάμε, να μαθαίνουμε από τα λάθη μας κι εκεί ναι είμαι σίγουρη ότι ο κινηματογράφος, μπορεί να βοηθήσει».