Η Τζέμμα, επισκέπτεται το Σαράγεβο με το γιο της, Πιέτρο. 16 χρόνια πριν, εγκατέλειψαν την ταλαιπωρημένη από τον πόλεμο πόλη, ενώ ο πατέρας του Πιέτρο, Ντιέγκο έμεινε πίσω για να πεθάνει λίγο καιρό αργότερα. Καθώς προσπαθεί να διορθώσει τη σχέση με το γιο της, θα έρθει αντιμέτωπη και με το παρελθόν της. Η Τζέμμα γνώρισε κι ερωτεύτηκε τον Ντιέγκο στο Σαράγεβο. Ηθελαν και οι δύο παιδιά, αλλά εκείνη δε μπορούσε. Κατά την πολιορκία του 1992, βρήκαν μια πιθανή παρένθετη μητέρα∙ η Τζέμμα την ώθησε στην αγκαλιά του Ντιέγκο, μόνο για να βρει τον εαυτό της κατακλυσμένο από τύψεις και ζήλια.
Δεν υπάρχει ούτε μια ατάκα στις δύο και παραπάνω ώρες του «Γεννημένοι Ξανά» που να μην ακούγεται εκβιαστική, λογοτεχνική (με την κακή έννοια), ψεύτικη.
Οσο ψεύτικοι είναι και οι ήρωες μιας ταινίας που παλινδρομεί ανάμεσα στο πιο βαρύ μελόδραμα που είδατε ποτέ και την ταυτόχρονη (ασυνείδητη, φυσικά) παρωδία του, αφού όπως και να προσπαθήσεις να το δεις, όλα τα υλικά που το συνθέτουν είναι λάθος. Ή σχεδόν όλα.
Βασισμένο στο βιβλίο της συζύγου του Σέρτζιο Καστελίτο, Μάργκαρετ Ματζαντίνι, το «Γεννημένοι Ξανά» θα ήθελε να είναι αυτή ακριβώς η ταινία που θα έκανε τους θεατές να θαυμάσουν τα στάνταρτς μιας πλούσιας ευρωπαϊκής συμπαραγωγής και ταυτόχρονα να λυγίσουν στο κάθισμά τους από το κλάμα μπροστά σε μια ιστορία τόσο τραγική που δυστυχώς δεν αρκεί το γεγονός πώς θα μπορούσε να είναι αληθινή.
To τέταρτο σκηνοθετικό πόνημα του Καστελίτο, εδώ στη δεύτερη συνεργασία του με την Πενέλοπε Κρουζ μετά το «Don't Move», είναι όμως το εντελώς αντίθετο από οποιαδήποτε έννοια του «αληθινού».
Από τις φριχτές αγγλικές προφορές των ηρώων του, μέχρι τον ψευτομποέμ χαρακτήρα του Εμιλ Χιρς (στο πλέον miscast ρόλο της ταινίας) και από το εκβιαστικό ροκ soundtrack (Μπρους Σπρίνγκστιν γιατί δεν τσεκάρεις πριν δώσεις άδεια να χρησιμοποιούν τα τραγούδια σου;), μέχρι την στα όρια του art exploitation καταγραφή του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, το «Γεννημένοι Ξανά» είναι μια βασανιστική συρραφή από μεγάλες σοφίες και ακόμη μεγαλύτερες αποκαλύψεις.
Εντελώς αταίριαστοι μεταξύ τους η Πενέλοπε Κρουζ και ο Εμίλ Χιρς ζουν υποθετικά έναν μεγάλο έρωτα και στην συνέχεια μια μεγάλη τραγωδία (και – spoiler alert – ακόμη μια λίγο πριν το τέλος), αλλά αντί να πρωταγωνιστούν σε ένα σαρωτικό μελόδραμα μοιάζουν να περιφέρονται νωχελικά και τοποθετημένοι μέσα σε περίτεχνα πλάνα σε ένα φτηνό λαϊκό ρομάντζο που θα ταίριαζε ιδανικά για σίριαλ στην τηλεόραση.
Η αίσθηση του Καστελίτο για το τι σημαίνει μεγάλα πάθη είναι ταυτισμένη με βαρύγδουπες ατάκες, κατεστραμμένα πρόσωπα από το κλάμα, αψυχολόγητες μεταπτώσεις των ηρώων του και μια παντελής έλλειψη ρυθμού και οιρμού που σε κάνει συχνά να αναρωτιέσαι αν σοβαρολογεί ή απλά αστειεύεται ερήμην της σοβαρότητας του θέματός του με έννοιες όπως ο πόλεμος, η στειρότητα, η έλλειψη ταυτότητας.
Κυρίως, όμως, ο Καστελίτο ανήκει σε αυτήν την κατηγορία των σκηνοθετών που πιστεύουν πως μπορούν να μιλήσουν για πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουν και επειδή τα διαβάζουν σε κάποιο βιβλίο και τους συγκινούν, νομίζουν πως αυτό αυτόματα τους κάνει ικανούς να τα αφηγηθούν κινηματογραφικά.
Αν δεν ήταν για τις στιγμές που η Πενέλοπε Κρουζ αγνοεί τον ανυπόφορο ορυμαγδό του δήθεν κινηματογραφικού πλουραλισμού που διαδραματίζεται γύρω της και προσπαθεί μόνη της να δώσει ενέσεις αλήθειας στην ηρωίδα της, πραγματικά μοιάζει δύσκολο να βρεις στο «Γεννημένοι Ξανά» κάτι που να αποπνέει ειλικρινή συγκίνηση ή που να σε κάνει να νιώσεις πως ό,τι συμβαίνει μπορεί και να έχει ξεκινήσει από κάποια βαθιά βιωματική ή έστω καλλιτεχνική ανάγκη.