Συνέντευξη

«Είναι για κάθε θεατή, όχι μόνο για τους γνώστες του χορού.» Η Αλα Κόβγκαν μιλά στο Flix για το(ν) «Cunningham»

of 10

Χορεύει η κάμερα, χορεύει το 3D για χάρη του μεγάλου Μερς Κανιγχαμ! Η σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ του εξηγεί τις δικές της πιρουέτες.

«Είναι για κάθε θεατή, όχι μόνο για τους γνώστες του χορού.» Η Αλα Κόβγκαν μιλά στο Flix για το(ν) «Cunningham»

Δεν φτάνει τόσο συχνά στις κινηματογραφικές αίθουσες ένα ντοκιμαντέρ, ξένο ή ελληνικό, που βάζει τόσο ψηλά (ακόμα και επικίνδυνα για τη λαϊκότητά του), τον πήχυ της τέχνης και όχι της αφήγησης. Είχε λόγο σοβαρό η Ρωσίδα σκηνοθέτης Αλα Κόβγκαν, αφού το «Cunningham» είναι ένα αφιέρωμα, 3D μάλιστα, σε ένα ιερό τέρας του σύγχρονου χορού, τον Αμερικανό επαναστάτη και ανανεωτή Μερς Κάνιγχαμ. Μας άφησε το 2009 στα 90 του χρόνια. So what; To στίγμα του, που σφυρηλατήθηκε στη διάρκεια εφτά δεκαετιών δημιουργίας, είναι ανεξίτηλο στο σύγχρονο χορό. Και το όνομά του κάνει παρέα στους άλλους μύθους της τέχνης του, την Ισιδώρα Ντάνκαν, την Μάρθα Γκράχαμ, τον Σερζ Ντιαγκίλεφ, τον Ζορζ Μπαλανσίν.

Η ταινία της Αλα Κόβγκαν, «Cunningham 3D», προβάλλεται στον κινηματογράφο Δαναός, από τη Film Trade. Δείτε και διαβάστε περισσότερα εδώ.

Οπα. Δεν είναι μουσειακός ο Κάνιγχαμ. Τεράστιος χορευτής -εκτός από χορογράφος- και ο ίδιος, έδινε το παρόν μέχρι τέλους. Το 1999, στα 80 του χρόνια, χόρεψε παρέα με τον Μπαρίσνικοφ ένα ντουέτο του, στο Λίνκολν Σέντερ. Και το 2002 έστειλε στο 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Καλαμάτας (πόσο τιμητικό για τον θεσμό που δημιούργησε και ανέδειξε η Βίκυ Μαραγκοπούλου) μια ειδική γι’ αυτόν δημιουργία του, το Kalamata Event! Δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ακόμα και για ένα ολοένα και πιο καλλιεργημένο κοινό, ο συνδιασμός Κάνιγχαμ στη χορογραφία και του μινιμαλιστή Τζον Κέιτζ στη μουσική. Η πρώτη βραδυά στο Αμφιθέατρο του Κάστρου προκάλεσε δυσφορία, όχι πάντως τις αποχωρήσεις και το ψιλογιουχάισμα, που είχαν συμβεί στο Ηρώδειο, πριν πολλά χρόνια. Η δε δεύτερη βραδυά, έκανε η εμπειρη ομάδα του μερικές σοφές προσαρμογές, αποθεώθηκε.

cunningham

Δεν μπορώ να φανταστώ φίλο της τέχνης και του σύγχρονου χορού, που δεν θα τρέξει να δει το ντοκιμαντέρ «Cunningham 3D». H αβάν γκαρντ γλώσσα του, μέσα από τα γυαλιά 3D, αποθεώνεται και σου δίνει απόλαυση, τόση που ούτε στο Μέγαρο, στη Στέγη, στην Καλαμάτα και στην Πειραιώς δεν είχες την ευκαιρία να νοιώσεις στη διάρκεια της πανδημίας.

Η σκηνοθέτης Αλα Κόβγκαν απάντησε, ενθουσιώδης, σε όλες τις απορίες μας.

Εχετε κάποια ιδιαίτερη σχέση με το χορό, κλασικό ή σύγχρονο, που σας ώθησε σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ;

Δεν έχω καμμιά σχέση με το χορό. Στα νεανικά μου χρόνια, στη Μόσχα, ήμουν επαγγελματίας παίκτρια του πινγκ-πονγκ, μέχρι εκεί έφτασε η... χορογραφία μου. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ήθελα να κάνω μια ταινία για τον Μερς Κάνιγχαμ, γιατί είναι το είδος του χορογράφου που δουλεύει στο διάστημα, δηλαδή έχει 16 χορευτές, που ο καθένας πηγαίνει σε διαφορετική κατεύθυνση, είναι αδύνατον να τους τραβήξεις σε ένα πλάνο. Αλλά είδα το «Pina», ένα 3D ντοκιμαντέρ του Βιμ Βέντερς και ένοιωσα ότι το 3D και ο χορός έχουν μεγάλη δυναμική, νοιώθεις πολύ κοντά στους χορευτές, σαν να κάνεις ένα βήμα και να μπαίνεις και 'συ μέσα στο χορό τους. Ηταν ακριβώς η εποχή που η Merce Cunningham Dance Company έδινε τις τελευταίες της παραστάσεις - «έκλεισε» στις 31 Δεκεμβρίου του 2011, ο Μερς είχε πεθάνει το 2009. Εβλεπα αυτές τις παραστάσεις στην Brooklyn Academy of Music και ξαφνικά μου πέρασε από το μυαλό ότι το 3D και ο Μερς θα έκαναν ένα καταπληκτικό ζευγάρι. Ετσι ξεκίνησαν όλα. Η ιδέα δεν ήταν να αιχμαλωτίσουμε τον χορό αλλά να μεταφράσουμε τον κόσμο του Μερς σε Κινηματογράφο, με το Κ κεφαλαίο, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία του 3D. Δεν είναι μόνο ότι εκφράζει και τονίζει τη σχέση των χορευτών μεταξύ τους μέσα στο χώρο, αλλά και ότι ευνοεί λήψεις διαρκείας, κινήσεις της κάμερας και πολλαπλά επίπεδα δράσεων. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι αν ζούσε ο Μερς, με 3D θα δούλευε κι αυτός, άλλωστε είχε πάντα μεγάλο ενδιαφέρον και περιέργεια για κάθε πρόοδο της τεχνολογίας στην εποχή του. Η ταινία, όμως, σε τελική ανάλυση, λειτουργεί τόσο σε 3D όσο και σε 2D. Είναι σαν να βλέπεις δυο διαφορετικές ταινίες. Aπλώς με το 3D η εμπειρία είναι πιο έντονη και πλήρης. Οι περισσότεροι θεατές σε λίγα λεπτά ξεχνάνε τα γυαλιά και βυθίζονται στην ταινία. Στο 2D αυτό που παίρνει το πάνω χέρι είναι η ιστορία, αλλά και οι σεκάνς χορού είναι πολύ δυνατές.

Γυρίζοντας το ντοκιμαντέρ «Cunningham» ανακάλυψα ένα εκπληκτικό και εμπνευσμένο ανθρωπο και νεωτεριστή. Τότε άρχισα να τον θαυμάζω ακόμα περισσότερο.»

Πότε και πώς ανακαλύψατε και αγαπήσατε τη δουλειά του Μερς Κάνιγχαμ;

Για εικοσιπέντε χρόνια ανήκα στο χώρο συνεργασίας κινηματογράφου και χορού. Ημουνα επιμελήτρια του International Dance Film Festival KINODANCE της Αγίας Πετρούπολης. Φυσικά και ήξερα τον Μερς Κάνιγχαμ. Είχα, μάλιστα, φέρει στη Ρωσία το 2006 τον Τσάρλι Ατλας, συνεργάτη του επί πολλά χρόνια, για να παρουσιάσει τις ταινίες του γι’ αυτόν. Εκείνη την εποχή, πάντως, πρέπει να πω ότι ήξερα πολύ λίγα πράγματα για τον Μερς ως ανθρωπο. Γυρίζοντας το ντοκιμαντέρ «Cunningham» ανακάλυψα ένα εκπληκτικό και εμπνευσμένο ανθρωπο και νεωτεριστή. Τότε άρχισα να τον θαυμάζω ακόμα περισσότερο. Η πρώτη μου επαφή με τη δουλειά του έγινε στα τέλη του 1990, είδα σε βίντεο το κομμάτι του «Variations V», έργο του 1965, που περιλάμβανε στο φόντο πολλές οθόνες, στις οποίες προβαλλόταν δουλειά του αβάν-γκαρντ Αμερικανού κινηματογραφιστή Σταν ΒανΝτερΜπικ. Eπιπλέον, εκτος από τους χορευτές, υπήρχαν κι άλλα αντικείμενα, όπως ένα φυτό, ένα ποδήλατο, ηλεκτρομαγνητικοί πόλοι και ογκώδεις ηλεκτρονικές εγκαταστάσεις συντονισμένες από τον συνθέτη Τζον Κέιτζ. Η εγγραφή είχε γίνει στο στούντιο NDR του Αμβούργου σε σκηνοθεσία του σουηδού Αρνε Αρνμπομ. Eνοιωσα δέος, δεν μπορούσα να φανταστώ κάποιον να οργανώνει σε ένα έργο τόσο διαφορετικά στοιχεία μαζί, και μάλιστα το 1965.

Ο Κάνιγχαμ, αν και μύθος για τον κόσμο του χορού, δεν είναι τόσο γνωστός και δημοφιλής σήμερα, δεν είναι ένα αστέρι σαν τον Σεργκέι Πολούνιν, για παράδειγμα, που να τραβάει κόσμο στις κινηματογραφικές αίθουσες. Πώς το αντιμετωπίσατε αυτό το πρόβλημα και προσπαθήσατε να το ξεπεράσετε;

Στον κόσμο του χορού κάθε ένας έχει και τη δικιά του εκδοχή για τον Μερς. Ηθελα να μοιραστώ την ιστορία και τον μύθο του με ανθρώπους που δεν ξέρουν από χορό. Πιστεύω ότι την ταινία μου μπορούν να τη δουν όλοι, δεν απαιτεί κανένα υπόβαθρο χορού, τέχνης ή ντοκιμαντέρ. Η πρόθεσή μου ήταν να διελευκάνω τον Μερς, να τον αφήσω να μιλήσει ο ίδιος για τον εαυτό του μέσα από το έργο του. Να διηγηθώ την ιστορία «πώς ο Μερς έγινε Μερς» και «τι σημαίνει να είσαι χορευτής και ανθρώπινος». Γιατί το πιο πολύτιμο πράγμα που έμαθα από αυτόν ήταν πώς να ζεις αποδεχόμενος μια αίσθηση αβεβαιότητας, κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο στη διάρκεια της πανδημίας και τώρα με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτό που εννοώ είναι ότι ως χορευτής είχε έντονη την επίγνωση της διαδικασίας γήρανσης, γιατί εργαλείο της δημιουργίας του ήταν το σώμα του. Επρεπε συνεχώς να προσαρμόζει, να διορθώνει αυτό που έκανε. Την εποχή που βρισκόταν στην ακμή των φυσικών του δυνατοτήτων, δεν έδινε παρά λίγες μόνο παραστάσεις τον χρόνο: για δεκαετίες ολόκληρες δεν είχε χρήματα, κοινό και κάλυψη από τον Τύπο. Αλλά επέμενε και συνέχιζε να επανεφευρίσκει τον εαυτό του. Υπάρχει κάτι το βαθειά ανθρώπινο σ’ αυτό. Ταπεινοφροσύνη και σεμνότητα. Ολοι μπορούν να ταυτιστούν μαζί του. Κάτι ακόμα που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι αν και ο Μερς ανήκε στην αμερικάνικη μεταπολεμική αβάν γκαρντ, δεν ήταν ελιτίστας, αλλά ανοιχτός στον οποιοδήποτε είχε την επιθυμία να γνωρίσει τη δουλειά του. Η ομάδα του γύριζε με ένα λεωφορείο όλη την Αμερική και έδινε παραστάσεις για όλους, είτε εκατό διανοούμενους είτε.. δώδεκα καλόγριες.

Χρησιμοποίησα, πάντως, και μερικά κινηματογραφικά τρικ για να κρατήσω τον θεατή μέσα στην ταινία. Την κτίσαμε σιγά-σιγά. Στην αρχή οι σεκάνς με χορό είναι σύντομες. Ξεκινήσαμε με σόλο, μετά ένα ντουέτο, ένα κουιντέτο και πάει λέγοντας. Ετσι, όταν προς το μέσο της ταινίας έρχεται το «Summerspace» ή προς το τέλος το «Rainforest», οι θεατές είναι ήδη μέσα στην ταινία και μπορούν να παρακολουθήσουν συνεχόμενα 4-5 λεπτά μιάς χορογραφίας. Με κάποιο τρόπο τους κρατάμε από το χέρι μέχρις ότου να είναι έτοιμοι να ταξιδέψουν μόνοι τους, να χαλαρώσουν και να αρχίσουν να βλέπουν πραγματικά την ταινία.

cunningham

Πήρατε και μια πρωτότυπη απόφαση για ντοκιμαντέρ, εστιάσατε κατευθείαν στη δουλειά και φιλοσοφία του και όχι στη ζωή του. Γιατί;

Τα περισσότερα ντοκιμαντέρ για χορογράφους εστιάζουν στη ζωή τους. Μαθαίνεις πού γεννήθηκαν, με ποιους σπούδασαν και ποιοyς παντρεύτηκαν. Αλλά δεν έχεις πραγματική εμπειρία από το έργο τους. Ο χορός σ’ αυτές τις ταινίες χρησιμοποιείται ως παραγέμισμα. Αποφάσισα να το αντιστρέψω. Ηθελα να πω την ιστορία του Μερς μέσα από τη δουλειά του και να προμηθεύσω λίγα, αναγκαία βιογραφικά στοιχεία έτσι ώστε να επιτρέψω στους θεατές να προσανατολιστούν. Αλλωστε, την εποχή που ξεκίνησα, είχαν ήδη γυριστεί 18 ντοκιμαντέρ για τον Μερς. Κυνήγαγα κάτι μοναδικό και διαφορετικό. Τη δημιουργία μιaς κινηματογραφικής εμπειρίας.

Στην εποχή μας, πάντως, η μακρόχρονη ερωτική του σχέση (και συνεργασία) με ένα άλλο θηρίο της τέχνης, τον συνθέτη Τζον Κέιτζ, θα είχε κάποιο λόγο να παρουσιαστεί εκτενέστερα. Και πάλι την θίγετε ελάχιστα, γιατί;

Η ιστορία του Μέρς και του Τζον είναι σύνθετη. Πέρασαν μαζί πολλά χρόνια, αλλά η σχέση τους είχε διάφορα στάδια. Επιπλέον δεν ήταν τόσο ευθείς και ειλικρινείς γι’ αυτήν, προστάτευαν τους εαυτούς τους, ανήκαν σε μια πολύ διαφορετική γενιά και εποχή. Ετσι αποφάσισα να δουλέψω με ό,τι ήταν δημόσιο και διαθέσιμο, όπως οι επιστολές τους. Πρόσφατα η Λόρα Κουν, η διευθύντρια του John Cage Trust, δημοσίευσε έναν τόμο με επιστολές που είχαν ανταλλάξει και ο Αλαστερ ΜακΚόλεϊ, πρώην κριτικός χορού στους New York Times, ετοιμάζει ένα βιβλίο για το ζευγάρι. Είμαι σίγουρη ότι όσοι ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα γι’ αυτούς, θα βρουν τον τρόπο. Γενικά, όντας κατά βάθος φορμαλίστρια, προτίμησα να μείνω πιστή στις ιδέες του για τη φόρμα, να βρώ γι’ αυτές μια κινηματογραφική γλώσσα αντί να επιχειρήσω ένα ψυχαναλυτικό ταξίδι στην ερωτική τους ζωή.

Αν και ο Μερς ανήκε στην αμερικάνικη μεταπολεμική αβάν γκαρντ, δεν ήταν ελιτίστας, αλλά ανοιχτός στον οποιοδήποτε είχε την επιθυμία να γνωρίσει τη δουλειά του. Η ομάδα του γύριζε με ένα λεωφορείο όλη την Αμερική και έδινε παραστάσεις για όλους, είτε εκατό διανοούμενους είτε... δώδεκα καλόγριες.»

alla kovgan

Είναι εντυπωσιακό το αρχειακό υλικό της ταινίας σας. Πώς ήταν η συνεργασία σας με το Merce Cunningham Trust; Κτίστηκε εύκολα;

Xρωστάω ευγνωμοσύνη στο Merce Cunningham Trust, που μου επέτρεψε να κάνω τη ταινία, μου έδωσε άδεια να δείξω χορογραφίες του, αλλά και πλήρη πρόσβαση στο αρχείο του. Και όλα αυτά χωρίς κανένα έλεγχο πάνω στις επιλογές μου, είδαν την ταινία όταν ήταν έτοιμη. Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στον ιστορικό του Κάνιγχαμ, Ντέιβιντ Βον, που δεν έζησε για να δει ολοκληρωμένη την ταινία, γι’ αυτό και του την αφιερώνω. Συνάντησε τον Μερς το 1950 και έγινε ο αρχειοφύλακας της ομάδας του. Με υποστήριξε από τα πρώτα μου βήματα. Χάρη στην καρτελοθήκη, στην οποία κατέγραφε όλες τις εμφανίσεις του Μερς, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι έλειπαν ορισμένα υλικά από το τέραστιο αρχείο Cunnigham - ο Μερς είχε εμμονή με το αρχείο του, από το 1942 έως το 1972 είχαν φωτογραφήσει τη δουλειά του τουλάχιστον 72 φωτογράφοι! Εν πάσει περιπτώσει, αντιπαραβάλλοντας τις κάρτες του Ντέιβιντ με τις αναφορές στο βιβλίο «Change and Circumstance» της Κάρολιν Μπράουν, ανακάλυψα στο Κινηματογραφικό Αρχείο του Αμβούργου δυο χαμένες χορογραφίες του Μερς, «Changeling» και «Springweather and people». Σαν από θαύμα. Κανείς δεν τις είχε δει για πενήντα χρόνια. Συνειδητοποίησα ότι είχαμε ήδη το «Changeling» σε μια από τις ταινιούλες που είχε τραβήξει ο σύζυγος μιας από τις χορεύτριες του Μερς. Σ’ αυτήν φαίνεται να το χορεύει ο ίδιος ο Μερς στις αρχές και στο τέλος της δεκαετίας του ’50 και μετά ο Σάιλας Ράινερ το 2018. Αυτή είναι η δύναμη του κινηματογράφου: μπορούμε να φέρουμε μαζί, στην ίδια ταινία, όλες αυτές τις διαφορετικές στιγμές του χρόνου.

cunningham

Eνα μεγάλο δώρο που μας προσφέρει η ταινία σας είναι οι ίδιες οι χορογραφίες του Κάνιgχαμ, σε νέες εκτελέσεις, ειδικά για σας και εμάς. Τι είδος δυσκολίας και πρόκλησης αποτελούσαν για μια σκηνοθέτη;

Ο χορός και ο κινηματογράφος βρίσκονται πάντα σε σύγκρουση γιατί αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικά το χρόνο και το χώρο. Συνήθως αναγκάζεσαι να διασκευάσεις και προσαρμόσεις τη χορογραφία. Αλλά, εφόσον ο Μερς δεν ήταν μαζί μας, εμείς δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε τίποτα. Κι αυτό ήταν μια πρόκληση. Ο χρόνος προετοιμασίας ήταν απέραντος. Μας πήρε έξι μήνες για να επιλέξουμε από τα 80 έργα που έκανε ο Μερς το διάστημα 1942-1972, δεκατέσσερα και να τα ξαναφανταστούμε σε 3D - μας βοήθησαν οι στενοί συνεργάτες του επί δεκαετίες, Ρόμπερτ Σουίνστον και Τζένιφερ Γκόγκανς. Επρεπε να σκεφτούμε κάθε έργο με κινηματογραφικούς όρους και βασιστήκαμε στην εννοιολογική τους διάσταση. Αν μια χορογραφία βασίζεται στην πτώση (όπως το «Winterbrunch»), τη γυρίζαμε σε μια οροφή. Αν το θέμα της είναι η σωματική συνάφεια και εγγύτητα, βρίσκαμε ένα τρόπο να δημιουργήσουμε μια αίσθηση εγκλεισμού (όπως στο «Crises»). Kάναμε πολλές πρόβες τόσο με τους χορευτές όσο και με την κάμερα, γιατί η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να ευθυγραμμίσουμε τη χορογραφία των χορευτών με τη χορογραφία της κάμερας, το συνεργείο και ο χειριστής του steadycam έπρεπε κυριολεκτικά να χορεύουν! Κάναμε γυρίσματα σε Η.Π.Α., Γαλλία και Γερμανία, δεκαοχτώ μόνο μέρες, ακόμα δεν έχω καταλάβει πώς τα καταφέραμε, μου φαίνεται σαν θαύμα, σα να μας παρέστεκε ο Μερς. Στο γύρισμα επικρατούσαν συνθήκες στρατιωτικού καθεστώτος, όλα ήταν σχεδιασμένα με το δευτερόλεπτο.

Χρωστάω ευγνωμοσύνη στην Film Trade, που πάλεψε για την διανομή της στην Ελλάδα. Χωρίς σκληροπυρηνικούς τύπους σαν τον Βασίλη Σουραπά ο κινηματογράφος δεν θα είχε επιβιώσει αυτής της πανδημίας.

Πώς ήταν μέχρι σήμερα η πορεία της ταινίας σας; Είστε ευχαριστημένη; Επεσε, άλλωστε, πάνω στην πανδημία.

Η ταινία θα έβγαινε σε 35 χώρες, από Η.Π.Α ., Γαλλία και Γερμανία μέχρι Αυστραλία, Κίνα και Νότια Κορέα. Κάναμε πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Τορόντο, μετά στο φεστιβάλ της Νεας Υόρκης και στο BFI του Λονδίνου. Αλλά ήταν 2019. Η πανδημία ξέσπασε και από τις 35 χώρες καταφέραμε να βγούμε σε οχτώ, ενώ η βρετανική διανομή διακόπηκε απότομα μια μέρα μετά την πρεμιέρα μας στο Barbican, τον Μάρτιο του 2020. Παρόλα αυτά, μέσα στο 2020 η διανομή ξαναπήρε φόρα στην Ευρώπη, αλλά και σε Ζηλανδία και Αυστραλία, προφανώς με περιορισμένο κοινό. Σε γενικές γραμμές, είμαι πολύ ευτυχισμένη που οι διανομείς δεν το βάζουν κάτω και συνεχίζουν να φέρνουν την ταινία στις αίθουσες. Χρωστάω ευγνωμοσύνη στην Film Trade, που πάλεψε για την διανομή της στην Ελλάδα. Χωρίς σκληροπυρηνικούς τύπους σαν τον Βασίλη Σουραπά ο κινηματογράφος δεν θα είχε επιβιώσει αυτής της πανδημίας.

Η ταινία της Αλα Κόβγκαν, «Cunningham 3D», προβάλλεται στον κινηματογράφο Δαναός, από τη Film Trade. Δείτε και διαβάστε περισσότερα εδώ.