Πρώτη ταινία εδώ και έξι χρόνια για τον Αλέξανδρο Βούλγαρη μετά το «Ροζ» που εδώ υπογράφει ως The Boy, μια μεσαίου μήκους που βρίσκεται στα όρια ενός art film για την Αθηνά Τσαγγάρη μετά το «Attenberg». Ταινίες που μιλούν μια δική τους γλώσσα που επιλέγουν διαφορετικά εκφραστικά μέσα, αλλά που ξεκινούν από κάποιες κοινές αφετηρίες και μοιράζονται την τόλμη και το όραμα δυο σκηνοθετών με ιδιαίτερη και ξεχωριστή ματιά.
Το φιλμ της Τσαγγάρη είναι μια ιστορία gothic ενηλικίωσης σε έναν κόσμο γυναικών κάτω από το άπλετο φως ενός ελληνικού νησιού, αυτό του The Boy, ένα κρυπτικό φιλμ επιστημονικής φαντασίας για την προσπάθεια επιβίωσης μιας ομάδας ανθρώπων σε ένα νησί μακριά από τους μολυσμένους.
Μπορεί να διαφέρουν στο ύφος, στην φόρμα, όμως εκτός του ότι σύμφωνα με τους δημιουργούς τους και οι δυο είναι ταινίες «είδους», τα δύο φιλμ μοιάζουν να μοιράζονται έναν κοινό «ιό» στο DNA τους που κάνει την συνυπαρξή τους σχεδόν αυτονόητη: αυτόν μιας ασυμβίβαστης δημιουργικότητας κι ενός πλούτου ιδεών που σαλεύει κάτω από την επιφάνειά τους, μεταμορφώνοντας τες μαζί, σε κάτι παραπάνω από δυο απλές ταινίες. Δίνοντας τους την σφραγίδα ενός από τα πιο ενδιαφέροντα κινηματογραφικά γεγονότα της χρονιάς.
Πως και πότε αποφασίσατε να προβάλετε τις δύο ταινίες σε ένα κοινό πρόγραμμα;
Αθηνά Τσαγγάρη: Το αποφάσισε το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για μας, το οποίο τις ένωσε σε ένα κοινό πρόγραμμα και βλέποντας τες μαζί είπαμε τέλεια, ταιριάζουμε, αρραβωνιαστήκαμε!
Τι θα λέγατε ότι τις ενώνει κατά τη γνώμη σας; Εκτός από το γεγονός της κοινής προβολής τους;
Αλέξανδρος Βούλγαρης: Κοίτα νομίζω ότι είναι δυο ταινίες που η κάθε μια με τον τρόπο της προσπαθεί να αναθεωρήσει κάποια πράγματα γύρω από το σινεμά, σε ένα τεχνικό επίπεδο αλλά όχι μόνο. Και το γεγονός ότι είναι δυο ταινίες δύσκολες να τις διανείμεις, μας βοήθησε να σκεφτούμε αυτή τη σύμπραξη. Ήταν ενδιαφέρον γιατί με κάποιο τρόπο και το κοινό στο φεστιβάλ ήταν λίγο σαν να τις εκλάμβανε ως πακέτο.
Αθηνά Τσαγγάρη: και οι δυο είναι ταινίες είδους που φλερτάρουν με την επιστημονική φαντασία, τον τρόμο, την φαντασία, από δύο διαφορετικές σκοπιές. Και οι δύο σε βάζουν σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό αλλά πολύ ιδιαίτερο, μαζί δημιουργούν κάτι σαν μια «προβολή εμπειρία».
Αλέξανδρος: Βρίσκω επίσης ότι είναι δυο ταινίες άκρων: Στο φιλμ της Αθηνάς υπάρχει μια ακραία ομορφιά στα πρόσωπα, στη φωτογραφία, στα ρούχα, και στη δική μου μια επίσης ακραία κατάσταση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μια ασχήμια της εικόνας, των προσώπων, του ήχου. Και νομίζω ότι είχε ενδιαφέρον να βλέπεις τη μία μετά την άλλη.
The Capsule (photo by Despina Spyrou)
Πως έγιναν αυτά τα φιλμ. Ξεκινήσατε από διαφορετικές αφετηρίες, δουλέψατε με διαφορετικούς τρόπους. Θα ήθελα να μάθω την διαδικασία που σας οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα.
Αλέξανδρος: Νομίζω ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά στη διαδικασία που ακολουθήσαμε. Μπορεί στην δική μου περίπτωση η ταινία να μην προέκυψε από μια ανάθεση όπως της Αθηνάς, αλλά το φιλμ γεννήθηκε μέσα από μια θεατρική παράσταση, το «1984» που με κάποιο τρόπο μου ανατέθηκε, ή έστω μου ζητήθηκε να σκηνοθετήσω. Πάνω στο υλικό που είχαμε γράψει πέρα από το ίδιο το έργο, βασίστηκε το φιλμ. Σκεφτήκαμε να κρατήσουμε αυτό το υλικό και να κάνουμε κάτι άλλο. Οπότε και για μένα η διαδικασία του «Χιγκίτα» ήταν διαφορετική από αυτή μιας «κανονικής», συνηθισμένης ταινίας. Και η δική μου ταινία προέκυψε από κάτι που δεν είχε να κάνει με μια δική μου πρωτογενή σκέψη. Και ίσως και στην περίπτωση των δυο μας, επειδή δεν υπήρχε το άγχος μιας ολοκληρωτικά «δικής μας ταινίας», ίσως γι αυτό βγήκε κι αυτή η ελευθερία στο επίπεδο της φόρμας. Και ίσως επειδή και οι δυο σαν παραγωγή δεν επιβάρυναν εμάς: για μένα ήταν μια πολύ φτηνή ταινία που ακόμη κι αν δεν λειτουργούσε, θα μπορούσα πολύ απλά να την ξεχάσω, της Αθηνάς ήταν ένα φιλμ για το οποίο δεν είχε το άγχος των χρημάτων...
Αθηνά: Στην περίπτωσή μου η ταινία ήταν μια «ανάθεση» από το DESTE. Ισως ακούγεται παράξενο, αλλά δεν είναι καθόλου αν σκεφτείς το πόσο στο παρελθόν έχει απελευθερωθεί το σινεμά από αυτό που θα λέγαμε «ανάθεση». Για παράδειγμα, μέσα από το σύστημα των στούντιο που γέννησε όλους αυτούς τους auteur. Φαντάσου να έρχεται κάποιος και να σου λέει, τον επόμενο μήνα θα κάνεις ένα γουέστερν. Κι αυτό είναι το σενάριο, αλλά μπορείς να κάνεις ότι θέλεις. Μπορεί να ακούγεται περιοριστικό, αλλά ήταν το σύστημα που γέννησε σκηνοθέτες όπως ο Τζον Φορντ ή ο Χάουαρντ Χοκς. Και νομίζω ότι ειδικά σε ένα σινεμά είδους είναι πολύ απελευθερωτικό να μην ξεκινήσεις από μια πολύ προσωπική ταινία, ή ένα πολύ δικό σου σενάριο το οποίο έτσι και δεν βγει σωστά θα καταρρακωθείς...
Ο μόνος περιορισμός ήταν να χρησιμοποιήσεις κάποια συγκεκριμένα κοστούμια;
Αθηνά: Τα οποία διάλεξα εγώ. Ούτως ή άλλως, ήταν μια δημιουργική διαδικασία από την αρχή. Το DESTE fashion project του Δάκη Ιωάννου λειτουργεί ως έξης: ένας καλλιτέχνης προσκαλείται να διαλέξει πέντε κομμάτια από haute couture ή από conceptual μόδα που να τα θεωρεί ο ίδιος έργα τέχνης και να τα ενσωματώσει σε ένα καινούριο έργο που θα δημιουργήσει. Οπότε ακόμη και η διαδικασία εύρεσης αυτών των κοστουμιών ήταν κάτι πολύ δημιουργικό καθώς θα έπρεπε να τα ενσωματώσω σε αυτό το ελληνικό gothic που ήθελα να κάνω. Και ήταν ένα project που μου έδωσε απεριόριστη ελευθερία. Είχα τρεις μήνες και πέντε κοστούμια που μου πήρε αρκετούς μήνες να τα βρούμε, γιατί δεν με ενδιέφερε καθόλου να κάνω ένα κομμάτι μόδας, ή ένα fashion video, αλλά να τα αντιμετωπίσω σαν κοστούμια μιας ταινίας. Και μετά η συνεργασία με την Αλεξάντρα Βαλισέφσκα με τους πίνακές της, με το φοβερό καστ που ήρθε απόλυτα πρόθυμο να μπει σε αυτή την τρέλα των τριήμερων γυρισμάτων στην Υδρα. Ηταν ένα πείραμα που δεν το έχω ξανακάνει, από την άλλη όμως ήταν μια πολύ τυπική κινηματογραφική διαδικασία. Δεν έχω ξανακάνει κάτι για τον χώρο της τέχνης, αλλά το αντιμετώπισα ως κάτι που δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να κάνω, αλλά επειδή μου δόθηκε αυτή η δυνατότητα, θέλησα να το δοκιμάσω, και μαζί και τα εργαλεία μου για μια επόμενη ταινία.
Αλέξανδρος: Εμείς είχαμε κάνει τέσσερις μήνες πρόβες και δύο μήνες παραστάσεις, και παρ ότι άλλαξα πολλά πράγματα στο υλικό, το έκανα πάντα με τη λογική να μην πειράξω κάτι που θα χρειαστεί περαιτέρω δουλειά με τους ηθοποιούς. Σκεφτόμουν αρχικά να την κάνω με ένα μικρό συνεργείο, μέχρι που αποφάσισα να την κάνω εντελώς μόνος, το οποίο αυτόματα άλλαξε τη διαδικασία. Δεν είχαμε διευθυντή φωτογραφίας, οπότε έπρεπε να γυρίζουμε μόνο μέρα, η απουσία ηχολήπτη έφερε την επιλογή της φωνής off, διάφορα τέτοια πράγματα, κι αυτό που κάναμε ήταν δύο μέρες γύρισμα στην Αθήνα κι εφτά μέρες στην Ανδρο, εγώ και οι ηθοποιοί. Ηταν μια διαδικασία που με βοήθησε να δοκιμάσω αν μπορώ να ξαναβρώ τη σχέση μου με το σινεμά που ήταν λίγο μπερδεμένη μετά το «Ροζ». Και κάτι σαν ένα τεστ για να δω αν ποτέ βρεθώ στην ανάγκη να κάνω μια ταινία χωρίς καθόλου λεφτά, θα μπορέσω να κάνω ένα φιλμ που να με ικανοποιεί.
Higuita
Θα λέγατε ότι τα φιλμ ανήκουν σε κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πειραματικό σινεμά;
Αθηνά: Οχι. Αλλωστε είναι πολύ δύσκολο να μιλάμε για πειραματικό σινεμά στις μέρες μας.
Αλέξανδρος: Τι είναι πειραματικό σινεμά πλέον; Η Pixar είναι πειραματικό σινεμά σήμερα. Πειραματικό σινεμά κάνει αυτός που βρίσκει κάτι καινούριο. Ένα καινούριο φάρμακο.
Αθηνά: Αυτό που κάνουμε είναι μια σύνθεση αναφορών. Η ταινία του Αλέξανδρου είναι μια ταινία που παραπέμπει περισσότερο στις απαρχές του σινεμά παρά σε μια καινούρια φόρμα. Το Capsule εκατό τοις εκατό μη πειραματικό. Είναι μια ταινία με τρεις πράξεις. Διαφωνώ πλήρως με την γκετοποίηση που συμβαίνει μεταξύ ενός «πειραματικού» ή πιο εικαστικού σινεμά σε αντίθεση με ένα mainstream κινηματογράφο. Η μόνη διαφορά που βρίσκω είναι ανάμεσα σε εμπορικές μη εμπορικές ταινίες. Από κει και πέρα μπορείς να έχεις μια εμπορική ταινία που να είναι πιο σινεφίλ, γεμάτη αναφορές κάτι που συμβαίνει όλο και περισσότερο με σκηνοθέτες που έχουν σπουδάσει σινεμά, αν και η μισή ζωή όλων μας περνά βλέποντας σινεμά. Κοιτάζοντας τις ταινίες του Φίντσερ για παράδειγμα αναγνωρίζεις έναν εμπορικό σκηνοθέτη με μια εμμονική σχεδόν σινεφιλία.
Αλέξανδρος: Αυτό που κάνουν οι ταινίες μας, είναι ότι προσπαθούν να αναρωτηθούν πάνω σε θέματα της παλέτας του σινεμά. Και το να μην τις περιγράφουμε ως πειραματικές είναι κατά τη γνώμη μου μια δήλωση. Γιατί το να περιγράψω την ταινία μου σαν πειραματική είναι σαν να αποδέχομαι ότι το φυσιολογικό για μια ταινία είναι η καλή ποιότητα εικόνας, οι άνθρωποι να μιλάνε με τη φωνή τους...
Αθηνά: Κι επίσης ότι οι ταινίες γίνονται βάσει μιας πολύ συγκεκριμένης συνταγής.
Αλέξανδρος: Οι ταινίες δεν οφείλουν να αναπαριστούν την πραγματικότητα, ή ακόμη κι αν το κάνουν δεν είναι απαραίτητο να το κάνουν με τον ίδιο τρόπο. Με την ίδια λογική που στους πίνακες του Νταλί οι γραμμές είναι πεντακάθαρες, ενώ σε αυτούς του Βαν Γκόνγκ το ακριβώς αντίθετο. Κι ακόμη και οι κινηματογραφιστές πολλές φορές έχουν μια συντηρητική νοοτροπία απέναντι σε τέτοια εργαλεία Μια κάμερα είναι καλή για παράδειγμα όταν έχει καλή ανάλυση, αλλά για μένα δεν είναι απαραίτητα έτσι. Οπότε και τα δυο φιλμ δοκιμάζουν την παλέτα των εργαλείων μας σε κάθε επίπεδο όχι μόνο τεχνικό. Δοκιμάζουμε αν θες να κάνουμε κάτι διαφορετικό, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν το έχουν κάνει άλλοι πριν από εμάς.
Αθηνά: Οπως για παράδειγμα η απόφαση μου να κάνω μια greek gothic είναι μια απόδοση, δεν είναι πείραμα, είναι η απόδοση ενός συγκεκριμένου κώδικα. Η γκετοποίηση που συμβαίνει αυτόματα όταν περιγράφεις μια ταινία ως πειραματική, έμενα με χαλάει. Και νομίζω ότι κάνει το ίδιο και στο κοινό. Βάζεις αμέσως μια ταμπέλα που απαγορεύει σε κάποιους να ζήσουν μια περιπέτεια που ίσως να τολμούσε.
Αλέξανδρος: Το περίεργο είναι ότι και οι δυο ταινίες έχουν βάση σε exploitation είδη. Για μένα η ταινία μου είναι λίγο σαν τα πρώτα φιλμ του Εϊμπελ Φεράρα, ενώ της Αθηνάς μου θυμίζει κάτι σαν τα giallo ή το σπαγγέτι γουέστερν, ένα κινηματογραφικό είδος που έχει φτιαχτεί κάπου αλλού υπό άλλες συνθήκες κι εσύ το παίρνεις και το εντάσεις στο δικό σου κόσμο.
The Capsule (photo by Despina Spyrou)
Αθηνά: Ευτυχώς το σινεμά είναι πλέον τόσο απελευθερωμένο, ώστε να μπορούμε άνετα να κάνουμε μια μίξη φόρμας ή ειδών, δίχως να χρειάζεται να απολογούμαστε. Και νομίζω ότι και το κοινό είναι πολύ πιο έτοιμο, πιο ώριμο να αποδεχτεί κάτι τέτοιο, κι όχι μόνο από κάποιου είδους εκπαίδευση, αλλά ακόμη κι από τη γλώσσα του youtube αν θες.
Αλέξανδρος: Το είδες και στη Θεσσαλονίκη. Ισως παλιότερα με τέτοιου είδους ταινίες ίσως να τρώγαμε ξύλο (γελια). Πάντως εμένα μου αρέσουν οι πιο ταινίες που είναι πολυδιάστατες εμπειρίες. Ωραίοι οι Radiohed αλλά είναι ελλείπείς εξ αιτίας του ότι είναι μόνο μελαγχολικοί. Γι αυτό μου αρέσει ο Λιντς που είναι και καβλωτικός και αστείος και τρομακτικός και παράδοξος, είναι ζωή, όλα μέσα. Οπως και Beatles . Δεν μου αρέσει το μονοδιάστατο σινεμά. Κι ένα άλλο πρόβλημα που βρίσκω είναι η σοβαροφάνεια. Μερικές φορές νιώθεις ότι οι σκηνοθέτες με κάθε ταινία τους είναι σαν να δίνουν εξετάσεις σοβαρότητας. Πολύ λίγοι πραγματικά ανοίχτηκαν στη γελοιότητα. Οπως ο Φελίνι για παράδειγμα.
Αθηνά: Ο Μπουνιούέλ, ο Φαμπίντερ... Γενικά οτιδήποτε προκειμένου να νικήσουμε τη σοβαροφάνεια.
Higuita
Πως θα περιγράφατε ο ένας την ταινία του άλλου;
Αλέξανδρος: Θα έλεγα ότι είναι μια ταινία... αλλά μπορεί να είναι δικό μου θέμα, γιατί έχω τα δικά μου ζητήματα με την ομορφιά... θα έλεγα ότι είναι μια ταινία για την ομορφιά. Υπάρχει παντού η αίσθηση της ομορφιάς. Και νομίζω ότι προκύπτει κι από την αρχική ιδέα, των ρούχων. Και ναι μπορεί να είναι μια ταινία τρόμου για την ομορφιά όπως λέει η Αθηνά, αλλά εγώ ένοιωσα σοκαρισμένος από την ομορφιά της. Σε μια εποχή που κυριαρχεί η ασχήμια, με την ταινία της Αθηνάς έπαθα κάτι που είχα πάθει και με το «Δέντρο της Ζωής» του Τέρενς Μάλικ, ένα σοκ από την ομορφιά της. Μια βόμβα ομορφιάς και αισθήσεων. Και στην εποχή μας, κάτι τέτοιο το θεωρώ απόλυτα σοκαριστικό. Με την καλύτερη έννοια της λέξης.
Κι εσύ Αθηνά;
Αλέξανδρος: Σαν μια βόμβα ασχήμιας (γέλια)
Αθηνά: Τη βλέπω σαν κάτι παραπάνω από μια κινηματογραφική ταινία, σαν ένα γεγονός. Σαν να συμμετάσχω σε μια τελετή που έχει κατασκευάσει ο Αλεξανδρος για μιας και μια συναισθησιακή εμπειρία. Η συναισθησία στο σινεμά είναι κάτι που πολύ σπάνια έχω δει να φτάνει σε έναν τέτοιο βαθμό πυκνότητας. Πραγματικά ταράχτηκα πολύ με αυτή την ταινία. Ειναι μια από εκείνες τις εμπειρίες που σώμα, ψυχή, πνεύμα ταράζεται δίχως να καταλαβαίνεις γιατί, χωρίς να θέλεις να καταλάβεις γιατί. Μπαίνεις στην ταινία και είναι σαν έναν συγκινητικός, συγκλονιστικός εφιάλτης από τον οποίο δεν μπορείς να ξεφύγει. Και ήταν τέτοιο το επίπεδο των ερεθισμάτων που μερικές φορές απλά δεν μπορούσα να κοιτάξω. Εκλεινα τα μάτια αλλά έβλεπα ακόμη την ταινία. Ηταν σαν ένα τραγούδι 80 λεπτών. Σαν να βλέπω ένα τραγούδι, ένα σονέτο και να ακούω μια ταινία...
Διαβαστε την κριτική του Flix για το «The Capsule» και το «Higuita», τα οποία παίζονται μαζί από το Σάββατο 16 Μαρτίου σε επιλεγμένες προβολές στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας.
Διαβάστε ακόμη: