Οι, χωρίς αμφιβολία σπουδαίοι, Βέλγοι δημιουργοί μοιάζει να έχουν εγκλωβιστεί στη σχολή που οι ίδιοι δημιούργησαν. Το σινεμά των αδελφών Νταρντέν έχει ταυτότητα τόσο ξεκάθαρη, όσο το πηγαίο νερό. Φυσικοί φωτισμοί, συχνά ερασιτέχνες ηθοποιοί, ρεαλισμός, απουσία μουσικής, όσο πιο κοντά μπορεί το σινεμά μυθοπλασίας να φτάσει στο ντοκιμαντέρ. Αυτό είναι το ύφος που τους καθιέρωσε, που τους χάρισε πλειάδα βραβείων στις Κάννες και αλλού, που του έκανε role models για φερέλπιδες σκηνοθέτες.

Η νέα τους ταινία δεν ξεφεύγει από αυτή τη φόρμα. Η έφηβη Λοκίτα κι ο μικροσκοπικός Τόρι είναι δυο παιδιά που διέφυγαν από τη χώρα τους στην Αφρική και ταξίδεψαν, πρόσφυγες, μέχρι την Ευρώπη, αναζητώντας σωτηρία. Παρουσιάζονται ως αδέλφια κι η φιλία τους πραγματικά ξεπερνά και τους δεσμούς αίματος. Προστατεύουν ο ένας τον άλλον από τους άφθονους κινδύνους με τους οποίους έρχονται αντιμέτωποι, σ' ένα κόσμο πολύ εχθρικό για να τους δεχτεί. Οταν καταχρηστικά χωριστούν, ο Τόρι θα κάνει τα πάντα για να ξαναβρεί τη Λοκίτα, για να συνεχίσουν τη γεμάτη αντιξοότητες αλλά και απύθμενη αγάπη κοινή ζωή τους.

Το τεράστιο κεφάλαιο των ασυνόδευτων παιδιών πιάνουν στη μακριά πορεία της κοινωνικής κριτικής τους οι αδελφοί Νταρντέν και το κάνουν με τον ανθρωπισμό που τους χαρακτηρίζει. Το σύμπαν που χτίζουν γι' αυτά είναι γεμάτο απειλητικές φιγούρες (σαν τον ντίλερ που τα "προσλαμβάνει", όπου και συναντάμε τον Αλμπάν Ουκάζ, πρωταγωνιστή πριν μια δεκαετία του «J.A.C.E.» του Μενέλαου Καραμαγγιώλη), αλλά και σκανταλιές και γέλια, σαν αυτά που ποτέ δεν λείπουν από μια παιδική καρδιά. Η ιστορία τους αντιμετωπίζεται όχι με μελόδραμα αλλά με πραγματισμό, η δομή της ταινίας χτίζεται προς μια ανατροπή που, όντως, ξαφνιάζει όταν προκύπτει.

Από την άλλη πλευρά το ίδιο το σενάριο της ταινίας και ειδικά οι διάλογοι είναι τόσο «περιποιημένοι» που καταλήγουν να μοιάζουν διδακτικοί. Η χρήση των ερασιτεχνών ηθοποιών σημαίνει εδώ (όχι πάντα και παντού), ερμηνείες πιο κοντά στην «ανάγνωση», με λέξεις και ύφος που ούτε, στ' αλήθεια, ταιριάζουν στους ήρωες, ούτε και οι ηθοποιοί τα αποδίδουν με φυσικότητα. Το χειρότερο, ακριβώς εξαιτίας αυτής της έλλειψης πειστικότητας, η ταινία καταλήγει να αγγίζει μια αντιμετώπιση των ηρώων ελαφρώς υποτιμητική, γραφική, οπωσδήποτε όχι από πρόθεση, αλλά ίσως από υπερβολική σιγουριά. Προς το παρόν, θα περιμένουμε οι αδελφοί Νταρντέν να επιστρέψουν σε φόρμα.