Το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» ξεκινάει με ένα ναυάγιο προσφύγων στον Πειραιά, που πέφτουν στη θάλασσα μόνοι τους, μετά την άρνηση του ελληνικού κράτους να τους δώσει πολιτικό άσυλο. Η ίδια ταινία τελειώνει 2 ώρες και 15 λεπτά περίπου με το ίσως πιο όμορφο, εμβληματικό και χαρακτηριστικό πλάνο σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του Θόδωρου Αγγελόπουλου: τους τεχνικούς που ανεβαίνουν στους τηλεφωνικούς στύλους με τις κίτρινες στολές εργασίας τους, σαν έντομα, πτηνά ή κουκκίδες στο χώρο και το χρόνο αναζητώντας επικοινωνία με την… άλλη πλευρά.

Ανατριχιάζεις σήμερα, περίπου τριάντα χρόνια μετά, με το εντελώς επίκαιρο τότε και ταυτόχρονα προφητικό βλέμμα του Θόδωρου Αγγελόπουλου σε μια τραγική συνθήκη που συμβαίνει ακόμη και σήμερα στις ελληνικές θάλασσες, ειδικά όταν επιβεβαιώνεις την ευφυία της ιδέας μιας πόλης που ονομάζεται «Αίθουσα Αναμονής» επειδή εκεί έχουν ξεμείνει πρόσφυγες που περιμένουν το πράσινο φως για να ταξιδέψουν στις καινούριες τους «πατρίδες». Και κυρίως επειδή ανακαλείς αυτήν την αινιγματική ατάκα στο φινάλε: «Γιατί να μην υποθέσουμε πως αυτή τη στιγμή είναι 31 Δεκέμβρη 1999;» που δίνει σε ολόκληρη την ταινία μια αίσθηση φανταστικού ή, πιο κοντά στην ποιητική του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ενός ονείρου που διαδραματίζεται εκτός χρόνου, χώρου, γεωγραφικών συντεταγμένων.

Στο ίδιο αχαρτογράφητο σύμπαν ζει και το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού», η ταινία που ήρθε μετά τον «Μελισσοκόμο» και το «Τοπίο στην Ομίχλη» για να επιβεβαιώσει το metaverse του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Σε αυτήν την ταινία ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, σε άλλο ρόλο, είναι όμως ο νυν ανώνυμος «Μελισσοκόμος» στο τράνζιτ μιας ζωής που έχει τελειώσει ή που δεν ξεκίνησε ποτέ, τα σύνορα έρχονται σαν απόηχος από το ταξίδι των δυο παιδιών στο «Τοπίο στην Ομίχλη» (σε εκείνη την ταινία είχαμε δει και τους ηθοποιούς του «Θιάσου» να μπαινοβγαίνουν στην ιστορία), ενώ o Αλέξανδρος είναι ξανά εδώ από το «Ταξίδι στα Κύθηρα» μέχρι τον «Μεγαλέξαντρο», σε ρόλο δημοσιογράφου που αναζητεί μάλλον τη δική του «πατρίδα» σε έναν κόσμο που όλες οι προκαθορισμένες έννοιες μπαίνουν αναγκαστικά υπό αμφισβήτηση.

Ξεκινώντας ένα οδοιπορικό κοντά στα σύνορα Ελλάδας - Αλβανίας (ακριβώς την εποχή όπου εμφανίστηκε το πρώτο κύμα Αλβανών μεταναστών στη χώρα), ο Αλέξανδρος θα αναγνωρίσει μέσα σε ένα χωριό προσφύγων που ονομάζεται «Αίθουσα Αναμονής« κοντά στα σύνορα, έναν πρώην Ελληνα πολιτικό που θεωρείται νεκρός αλλά μοιάζει να ζει πλέον ως φτωχός ανώνυμος έμπορος μαζί με την κόρη του. Σίγουρος για την ταυτότητα του, ο δημοσιογράφος επικοινωνεί με την Γαλλίδα πρώην σύζυγό του επιμένοντας να την φέρει μέχρι τα σύνορα για να τον αναγνωρίσει, ενώ ξεκινάει μια περίεργη σχέση με την κόρη του μυστηριώδη άντρα, λίγο πριν αυτή παντρευτεί με έναν άντρα στην άλλη πλευρά του ποταμιού.

Στο μεταίχμιο μιας τηλεοπτικής αποκλειστικότητας και μίας ποιητικής υπαρξιακής αναζήτησης, το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» έρχεται σαν το τέλος μιας πρώτης διαδρομής του δημιουργού του, ακριβώς στο σημείο όπου σαν τον ήρωα του, στέκεται μετέωρο ανάμεσα στο να κάνει το βήμα που θα τον φέρει «αλλού» ή στην οπισθοχώρηση που θα τον περιχαρακώσει μέσα στη γνώριμη θαλπωρή του «οικείου». Ας αναρωτηθούμε εδώ, ωστόσο, πόσο οικεία, ωστόσο, μπορεί να είναι μια χώρα (που δεν κατανομάζεται) στην οποία άνθρωποι αυτοκτονούν στο όνομα των χαμένων πατρίδων ή μια χώρα που η άρνηση της (τουλάχιστον) ιστορικής αλήθειας (σε αυτό το θρυλικό «Δεν είναι αυτός» που θα αναφωνήσει σε δύο γλώσσες η Ζαν Μορό για το φάντασμα του συζύγου της) γίνεται η νέα πραγματικότητα;

Αυτό είναι το ερώτημα που ο Αγγελόπουλος απαντάει στρέφοντας το βλέμμα του προς τα μέσα, στο ίδιο του το έργο, στην εικονογραφημένη υπαρξιακή αγωνία και στη μανιέρα ενός αφαιρετικού ρυθμού που παραδίδει εμβληματικές εικόνες, αλλά όχι και μια συμπαγή ματιά για να στηρίξει μια μάλλον επαναλαμβανόμενη θεώρηση η οποία, θύμα των συμβολισμών της και της ίδια της της «εμβληματοποίησης» (κάθε σκηνή να είναι ένα κάδρο, κάθε κάδρο να είναι μια στιγμή που να μένει στη μνήμη) καταφέρνει να κάνει ακόμη και την συνύπαρξη των εραστών της «Νύχτας» του Μικελάντζελο Αντονιόνι να μοιάζει με επιτηδευμένη αποστασιοποίηση πάνω στο ίδιο το κινηματογραφικό γίγνεσθαι.

Η μελαγχολία αυτή της ταινίας είναι ίσως το μεγαλύτερο όπλο της, καθώς οι διαδρομές όλων των ηρώων παραπαίουν ανάμεσα στο συμβολισμό και τον ακραίο ρεαλισμό, χωρίς ποτέ να χάνουν τον εσωτερικό τόνο μιας ελεγείας για μια χώρα, τα Βαλκανια, μια Ευρώπη, έναν κόσμο - τόποι όλοι που μοιάζουν ανίκανοι να φιλοξενήσουν τη νέα ανθρωπογεωγρφία όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τις μετακινήσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, μέχρι τη γραμμή που ο καθένας ορίζει ως δικό του σύνορο. Ετσι και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος περιπλανιέται σαν τον ήρωα του, αναζητώντας μια αλήθεια που μοιάζει αδύνατον να βρεθεί με όρους ρεπορτάζ

Για να φτάσεις λίγο πριν το πέρασμα στην άλλη πλευρά, οφείλεις να σταθείς μετέωρος ακριβώς στο σημείο όπου συναντιούνται η ζωή και ο θάνατος, η ελπίδα και το τέλος της. Στο σημείο όπου μια χώρα τελειώνει γιατί ξεκινάει μια άλλη - που, όμως, θα μπορούσε να είναι απλά η συνέχειά της.

Η βαθιά ελληνική ματιά του Θόδωρου Αγγελόπουλου που αφορίστηκε με αφορμή αυτήν την ταινία ακριβώς για το αντίθετο, έρχεται ιδανικά για να σχολιάσει μια ταινία που ο τίτλος της, αλλά και η περιστροφή της πίσω από παλιότερα (εξαντλημένα πολλά από αυτά) μοτίβα της ίδιας της φιλμογραφίας του, περιγράφουν και το δικό της μετέωρο βήμα ανάμεσα σε μια συνταρακτικά προφητική ταινία και ένα κομμάτι σινεμά που έμοιαζε και τότε - αλλά και σήμερα σχεδόν ξεπερασμένο από την ίδια του τη φόρμα. Οχι κενό από ποιητική δύναμη, εικαστικές ακροβασίες ή «αφορισμούς» που υπογραμμίζονται για να μείνουν στη μνήμη, αλλά ένα τέλος για έναν κύκλο σινεμά που έμεινε πίσω από τα σύνορα της ασφάλειας του γνώριμου και ίσως μια αρχή για μια επόμενη ταινία που με αφορμή ένα «βλέμμα» και όχι πια έναν Αλέξανδρο, αλλά έναν Οδυσσέα που το όνομα του ξεκινάει από Α., θα φέρει τον Θόδωρο Αγγελόπουλο να κάνει το βήμα προς την πιο ώριμη και ολοκληρωμένη διαχρονική στιγμή του.