O γέροντας κομμουνιστής Σπύρος επιστρέφει στην Ελλάδα, μετά από 32 χρόνια εξορίας. Από το 1949 έμενε στην Τασκένδη, έχοντας αφήσει πίσω στο ορεινό χωριό του, τη γυναίκα του Κατερίνα και τα τρία τους παιδιά. Ενα από αυτά είναι ο Αλέξανδρος, ένας κινηματογραφικός σκηνοθέτης που αναζητά έμπνευση. Η άφιξη του πατέρα και το ταξίδι επιστροφής στο χωριό για να διευθετηθεί η πώληση της γης σε επενδυτές, αναμοχλεύει παλιές ιστορίες. Αλλά και την ίδια την Ιστορία. Συγχωριανοί που είχαν βρεθεί απέναντι στον Σπύρο στον Εμφύλιο, αρχές κι εξουσία που τον φυλάνε ως «επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη», αλλά και η ίδια η οικογένειά του, καταδικασμένη στην μοναξιά και την ορφάνια λόγω της ιδεολογικής του επανάστασης, αναστατώνονται. Περισσότερο από όλους όμως κλονίζεται ο ίδιος: η Ελλάδα που θυμόταν δεν υπάρχει πια. Η χώρα για την οποία πολέμησε, ηττήθηκε, θυσιάστηκε, ονειρεύτηκε είναι παρελθόν. Υπήρξε ποτέ; Ή ήταν πάντα μία ουτοπία, ένας τόπος που μετά από κάθε αλλαγή εξουσίας έστηνε πανηγύρια, περιμένοντας το πλοίο για τα Κύθηρα, όπως οι αστοί στον διάσημο ομότιτλο πίνακα του Αντουάν Βατό;
Υπάρχει κάτι παράδοξο με τις ουτοπίες. Εξ' ορισμού, είναι οι ανύπαρκτοι τόποι (ου-τόπος), οι ανέφικτοι στόχοι. Συμβολικά όμως, στις καρδιές των πεισμωμένων ιδεολόγων, εκείνων που αρέσκονται να στέκονται απέναντι στα συγκαταβατικά δεδομένα με αμφισβήτηση, ξεκάθαρα υπάρχουν. Απλώς αποτελούν τη δύσκολη επιλογή του δύσβατου δρόμου. Γεωγραφικά τα Κύθηρα έχουν μία παρόμοια παραδοξότητα. Βρίσκονται στο νοτιότερο άκρο του τρίτου ποδιού της Πελοπονήσου, στην μύτη του Κάβο Μαλιά, απέναντι από την Νεάπολη - στο σημείο που το Ιόνιο, το Αιγαίο και το Κρητικό πέλαγος συναντώνται. Επισήμως όμως, ανήκουν στον νομό Αττικής. Ενα νησί που μοιάζει να ψάχνει κι αυτό πατρίδα και ταυτότητα. Οπως κι ο εξόριστος Σπύρος.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί τον συμβολισμό των Κυθήρων για να περιγράψει την Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο - μία χώρα λεηλατημένη, ξερή, με βαθύ τραύμα. Με κατοίκους που δεν τους ανήκει η γη τους, ακόμα κι αν εκεί έχουν τα σπίτια τους, ή τους νεκρούς τους. Μεγάλη πρωταγωνίστρια κι εδώ είναι η ίδια η Ιστορία - αυτή φωτίζει με καυστικό, πικρό βλέμμα και την επίφαση ενός γέροντα που επιστρέφει στον τόπο του για να βάλει φωτιά και να τον κάψει (αντί να τον παραδώσει στους επενδυτές «που αγοράζουν ακόμα και το χιόνι»). Αλλωστε ο σκηνοθέτης που έψαχνε έμπνευση για να διηγηθεί μία ιστορία, είναι ο ίδιος. Και τη βρήκε στο σκαμμένο πρόσωπο ενός γέροντα που πουλάει ματσάκια σεμπρεβίβες, έξω από το πλατό του. Τι κάνει αυτός ο γέροντας στον Πειραιά, με το σήμα-κατατεθέν λουλούδι των Κυθήρων; Πώς να βρέθηκε εκεί;
Το αφηγηματικό εύρημα του Αγγελόπουλου είναι να μπλέκει τη φαντασία με την πραγματικότητα. Ο Σπύρος μπορεί να είναι ο πατέρας του σκηνοθέτη, μπορεί κι όχι. Αυτή μπορεί να είναι η ιστορία της οικογένειάς του, αλλά και πάλι, όχι: σίγουρα η παράνομη ερωμένη του (η πρωταγωνίστρια της ταινίας που γυρίζει) δεν είναι η αδελφή του - όπως την τοποθετεί στην αναπαράσταση των γεγονότων. Είναι απλώς μία γυναίκα, η «άλλη» γυναίκα, που δεν ανήκει πουθενά. Οπως και κανένας από τους ήρωες της ιστορίας μας. Ολοι συναισθηματικά και ουσιαστικά απάτριδες. Ο χωρίς χαρτιά (σ.σ. δήλωση μετανοίας) Σπύρος. Η Κατερίνα, η πιστή «Πηνελόπη» γυναίκα του, που τον περίμενε 32 χρόνια να επιστρέψει, μόνο για να ακούσει ότι εκείνος είχε φτιάξει ακόμα μία οικογένεια με παιδιά στη Σοβιετική Ενωση. Ο φίλος και συναγωνιστής του, που έμεινε πίσω κι ήταν πάντα ερωτευμένος με την Κατερίνα, αλλά δεν τόλμησαν ποτέ από σεβασμό να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους κι έμειναν κουφάρια. Τα παιδιά, ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος και η Βούλα, που κληρονόμησαν την καμμένη γη, τις αμαρτίες και τις ενοχές των πατεράδων τους, αλλά ξέμειναν από συλλογική συνείδηση κι όραμα. Εχουν μόνο οργή. Και φόβο. Γιατί στέκονται σε μία καμπή της ελληνικής ιστορίας που ψάχνουν το δρόμο (προς τα Κύθηρα) στο σκοτάδι.
Αυτό το σκοτάδι κινηματογραφεί ο Αγγελόπουλος (με τον Γιώργο Αρβανίτη να παραδίδει μαθήματα φωτισμού και κάμερας), με τα τοπία του σκεπασμένα πάντα από μια γκρι, βαριά καταχνιά. Μια σάπια υγρασία που κάνει τους ξερότοπους της επαρχίας, ή τα παρατημένα κτίρια του Πειραιά ακόμα πιο αφιλόξενα. Τα κάδρα του είναι άδεια - είτε στη φύση, είτε στους εσωτερικούς χώρους. Οι ήρωές του είναι εξίσου παρατημένοι, έχουν ξεμείνει κι αιωρούνται, όπως ένα νησί που στέκεται μόνο του στην άκρη της Ελλάδας.
Κι αυτό είναι το ειρωνικό: παρακολουθούμε ήρωες σε ακινησία, ακαμψία, σε ιστορικό λίμπο, ενώ στον τίτλο της ταινίας μιλάμε για ταξίδι. Υπάρχει αυτό το ταξίδι, αλλά γίνεται μέσα μας. Παρακολουθώντας τον Μάνο Κατράκη να δίνει στον Σπύρο κάτι από την στωική μελαγχολία του αλλά και την ευθυτενή, περήφανη κορμοστασιά του. Ακούγοντας τις φράσεις του «εχθρού Δεξιού» Διονύση Παπαγιαννόπουλου να κόβονται από πόνο, απόγνωση και λυγμό («ο άνθρωπος με τον άνθρωπο, κι ο λύκος με τον λύκο»). Ξεχωρίζοντας κάτω από τα σκεπάσματα το βουρκωμένο βλέμμα της Ντόρας Βολανάκη όταν μαθαίνει ότι η θυσία της ήταν μονόπλευρη κι ο άντρας της τη λησμόνησε. Βλέποντας τους σπασμένους σταυρούς στο νεκροταφείο, όπου ο Σπύρος ξανασυναντά τους συντρόφους του. Μεγάλο ταξίδι κάνουμε, κι αυτό γίνεται μέσα μας. Τι άξιζε, τι αξίζει ακόμα και σήμερα, τον κόπο; Ποιο ήταν το τίμημα όταν αδελφός σκότωσε αδελφό; Και ποιος βγήκε κερδισμένος; Σίγουρα όχι τα αποπροσανατολισμένα παιδιά τους. Αλλωστε, το τέλος της ιστορίας το ξέρουμε. Το ζούμε μέχρι και σήμερα.
Υπάρχει κάτι παράδοξο με τις ουτοπίες στο σινεμά. Αν διαθέτουμε ένα μέσο που μπορεί να τις δείξει, να τις κατασκευάσει ακόμα κι αν δεν υπάρχουν, είναι αυτό. Να δώσει στον θεατή τη δικαίωση του προορισμού. Να φτάσει ο Οδυσσέας, επιτέλους, στην Ιθάκη. Να φανεί στεριά. Να βγει ο ήλιος. Ο Αγγελόπουλος δεν το κάνει. όχι όμως γιατί δεν πιστεύει στα Κύθηρα. Αλλά γιατί θέλει να πιστέψουμε εμείς. Μόνο αν σηκωθείς οργισμένος από την καρέκλα σου, που μια χώρα ώθησε ένα κομμάτι της να πεθάνει σε μια σχεδία, μέσα στο αχαρτογράφητο πέλαγος, που μια αριστερά παραμένει θεατής, στήνοντας λαϊκά πανηγύρια μέσα στη βροχή, αλλά ποτέ λύσεις, που τα παιδιά της επανάστασης έγιναν αστοί που ακόμα κι αν χάσουν το πλοίο, δεν πειράζει, θα έρθει το επόμενο - μόνο τότε μπορούν τα Κύθηρα να αποκτήσουν στίγμα μέσα σου.
Μέχρι τότε όμως θα μένουμε στο λιμάνι, στη βροχή, στο σκοτάδι και στις ιδέες μας.