Δυο χρόνια μετά το «Ταξίδι στα Κύθηρα», ο Θόδωρος Αγγελόπουλος απομονώνει τα στοιχεία ενός άκαμπτου, άψυχα εστέτ, σινεμά που μπορούσες εύκολα να ανιχνεύσεις και σ' εκείνη την ταινία και χτίζει ένα υπαρξιακό οδοιπορικό, αποτελούμενο μόνο από αυτά.

Κεντρικός ήρωας ο Σπύρος, δάσκαλος στο χωριό, πρώην αντάρτης που ασφυκτιά στη γνώση της προδοσίας των ιδανικών του. Καθώς τα δυο παιδιά του μεγαλώνουν και φεύγουν από το σπίτι, ο Σπύρος εγκαταλείπει κι αυτός τη δουλειά και τη γυναίκα του, παίρνει τα μελίσσια του και, μαζί τους, περιοδεύει στη χώρα, συνεχίζοντας την παράδοση των παππούδων του, αναζητώντας πρόσφορες περιοχές για τις μέλισσες και τρόπους να βρει τη δική του, συνειδησιακή «άνοιξη». Το κλειδί θα βρεθεί στη συνάντησή του με μια ολόδροση, νέα κοπέλα, ανεπηρέαστη από το βάρος του παρελθόντος που εκείνος, μεταφορικά και κυριολεκτικά, κουβαλά.

Οσο στις ως τότε ταινίες του, η Ιστορία ήταν ένας τόπος συγκρουσιακός, αιμάτινος, ζωντανός, από τον «Μελισσοκόμο» ο Αγγελόπουλος ξεκινά τον «σιωπηλό» στοχασμό του πάνω στο νεκρό σώμα της. Με τα γνώριμα βραδυφλεγή τράβελινγκ, το κάστινγκ διάσημων διεθνών σταρ και μια αυξανόμενη αισθητική αυτοαναφορικότητα, στα όρια τής αυταρέσκειας, με ελλειπτική, ποιητικής αδείας, αφήγηση και με προφανείς συμβολισμούς, ο Αγγελόπουλος υπογράφει στην ταινία του τον ρυθμό που τον καθόρισε αλλά και μια πρωτόγνωρη, εδώ, αποστασιοποίηση, απομάκρυνση από τον θεατή. Σ' ένα φιλμ που δύσκολα παρακολουθείται σήμερα, όχι επειδή είναι δύσκολο ή παρωχημένο, αλλά επειδή ο χρόνος έχει προδώσει τη φόρμα του. Το μόνο που μένει ολοζώντανο είναι το κλασικό, πια, βαλς τής Ελένης Καραΐνδρου, πιο επικοινωνιακό από την ίδια την ταινία.