Δεν είναι η πρώτη φορά που «Ο Καρυοθραύστης και ο Βασιλιάς των Ποντικιών» του Ερνεστ Τ. Α. Χόφμαν μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη. Από τη «Φαντασία» της Disney μέχρι και την… «Barbie», το αγαπημένο αυτό χριστουγεννιάτικο παραμύθι, μαζί με την υπέροχη μουσική με την οποία την έντυσε το 1892 ο Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι, γράφοντας έτσι ένα από τα πιο διάσημα και εντυπωσιακά μπαλέτα του, έχει καταφέρει να μαγέψει μικρούς και μεγάλους, και δεν έχει αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Ούτε, απ' ότι φαίνεται, και την Disney, η οποία με την καινούργια της ταινία «Ο Καρυοθραύστης και τα Τέσσερα Βασίλεια» αποδεικνύει με πόσο άνεση ρίχνει μια ακόμα κλασική ιστορία στην αδηφάγο μηχανή της εμπορευματοποίησης που μας έχει συνηθίσει το στούντιο τα τελευταία χρόνια.

Μπορεί η ιστορία να εμπνέεται από το παραμύθι του Χόφμαν αλλά στο, κλασικό πλέον, μοτίβο του στούντιο, όπου τα πάντα χάνονται κάτω από ένα πέπλο εντυπωσιασμού, οι σκηνοθέτες της ταινίας, Λάσε Χάλστρομ (ο οποίος πρόσφατα μας είχε δώσει το ανεκδιήγητο «Ο Καλύτερός Φίλος Μου») και Τζο Τζόνστον (του «Captain America: O Πρώτος Εκδικητής»), δεν έχουν αυτό που χρειάζεται για να αξιοποιήσουν δημιουργικά τις διάσπαρτες ιδέες ενός κακογραμμένου σεναρίου που δεν σέβεται το αυθεντικό υλικό, και καταλήγει ως ένας αχταρμάς που θυμίζει λίγο από «Νάρνια», λίγο από «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», με μικρές δόσεις από «Χάρι Πότερ».

Οση μαγεία μπορεί να αντλήσει η ταινία την οφείλει στα εντυπωσιακά ψηφιακά εφέ αλλά και την άρτια διεύθυνση παραγωγής, από το μουντό βικτοριανό Λονδίνο μέχρι και τα τέσσερα βασίλεια, το καθένα από αυτά με το δικό του αυθεντικό διακριτικό θέμα, ντυμένα με ένα είδος καρναβαλιστικής αισθητικής και παιχνιδιάρικης διάθεσης. Ακόμα και τα μπαλέτα με τα φαντασμαγορικά τους σκηνικά (τύφλα να έχουν οι παραγωγές των Μπολσόι), με την μπαλαρίνα Μίστι Κόπλαντ να μαγεύει τους πάντες με τον χορό της και τον διεθνούς φήμης μαέστρο Γκουστάβο Ντουνταμέλ να διευθύνει την ορχήστρα που παίζει την εξαιρετική μουσική του Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ, αντλώντας έμπνευση από το έργο του Τσαϊκόφσκι, καταφέρνουν να σε θαμπώσουν και να σου αποσπάσουν την προσοχή. Αλλά όχι για πολύ.

Γρήγορα τα πάντα αρχίζουν να καταρρέουν μπροστά στα μάτια σου, για να αποκαλύψουν ένα γεμάτο κλισέ και επιφανειακό σενάριο, γραμμένο από την Ασλι Πάουελ, που αδυνατεί να δώσει ζωή στους χαρακτήρες και ενδιαφέρεται μόνο για το πώς θα φτάσει στο τέλος την ιστορία, χωρίς όμως να της δίνει κάποιο ουσιώδες νόημα. Βιάζεται μάλιστα τόσο πολύ που σκοντάφτει σε κάθε σεναριακό κενό της, πνίγεται σε έναν βάλτο από γλυκανάλατες αφέλειες με αποτέλεσμα να έχει χάσει το στοίχημα πριν φτάσει καν στο τέρμα.

Και όλο αυτό έχει αντίκρισμα και στις ερμηνείες των ηθοποιών, οι οποίοι περιφέρονται άσκοπα από σκηνή σε σκηνή, με έκδηλη τη βαρεμάρα στα πρόσωπά τους, μόνο και μόνο για να πουν τις ατάκες τους με μια απερίγραπτη απάθεια. Κρίμα γιατί πρόκειται για ένα υπέροχο καστ που για άλλη μια φορά πάει στράφι. Και αλήθεια, ποιος σκέφτηκε να δώσει στον ρόλο της Κίρα Νάιτλι το χαρακτηριστικό της high pitched φωνής;

«Ο Καρυοθραύστης και τα Τέσσερα Βασίλεια» ίσως καταφέρει να συγκινήσει και να μαγέψει μόνο τις μικρές επίδοξες μπαλαρίνες κάτω των 10 ετών, κάνοντας τις να τρέξουν σπίτι και να ξαναφορέσουν τις αγαπημένες τους πουέντ. Αλλά σαν οικογενειακή χριστουγεννιάτικη ταινία μοιάζει απροκάλυπτα δήθεν και, ακόμα χειρότερα, βαρετή. Πού είναι ένας Μαγικός Αυλός όταν τον χρειάζεσαι;