Ο ζωγράφος, γλύπτης και φωτογράφος Ζντζίσλαβ Μπεκσίνσκι έγινε διάσημος, κυρίως τη δεκαετία του ’80, μέσα από μια σειρά έργων που απεικόνιζαν εφιαλτικά δυστοπικά τοπία και δυσοίωνα παραμορφωμένες φιγούρες που φλέρταραν με τον σουρεαλισμό – μια τεχνοτροπία που τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους Πολωνούς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα κι έκανε αργότερα απρόσμενα τους πίνακές του εξαιρετικά δημοφιλείς για εξώφυλλα δίσκων μέταλ μουσικής. Μακριά από το συμβατικό κινηματογραφικό πορτρέτο ενός καλλιτέχνη, ωστόσο, η ταινία του Γιαν Ματουζίνσκι ελάχιστα ενδιαφέρεται για την ίδια τη διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, προσπερνώντας φευγαλέα το εικαστικό έργο του ζωγράφου Μπεκσίνσκι και προτιμώντας να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ταραγμένη οικογενειακή ζωή της φαμίλιας Μπεκσίνσκι, διατρέχοντας μέσα από μια επεισοδιακή αφήγηση 28 ολόκληρα χρόνια, από το 1977 μέχρι το 2005.
Με τον ζωγράφο και τη σύζυγό του, Ζοφία, να συγκατοικούν κάτω από την ίδια στέγη με τις δύο γιαγιάδες, και τον γιο του ζευγαριού να μένει σε γειτονικό διαμέρισμα, η οικογένεια Μπεκσίνσκι μοιάζει εκ πρώτης όψεως, όπως παρατηρεί κι ένας συλλέκτης που επισκέπτεται το σπίτι τους, με μια καθόλα συνηθισμένη, παραδοσιακή οικογένεια. Κρύβει όμως κι αυτή τους δικούς της σκελετούς στην ντουλάπα, με βασικότερο τα ψυχολογικά προβλήματα του μανιοκαταθλιπτικού και αυτοκαταστροφικού υιού Τομάς, μια αεικίνητη, νευρωτική παρουσία που μοιάζει με γυμνό καλώδιο έτοιμο να αναφλεχθεί ανά πάσα στιγμή. Ανάμεσα στην εκρηκτική φύση του τελευταίου, στον αποστασιοποιημένο χαρακτήρα του συζύγου της, αλλά και στην ολοένα φθίνουσα υγεία των δύο ηλικιωμένων γυναικών, η Ζοφία αποτελεί μια στωική παρουσία απαραίτητη για τη διατήρηση των εύθραυστων ισορροπιών.
Με την κάμερα σταθερή, απόμακρη, και τις αποδράσεις από τα εσωτερικά των διαμερισμάτων όπου κατοικούν οι ήρωές της να διατηρούνται στο ελάχιστο, η «Τελευταία Οικογένεια», υιοθετεί την οπτική ενός εξωτερικού παρατηρητή παρακολουθώντας σχεδόν ηδονοβλεπτικά ακόμα και τις πιο αμήχανες και δυσάρεστες στιγμές τους – όπως ακριβώς ο πατήρ Μπεκσίνσκι καταγράφει επίμονα και με σχεδόν εντομολογικό ενδιαφέρον τα μέλη της οικογένειάς του, αρχικά μέσα από το φακό της φωτογραφικής του μηχανής κι αργότερα με μια βιντεοκάμερα.
Η εμμονή του αυτή, ακόμα κι όταν φαντάζει απάνθρωπη ή προκαλεί την εμφανή δυσαρέσκεια της γυναίκας του, μοιάζει με μια απεγνωσμένη όσο κι ανούσια προσπάθεια για τη διατήρηση της στιγμής – όπως και η τέχνη ταυτίζεται αναπόφευκτα, έστω και υποσυνείδητα, με την επιθυμία κάθε καλλιτέχνη να κατακτήσει μέσα από το έργο του την αθανασία. Μια λογική που ειρωνικά η ταινία φροντίζει να θρυμματίσει εκκωφαντικά μέσα από μια σειρά μικρών και μεγάλων τραγωδιών που υπογραμμίζουν θεαματικά τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Περιέργως, η κατά τα άλλα οπτικά άψογη αναπαράσταση της εποχής επιλέγει να αγνοήσει παντελώς τα κοσμοϊστορικά κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν την Πολωνία την περίοδο όπου εκτυλίσσεται η ταινία, εγκλωβίζοντας την οικογένεια Μπεκσίνσκι σε ένα αποπνικτικά απομονωμένο κουκούλι, πλήρως απορροφημένη από μια ρουτίνα την οποία μονοπωλούν οι καλλιτεχνικές ανησυχίες, οι δυσλειτουργικές σχέσεις και τα προσωπικά προβλήματα των μελών της.
Αυτό δεν εμποδίζει την ταινία να αναδειχθεί σε μια άκρως ενδιαφέρουσα, ενίοτε επιτηδευμένη, όσο και υπερβολικά απαθής και απαισιόδοξη, σπουδή πάνω στην ευάλωτη φύση του ανθρώπινου σώματος και μυαλού, και το αναπόδραστο του θανάτου, με μια διάχυτη θλίψη αλλά και χιούμορ που κάνει ελαφρώς λιγότερο δυσβάσταχτη την άποψη του Ματουζίνσκι για τον καθημερινό παραλογισμό που λέγεται ζωή.