Οι διεθνούς φήμης ερευνητές μεταφυσικών γεγονότων, Εντ και Λορέιν Γουόρεν έχουν μόλις λύσει το μυστήριο του θρυλικού Αμιτιβιλ. Κουρασμένοι από τις τελευταίες τους εξορμήσεις στον κόσμο των πνευμάτων και με ένα δαίμονα που μοιάζει να στοιχειώνει την Λορέιν και να της μεταφέρει μηνύματα για το μέλλον, αποφασίζουν να μην αναλάβουν καμιά νέα υπόθεση. Μέχρι που ένας ιερέας ζητάει τη βοήθειά τους για ένα στοιχειωμένο σπίτι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ετσι οι δύο ερευνητές ταξιδεύουν μέχρι το βόρειο Λονδίνο των τελών της δεκαετίας του '70, αναλαμβάνοντας την πιο τρομακτική ίσως υπόθεση της καριέρας τους: να βοηθήσουν μία ανύπαντρη μητέρα που μεγαλώνει μόνη της τα τέσσερα παιδιά της, να απαλλαχθεί από τα κακά πνεύματα που στοιχειώνουν το σπίτι της.
Με κάποιο – όχι ακόμη απόλυτα ολοκληρωμένο, αλλά σίγουρα ήδη αναγνωρισμένο – τρόπο, ο Τζέιμς Γουάν είναι ο άρχοντας του σύγχρονου τρόμου, όχι μόνο επειδή θα ευθύνεται στους αιώνες των αιώνων για το πρώτο «Σε Βλέπω», αλλά και γιατί με τις δύο σειρές («Insidious» και «Conjuring») πάνω στις οποίες πειραματίζεται τα τελευταία χρόνια καταφέρνει να παραδώσει περισσότερες αυθεντικές στιγμές από το σωρό των υπόλοιπων αυτοαποκαλούμενων horror που κυκλοφορούν εκεί έξω.
Ειδικά το «Conjuring», το οποίο μας απασχολεί εδώ για το δεύτερο κεφάλαιό του, υπήρξε όχι μόνο μια γερή ένεση παλιομοδίτικου τρόμου με την πρώτη του εμφάνιση πίσω στο 2013, αλλά και με συνοπτικές διαδικασίες μήτρα μιας αρπαχτής χωρίς προηγούμενο στο όνομα και κυρίως στο κακομούτσουνο πρόσωπο της «Annabelle» που πρωταγωνιστεί και στο δεύτερο μέρος – ευτυχώς κλειδωμένη στο γυάλινο κουτί της.
Για την επιστροφή στο παρελθόν και μαζί στις αληθινές ιστορίες που στοιχειώνουν το «Conjuring» πριν αυτό εμπλουτιστεί με κινηματογραφικά τερτίπια, επιστρέφει ευτυχώς και ο Τζέιμς Γουάν όπως ακριβώς είχε κάνει και με το «Insidious 2», πριν το εγκαταλείψει και αυτό στη μοίρα του σε ένα τρίτο κεφάλαιο που έριξε οριστικά τον πήχη κάτω του ανεκτού – εκεί μάλλον όπου η εταιρία μπορεί να συνεχίσει να παράγει σίκουελς για home entertainment κατανάλωση.
Μεταφέροντας αυτή τη φορά τη δράση στην Αγγλία των τελών της δεκαετίας του ‘70, ο Τζέιμς Γουάν θα εκμεταλλευτεί όλο το μετεωρολογικό κατεστημένο του Λονδίνου για να μεγαλουργήσει σε ρετρό εικαστική παρόρμηση με συννεφιασμένους ουρανούς, υγρό χώμα και βροχή που δεν σταματάει όταν ξεκινάει, δίνοντας διαστάσεις «ήρωα» στο εργατικό σαλονάκι της οικογένειας Χότζσον που διακατέχεται από πρωτόλειο τηλεκοντρόλ, εσωτερική κεραία τηλεόρασης, ηλεκτρικές συσκευές που χαλάνε χωρίς λόγο και μια κουνιστή βαριά πολυθρόνα που το χειρότερο πράγμα πάνω της δεν είναι ότι δεν ταιριάζει καθόλου με τα υπόλοιπα έπιπλα τους αλονιού.
Από την πρώτη επιβλητική σκηνή στο σπίτι της οικογένειας, με την κάμερα να «συστήνει» το σπίτι που θα γίνει το σκηνικό του δράματος, μέχρι και το ανάστατο (και όχι μόνο λόγω δαίμονα...) φινάλε, ο Γουάν αρέσκεται στο γεγονός πως αυτό το σπίτι είναι φτιαγμένο για εφιάλτες – ειδικά όταν εκεί μέσα θα στήσει το δικό του «Poltergeist», το δικό του «Εξορκιστή», το δικό του «Paranormal Activity» και το δικό του... συμπληρώστε όποια πιθανή ταινία τρόμου μπορείτε να φανταστείτε με στοιχειωμένο σπίτι, τέρατα και πνεύματα και θα πέσετε μέσα.
Ενισχυμένο σε τρομάρα (δεν θα την πολυβγάλετε καθαρή από το φόβο), έπιπλα και αντικείμενα που κουνιούνται, απόκοσμες φωνές κι ακόμη πιο απόκοσμες φιγούρες, μια υπέροχη ιδέα ενός πλημμυρισμένου υπογείου (βλ. και κοινωνική κριτική για το κράτος πρόνοιας της Μάργκαρετ Θάτσερ), ωραίους χαρακτήρες με επικεφαλείς το ζευγάρι των Βέρα Φαρμίγκα και Πάτρικ Γουίλσον, σκηνές σιωπής που στέλνουν ανατριχίλες μεγαλύτερες και από τα «μπου» του δαίμονα, ηχογραφημένες φωνές, βιντεοσκοπημένα «φαντάσματα» και κακά πνεύματα που περνάνε τον Ατλαντικό μέχρι να πεις... Βίβλος, το δεύτερο αυτό «Κάλεσμα» είναι υπερβολικά φιλόδοξο και στα 133 λεπτά του συνειδητοποιεί εύκολα κανείς την υπερφόρτωσή του σε ιδέες και ιδέες πάνω στις ιδέες.
Οχι ότι δεν είναι απολαυστικό, ούτε ότι θα σε κάνει να μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή. Παραμένοντας πάνω από το μέσο όρο του μέσου θρίλερ που ξοδεύει το χρόνο, το χρήμα και χρόνια από τη ζωή σου, διαθέτει επίσης κάπου στη μέση του μια από τις ωραιότερες σκηνές της χρονιάς με τον Πάτρικ Γουίλσον να τραγουδάει με μια κιθάρα το (θα καταλάβετε γιατί) «Can’t Help Falling in Love» του Ελβις Πρίσλεϊ σε μια προσπάθεια του Γουάν να αποδείξει ότι μπορεί να σκηνοθετήσει εξίσου καλά μια σκηνή που δεν μοιάζει να έρχεται από μια ταινία τρόμου – αλλά που την ίδια στιγμή κάνει μια ταινία τρόμου ακόμη πιο τρομακτική.