Πιάνοντας την ιστορία ακριβώς εκεί όπου σταμάτησε στο πρώτο κεφάλαιο της ταινίας, η Ρενέ Λάμπερτ ανακαλύπτει το πτώμα ενός δολοφονημένου μέντιουμ, της Ελίζ Ρενιέ. Ο σύζυγός της, Τζος Λάμπερτ, θεωρείται ο κύριος ύποπτος. Από το ανακριτικό υλικό και τις έρευνες της αστυνομίας δεν προκύπτουν στοιχεία ενοχής του. Ετσι, η οικογένεια θα επιστρέψει στους κανονικούς ρυθμούς ζωής. Εν τω μεταξύ οι πρώην βοηθοί της Ελίζ, Σπεκς και Τάκερ, προσεγγίζουν ένα άλλο μέντιουμ, τον Καρλ, για να τους βοηθήσει να έρθουν σε επαφή με τη μέντορά τους. Ομως, καθώς ερευνούν το φόνο, θα ανακαλύψουν πολλά στοιχεία που συνδέουν τον Τζος με τα απόκοσμα όντα που τον έχουν στοιχειώσει, φτάνοντας κοντά στη σκοτεινή αλήθεια που συνδέει το χώρο και το χρόνο, τη ζωή και τον θάνατο.
Μετά από τόσα scary movies που ετησίως τρώνε τα σωθικά του είδους με ταχύτητα επιδημίας, είναι ανακουφιστικό να βλέπεις έναν σκηνοθέτη που καταφέρνει να φτιάξει μια συμπαγή φιλμογραφία, φτιαγμένη από αναφορές σε πιο αθώες εποχές, όταν η ατμόσφαιρα ήταν αρκετή για να σε κάνει να τρομάξεις και η διαρκής άβολη στάση σου στο κάθισμα του σινεμά ήταν ικανό δείγμα του ότι πέρασες... καλά.
Μακριά από την εποχή της κυριολεκτικά αξέχαστης εμπειρίας του «Saw» και της (όχι απαραίτητα καλής) επίδρασης που είχε σε ολόκληρο το είδος, ο Γουάν έδειξε με την πρώτη «Παγιδευμένη Ψυχή» αλλά και το πιο πρόσφατο «Κάλεσμα» πως το υπό-είδος μέσα στο οποίο νιώθει πραγματικά «σαν το σπίτι του» είναι αυτό του μεταφυσικού θρίλερ.
Μάστορας της ατμόσφαιρας και των ουρλιαχτών που αναπόφευκτα φεύγουν από το στόμα σου κάθε φορά που κάτι... παράξενο εμφανίζεται μπροστά στα μάτια σου, ο Γουάν είχε καταφέρει με την πρώτη «Παγιδευμένη Ψυχή» να προσφέρει καθαρό τρόμο και χιούμορ σε μια ευθεία αναφορά στο «Poltergeist», και με το δεύτερο κεφάλαιο τώρα επιτυγχάνει σε κάτι ακόμη πιο δύσκολο: στο να δώσει μια φυσική συνέχεια στην πρώτη ταινία χωρίς να εφεύρει μια ιστορία από την αρχή, αλλά βάζοντας τον θεατή ακόμη πιο βαθιά στην «στοιχειωμένη» οικογένεια των Λάμπερτ.
Ο τόνος είναι εδώ πιο σκοτεινός από την πρώτη ταινία, καθώς ο βασανισμένος πρωταγωνιστής παύει να είναι ο μικρός Ντάλτον και τη θέση του παίρνει ο πατέρας της οικογένειας. Ετσι το παραμύθι μεταφέρεται αναπόφευκτα στον κόσμο των ενηλίκων, ενώ ταυτόχρονα επιστρέφει και στο παρελθόν, εκεί όπου, αν ψάξεις καλά, θα βρεις πάντα τη ρίζα του κακού.
Σαφής στις προθέσεις του, ο Γουάν θέλει να κάνει τον θεατή να παραμείνει ανήσυχος από το πρώτο έως και το τελευταίο λεπτό. Και ισορροπώντας (όχι πάντοτε με επιτυχία) ανάμεσα στο κλισέ και την ανατροπή του το καταφέρνει, είτε με μεγάλες σεκάνς αγωνίας (όπως αυτή με το πιάνο στην αρχή της ταινίας), είτε με ανατριαχιαστικές αποκαλύψεις γύρω από την ταυτότητα των πνευμάτων (υπέροχη η σκηνή στο σπίτι του δολοφόνου με τα μέντιουμ – θα καταλάβετε), είτε ακόμη με μια διάχυτη αίσθηση πως οι νεκροί θα βρίσκονται πάντα ανάμεσά μας ζητώντας δικαίωση, λύτρωση ή απλά... μια οικογένεια.
Το δεύτερο κεφάλαιο της «Παγιδευμένης Ψυχής» δεν εφευρίσκει φυσικά τον τροχό ούτε διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας (άλλωστε είναι φανερό πως δεν είναι αυτό το ζητούμενο του), αλλά με μια υποβλητική φωτογραφία που φωτίζει τις αθέατες πλευρές αυτού του κόσμου με το ελάχιστο φως φακών και φαναριών και την λιτά και λειτουργικά εκτελεσμένη ιδέα του παρελθόντος που εισβάλλει στο παρόν (και το αντίστροφο) για να δώσει λύσεις, καταφέρνει να ξεχωρίσει από τη μέση ταινία φαντασμάτων.
Αν του λείπει κάτι, περισσότερο από οτιδήποτε ίσως είναι το χιούμορ, που όσο κι αν ξένισε κάποιους στην πρώτη ταινία, υπήρξε με διαφορά ο καταλύτης της όποιας μυθολογίας της.
*Για όσους δεν έχουν δει το πρώτο κεφάλαιο της «Παγιδευμένης Ψυχής» προτείνουμε ανεπιφύλακτα ένα back to back.