Παρίσι, 1840, Λεωφόρος του Εγκλήματος. Μέσα στο πολύβουο πλήθος που συνωστίζεται γύρω από τα θεάματα, μια ελεύθερη γυναίκα, η Γκαράνς γοητεύεται από τον πρωτοπόρο, αλλά και συνεσταλμένο μίμο, Μπατίστ. Εκείνος την ερωτεύεται παράφορα και με μια εξαιρετική παντομίμα την γλιτώνει από τη φυλακή. Ενας τέτοιος έρωτας δεν είναι εφικτός. Και τους δύο τους χωρίζουν άλλοι έρωτες. Ο Λασνέρ, ο Φρεντερίκ Λεμέτρ και ο πάμπλουτος κόμης Εντουάρ διεκδικούν την Γκαράνς και η πιστή, ερωτευμένη Ναταλί τον Μπατίστ.

Για να αντιμετωπίσεις τα «Παιδιά του Παραδείσου» πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσεις το μέγεθος τους. Οχι αυτό που απέκτησαν μέσα στα χρόνια αποκτώντας διαστάσεις σχεδόν μυθικές και καταλήγοντας στην ανακήρυξη τους το 1995 από 600 κριτικούς και επαγγελματίες του κινηματογράφου ως «η καλύτερη γαλλική ταινία όλων των εποχών».

Το «μέγεθος» της ταινίας που θα άφηνε στην αιωνιότητα τον Μαρσέλ Καρνέ βρίσκεται μέσα στο ίδιο της το σώμα. Στην αναπαράσταση μιας ολόκληρης εποχής, αυτής των αρχών του 19ου αιώνα, ακριβώς με τον τρόπο που αυτή γράφτηκε στους πολυπληθείς, θορυβώδεις δρόμους του Παρισιού και στα φθαρμένα από τη χρήση καθίσματα των επιβλητικών θεάτρων της πόλης. Στην μελοδραματική της βάση, γραμμένη από την ποιητική πένα του Ζακ Πρεβέρ σαν ένας από την αρχή ορισμός του «ρομαντισμού». Στον τρόπο με τον οποίο το δράμα μετακινείται σχεδόν ανεπαίσθητα ανάμεσα σε βαριά διακοσμημένα δωμάτια και ακόμη πιο βαρείς ανθρώπινους αναστεναγμούς. Στην μεγαλοπρέπεια ενός φιλμικού ογκόλιθου που – κόντρα στον όποιο ορισμό του έπους – μιλάει απλά για τη θλίψη που αφήνουν στο βίαιο πέρασμα τους οι «χαμένες ψευδαισθήσεις» και ο «χαμένος χρόνος».

Δεν έχει τελικά σημασία. Τα «Παιδιά του Παραδείσου» κρύβουν μέσα στο θεόρατο σκηνικό τους και στην φλεγόμενη αφήγηση τους τον Μπαλζάκ, τον Προυστ, τον Καμί, τον Βερλέν, τον Μονέ, τον Ντελακρουά, κάθε Γάλλο συγγραφέα, ζωγράφο, διανοούμενο και όλα σχεδόν τα κινήματα που οδήγησαν στον μοντερνισμό του 20ου αιώνα σε μια παράσταση που θα μπορούσε να παίζεται στο διηνεκές και να παραμένει πάντοτε σαν να την βλέπεις για πρώτη φορά.

Αν, όμως, παραμένουν πριν από οτιδήποτε μια χειμαρρώδης και συναρπαστική κινηματογραφική ταινία - υπόδειγμα του ποιητικού ρεαλισμού, αυτό το χρωστούν στην μοναδική τους ιδιότητα να ενσωματώνουν κάθε αναφορά τους (λογοτεχνική, εικαστική, φιλοσοφική) σε ένα σύνολο που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ακόμη ένας κάτοικος της «Λεωφόρου του Εγκλήματος», εκεί όπου άστεγοι, εγκληματίες, ηθοποιοί, ερωτευμένοι, απατεώνες και απλοί θεατές ζουν απαλλαγμένοι από ταξικές, οικονομικές και κοινωνικές διαφορές. Ενα γνήσιο λαϊκό θέαμα, φτιαγμένο ακριβώς όπως αξίζει στα γνήσια λαϊκά θεάματα: με απόλυτη γνώση όσων αγγίζουν, αφορούν και συγκινούν τον ανυποψίαστο θεατή.

Στην πραγματικότητα, όμως, δεν υπάρχει κανένας θεατής της ταινίας του Καρνέ που να μπορεί να θεωρηθεί υποψιασμένος. Ακόμη και ο πιο διαβασμένος, αυτός που ξέρει κάθε λεπτομέρεια της δημιουργίας της εν μέσω του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και των περιπετειών που συνάντησε μέχρι να ολοκληρωθεί. Ακόμη και αυτός που θα αναγνωρίσει στην ηρωίδα του, τη Γκαράνς της Αρλετί την ίδια την κατεχόμενη Γαλλία να διεκδικείται από επίδοξους εραστές και στον ήρωα του, τον μίμο Μπατίστ έναν γνήσιο εκπρόσωπο της αντίστασης.

Τα «Παιδιά του Παραδείσου», περισσότερο ίσως από κάθε «μυθική» ταινία της ιστορίας του σινεμά, καταφέρνουν να ίπτανται πάνω από το μύθο τους. Σαν ένα δείγμα μιας σπάνιας στιγμής που οι ιδέες υπηρετούν μόνο το σκοπό και που ο σκοπός είναι τόσο σαφής που κάθε θόρυβος, κάθε διάλογος, κάθε μικρή η μεγάλη κίνηση στο φόντο ή σε πρώτο πλάνο, κάθε cut στο μοντάζ υπηρετούν μόνον αυτόν.

Απέναντι τους ο θεατής δεν χρειάζεται να κάνει τίποτε άλλο παρά να αφεθεί. Αυτό που θα ανακαλύψει θα είναι η αλήθεια που κρύβεται πάντοτε πίσω από κάθε σκηνοθετημένη πράξη ζωής και η πικρή, μα τόσο ανακουφιστική συνειδητοποίηση πως το πραγματικό θέατρο είναι αυτό που παίζεται όταν η αυλαία έχει πέσει και η αληθινή ζωή μπορεί επιτέλους να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η ταινία προβάλλεται στην ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια της, όπως έκανε πρεμιέρα στο 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών τον Μάιο του 2011