Αρρηκτα συνυφασμένο πλέον με την εποχή του τίτλου του στη συλλογική σινεφίλ συνείδηση, το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» δεν είναι μόνο η πρώτη σπουδαία ταινία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, αλλά κι ένα κομβικό σημείο τόσο για την καριέρα του Σουηδού σκηνοθέτη, όσο και για το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο σινεμά γενικότερα. Κι αν σήμερα, μισό και πλέον αιώνα μετά, το γυμνό στήθος και τα οπίσθια της πρωταγωνίστριας Χάριετ Αντερσον δεν προκαλούν σε ένα κοινό που τα έχει δει όλα τον ίδιο σάλο που είχε ξεσπάσει το 1953, αυτή η ιστορία της ερωτικής και όχι μόνο αφύπνισης ενάντια σε μια μίζερη και πνιγηρή πραγματικότητα διατηρεί ακόμα ακέραιη τη φρεσκάδα της.
Ο Μπέργκμαν ήταν 34 χρονών κι έψαχνε μετά από δώδεκα μεγάλου μήκους ταινίες ακόμα να βρει τη δική του, ξεχωριστή δημιουργική φωνή, διχασμένος ανάμεσα στον κινηματογράφο και το θέατρο, όταν ανακάλυψε στο σενάριο του Περ Αντρες Φόλγκερστορμ, ενός συγγραφέα που κατέγραφε τις ζωές και τα ήθη της εργατικής τάξης στη Σουηδία, την ευκαιρία να προσεγγίσει για πρώτη φορά τις θεματικές που θα αποτελούσαν τη βάση για όλα τα μετέπειτα αριστουργήματά του: το αδιέξοδο των ανθρώπινων σχέσεων και τη διαμόρφωση της γυναικείας ψυχοσύνθεσης μέσα από το σκοτεινό καθρέφτη της κινηματογραφικής κάμερας. Γιατί μπορεί ο τίτλος της ταινίας να υποδηλώνει μια αντρική οπτική γωνία και η ιστορία να αφορά την εξέλιξη της σχέσης δύο νέων στην εναλλαγή των εποχών του χρόνου, είναι όμως ξεκάθαρο ότι η Μόνικα βρίσκεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Σουηδού σκηνοθέτη, κι όχι μόνο λόγω της παρουσίας της Χάριετ Άντερσον, την οποία ο Μπέργκμαν ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα στα γυρίσματα.
Η Μόνικα δεν είναι απλώς ένα κορίτσι των λαϊκών τάξεων, εύκολο θύμα τόσο της σεξουαλικής παρενόχλησης των αντρών στο μανάβικο που εργάζεται, όσο και της οργής του μέθυσου πατέρα της. Είναι μια γυναίκα που θέλει να ζήσει το πάθος, όπως το βλέπει στη μεγάλη οθόνη και στα αμερικανικά μελοδράματα που παρακολουθεί στο σινεμά κλαίγοντας. Στο πρόσωπο του Χάρι, ενός νεαρού που εργάζεται ως παιδί για όλες τις δουλείες στο διπλανό κατάστημα, η Μόνικα θα βρει τον έρωτα αρχικά ως παιχνίδι κι στη συνέχεια ως μια διέξοδο από το ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον, την καταδυναστευτική δύναμη του οποίου ο Μπέργκμαν αποτυπώνει ρεαλιστικά στο πρώτο μέρος της ταινίας. Ταυτόχρονα, όμως, ο έρωτας είναι και μια πηγή αυτογνωσίας για τη νεαρή κοπέλα, η οποία ήδη από το πρώτο πλάνο αντικρίζει τον εαυτό της στον καθρέφτη και διορθώνει το εσώρουχό της, λίγο πριν εισέλθει στο μπαρ, όπου εκείνη θα φλερτάρει πρώτη με τον Χάρι.
Οταν οι δύο νέοι αποφασίσουν να παρατήσουν τις δουλειές τους και να κλέψουν το σκάφος του πατέρα του Χάρι για μια καλοκαιρινή εξόρμηση, η ταινία οδηγείται στο δεύτερο, εμβληματικό της μέρος, εκείνο που της χάρισε την υστεροφημία της. Εκεί η Μόνικα και ο Χάρι ζουν τον έρωτά τους στον απόλυτο βαθμό, παραδομένοι στην ελευθερία και στη φυσική κατάσταση. Και δεν είναι το γυμνό σώμα της Μόνικα η μόνη υπογράμμιση της επαναστατικής ευφορίας πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και η ίδια η κάμερα του Μπέργκμαν που κινηματογραφεί ακόρεστα τη θάλασσα, τον ουρανό και το παιχνίδισμα του ήλιου με τα σύννεφα πάνω στα σώματα. Το καλοκαίρι για τους δύο νέους (και συνακόλουθα για τον Μπέργκμαν) δεν είναι μόνο μια εποχή, αλλά μετατρέπεται στην ταινία σε ένα σύμβολο, μια αέναη γιορτή της νεότητας που αψηφά τη ροή του χρόνου, ένα διαρκές παρόν που αναλώνεται αχόρταγα παρά τις απειλητικές νύξεις του μέλλοντος.
Κι ενώ η Μόνικα έχει γίνει ένα αγρίμι εξοικειωμένο με την αβίαστη σεξουαλικότητά του, η ευτυχία φυσικά δεν μπορεί να κρατήσει επ’ άπειρον, παρά την αντίθετη επιθυμία της κοπέλας («Οχι, δεν γυρίζω πίσω. Θέλω το καλοκαίρι να συνεχίσει έτσι…»), και οι κοινωνικοί περιορισμοί θα εμφανιστούν ξανά, όταν εκείνη μείνει έγκυος. Οι δύο νέοι ορκίζονται ότι θα μείνουν για πάντα μαζί και μοιράζονται τα αμοιβαία όνειρα μιας ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής όταν επιστρέψουν στην πόλη, ο Μπέργκμαν, όμως, φροντίζει ήδη να προοικονομήσει τη συντριβή όλων όσα τόσο λυρικά και μεγαλόσχημα ορκίζονται. Η φυσική κατάσταση που οδήγησε το ζευγάρι στην απόλυτη ευτυχία, θα γίνει η αρχή της καταδίκης τους, αφού η πείνα θα οδηγήσει την Μόνικα στη διάρρηξη της αποθήκης ενός εξοχικού για τρόφιμα, κατά τη διάρκεια της οποίας, όμως, θα την πιάσουν επ’ αυτοφώρω οι ιδιοκτήτες. Οταν η Μόνικα αποδράσει κρατώντας ένα κομμάτι κρέας στα χέρια σαν κυνηγημένο ζώο, οι δύο νέοι θα συνειδητοποιήσουν ότι η επιστροφή στην πόλη και «στον πολιτισμό» είναι πλέον μονόδρομος.
Κι όσο τα επιβλητικά κτίρια και τα αγάλματα στην είσοδο της Στοκχόλμης ρίχνουν τη βαριά κι απειλητική σκιά τους στις προοπτικές του ζευγαριού, η ταινία παραδίδεται στο τρίτο μέρος στο φθινόπωρο της απότομης προσγείωσης στην πραγματικότητα και στο συμβιβασμό με μια καθημερινότητα που απομυζά από τη Μόνικα και το Χάρι τη χαρά και την ενέργεια όσων ανέμελων προηγήθηκαν. Γιατί η αρχή του τέλους δεν είναι μόνο η οικονομική ανέχεια και οι αυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις του Χάρι, ο οποίος πρέπει να συντηρήσει μια ολόκληρη οικογένεια μόνος του, αλλά κυρίως η δεύτερη, σαρωτική και καταστροφική για την οικογενειακή ευτυχία, επανάσταση της Μόνικα ενάντια σε έναν ρόλο που αισθάνεται πως της έχει επιβληθεί. Αδιάφορη απέναντι στο νεογέννητο παιδί της, η νεαρή γυναίκα θα θελήσει να ζήσει και πάλι τη ζωή της ελεύθερη.
Ο Μπέργκμαν δεν θα προβεί σε ηθικολογικές κρίσεις, αλλά θα καταγράψει την πορεία της κεντρικής ηρωίδας στη χειραφέτηση και την αυτογνωσία με μια νομοτελειακή διαύγεια, η οποία θα κορυφωθεί με το ριζοσπαστικό για την εποχή και περιβόητο ακόμα και σήμερα κοντινό πλάνο στο πρόσωπο της Μόνικα, στη διάρκεια του οποίου η Χάριετ Αντερσον σπάει τον τέταρτο τοίχο και κοιτάζει επίμονα, αγέρωχα κι επιτακτικά τον θεατή, καταρρίπτοντας την εξουσιαστική σχέση του βλέμματος και αξιώνοντας την αναγνώριση της ως κάτι περισσότερο και πιο σύνθετο από το άθροισμα των ρόλων που της έχουν ανατεθεί. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μεγάλος θαυμαστής της ταινίας κι εν μέρει υπεύθυνος για τη διαχρονικότητά της, έγραψε εκστασιασμένος στο Cahiers du Cinema ότι «αυτό το βλέμμα της είναι ένα κάλεσμα στον θεατή να γίνει μάρτυρας της αηδίας που εκείνη νιώθει για την ακούσια επιλογή της να ζήσει στην Κόλαση και όχι στον Παράδεισο». Το γεγονός ότι μια δεκαετία αργότερα οι ήρωες της nouvelle vague έστρεψαν κι εκείνοι το βλέμμα τους στο θεατή οφείλεται στη Μόνικα.
Και φυσικά όλα αυτά μπορεί να μην είχαν καμία σημασία, αν στον κεντρικό ρόλο δε βρισκόταν η Χάριετ Αντερσον, η πρώτη μεγάλη μπεργκμανική πρωταγωνίστρια, η οποία έγινε σε ηλικία 20 μόλις χρονών διεθνής σταρ εν μια νυκτί με αυτή την ταινία. Με μια αφτιασίδωτη φυσική παρουσία, στον αντίποδα των πρωταγωνιστριών της άλλης πλευράς του Ατλαντικού, η Αντερσον έπλασε με ταπεινά υλικά μια ηρωίδα με πρωτεϊκή συναισθηματική δύναμη κι εμβέλεια, βουτώντας βαθιά στην ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα που υποδύεται και μην αφήνοντας κανένα περιθώριο στην κάμερα του Μπέργκμαν (αλλά και στον Μπέργκμαν τον ίδιο) να μην την ερωτευτεί.
Το τέλος της ιστορίας δεν θα μπορούσε παρά να ανήκει στον χειμώνα, όχι όμως εκείνον της σαιξπηρικής δυσαρέσκειας, αλλά αυτόν της μπεργκμανικής ωριμότητας. Κι όσο η Μόνικα ζει τη ζωή της εκτός κάδρου, ελεύθερη (;) ξανά, ο Χάρι μεγαλώνει μόνος του τον καρπό της αγάπης τους. Τότε θα κοιτάξει κι αυτός μέσα στον καθρέφτη της αυτογνωσίας και η μορφή του θα φωτιστεί από την ανάμνηση εκείνου του καλοκαιριού, στη σύντομη διάρκεια του οποίου οι δύο νέοι ήταν και αισθάνονταν ανίκητοι. Όλες οι στιγμές που χάθηκαν είναι οι αναμνήσεις που θα κρατήσει για πάντα, λίγο πριν αποχωρήσει κι αυτός από το πλάνο. Ο Μπέργκμαν θα έβαζε πλώρη στη συνέχεια για ακόμα πιο σκοτεινά κι αχαρτογράφητα νερά, το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», ωστόσο, ήταν και θα παραμείνει η αρχή της διαδρομής.