Με αντεστραμμένη στον τίτλο την έκφραση morte-saison, όπως αναφέρονται κατεξοχήν όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό στη νεκρή περίοδο που συνήθως για τα ελληνικά νησιά είναι ο χειμώνας, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Θανάση Τότσικα, σε σενάριο του Παναγιώτη Ιωσηφέλη και γυρισμένη εξ ολοκλήρου στη Μήλο, δίνει αμέσως το στίγμα του genre στο οποίο ανήκει.

Ενας άνδρας, ο Χρήστος καλεί την αστυνομία από το ξενοδοχείο Paradise που βρίσκεται σε μια ερημική τοποθεσία του νησιού. Oταν φτάνει η αστυνομία, βρίσκει τον άνδρα τραυματισμένο, την ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου δολοφονημένη και βίαια δολοφονημένο, επίσης, το συνάδελφο του άνδρα που τηλεφώνησε. Δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να πει τι έγινε στο ξενοδοχείο, πλην του Χρήστου, ο οποίος επιμένει να ζητάει, από το κρεβάτι του ιατρικού κέντρου όπου νοσηλεύεται, τη Νάντια, μια αναχωρήτρια από την Αθήνα, που ζούσε σε μια ερημική τοποθεσία κοντά στο ξενοδοχείο. Οι αστυνομικοί δεν βρίσκουν πουθενά τη Νάντια. Η θέση του Χρήστου επιδεινώνεται, δεν υπάρχει κανείς να επιβεβαιώσει την ιστορία του.

Αστυνομικό θρίλερ με φυσικό σκηνικό ένα ελληνικό νησί εκτός τουριστικής περιόδου, με ήρωες ένα ψηφιδωτό χαρακτήρων που αποτελούν κομμάτια ενός παζλ για δύσκολους λύτες, με μυστικά και ψέματα που κρύβονται κάτω από το πέπλο μιας μέχρι και παγανιστικής ατμόσφαιρας, με αρχαιοκαπηλίες και ενοχικά σύνδρομα μπερδεμένα με έναν (όχι μόνο) λανθάνοντα ερωτισμό, το «Saison Morte» παίζει με όλα τα «κλισέ» του είδους.

Το κάνει έξυπνα και σεναριακά και σκηνοθετικά. Το σενάριο επιλέγει να κατακερματίσει το χρόνο και την πλοκή, διακόπτοντας το παρόν με τις αφηγηματικές διαδρομές που οδήγησαν τους ήρωες μέχρι εδώ, συμπληρώνοντας έτσι με κάθε γραμμή ακόμη ένα στοιχείο προς τη λύση του μυστηρίου. Την ίδια στιγμή η σκηνοθεσία επιλέγει την οδό μιας κλασικής, ατμοσφαιρικής αφήγησης που εκμεταλλεύεται με ουσιαστικό τρόπο το φυσικό σκηνικό της Μήλου και που μαζί με το μοντάζ μοιάζει να ξεφυλλίζει ένα «βίπερ», με όλη τη νοσταλγία αλλά και τη διαχρονικότητα που χαρακτήριζαν ανέκαθεν τις συναρπαστικές αστυνομικές ιστορίες.

Το γεγονός, ωστόσο, πως το «Saison Morte» παρακολουθείται (προς τιμήν του) με μια ανάσα από την αρχή μέχρι το τέλος δεν είναι αρκετό για να σε κάνει να παραβλέψεις τις αδυναμίες του.

Τουλάχιστον σε κάθε μια από τις υποπλοκές του, το φιλμ συστήνει ίντριγκες που δεν αναπτύσσονται και δεν οδηγούν πουθενά (με σημαντικότερη, φυσικά, αυτή της δασκάλας που υπονοεί πως στο νησί υπάρχει ένα αδιόρατο σύνορο ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς).

«Περιτυλιγμένοι» από ένα ισχνό πέπλο μυστηρίου, οι ήρωες-κλειδιά της ταινίας είναι ανεπτυγμένοι ανισομερώς, με τον (πρωταγωνιστικό;) χαρακτήρα του αστυνόμου που υποδύεται ο Δημήτρης Λάλος να διαθέτει μόνο παρελθόν αλλά ούτε ίχνος πρόζας ή δραματικής κορύφωσης στο παρόν. Αναγνωρίσιμες φιγούρες μιας (όχι μόνο επαρχιακής) μικροκοινωνίας, οι περισσότεροι ήρωες διαθέτουν τις σκηνές τους, αλλά με μικρές εξαιρέσεις (ανάμεσα σε αυτές και ο επιτέλους αξιοποιήσιμος με σωστό κινηματογραφικό τρόπο Ορέστης Τζιόβας), δεν ξεφεύγουν πολύ από τα κλισέ με τα οποία πορεύονται.

Το σημαντικότερο, μια ταινία που ξεκινάει πολύ δυναμικά και φτάνει στη μέση της με την υπόσχεση πως θα «ανοίξει» σε κάτι μεγαλύτερο από ένα απλό whodunnit, αρχίζει από τη μέση και μετά να εγκλωβίζεται σε μια μικρότερη ιστορία από αυτή που θέλει να αφηγηθεί, φτάνοντας αψυχολόγητα σε ένα ανοιχτό (δεύτερο) φινάλε που θα είχε νόημα ως cliffhanger για ένα σίκουελ που όμως πραγματικά δεν θα το ζητήσει κανείς.