Με μια ιστορία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, ανάμεσα στην εκμετάλλευση και στην αγάπη, η Δώρα Μασκλαβάνου, στην τρίτη της σκηνοθετική δουλειά (μετά τα «Κι Αύριο Μέρα Είναι» και «Κι αν Φύγω... θα Ξανάρθω»), αναλαμβάνει να δώσει συνέχεια σ' αυτό το μάλλον δυσεύρετο είδος σινεμά στην Ελλάδα, το δράμα εποχής που στοχεύει στο να επικοινωνήσει με το πλατύ κοινό. Και το καταφέρνει, με τρόπο στιβαρό, συναισθηματικό και με μια μελαγχολική ομορφιά.
Αυτή είναι η ιστορία της Πολυξένης, ενός κοριτσιού που μεγαλώνει στο ορφανοτροφείο της Καβάλας ώσπου, το 1955, να το υιοθετήσει το ζεύγος Σεριάδη, επιφανείς και εύποροι Κωνσταντινουπολίτες χωρίς παιδιά. Οσο η Πολυξένη μεγαλώνει στην Πόλη, η ζωή της είναι ευλογημένη και προστατευμένη. Οταν οι θετοί γονείς της φύγουν απ' τη ζωή, η ελληνική κοινότητα θα κάνει ό,τι μπορεί για να καρπωθεί την κληρονομιά της Πολυξένης και να την εξοστρακίσει, να γίνει μια γυναίκα πολύ ξένη απέναντι στη θέση όπου προσπάθησε ν' ανήκει, απέναντι στην αγάπη που της δόθηκε με όρους συμβολαιογράφου.
Εμπνευσμένη από την πραγματικότητα, η ταινία ξετυλίγει το νήμα μιας ιστορίας πολιτισμού και, ταυτόχρονα, μιας αλλιώτικης ξενοφοβίας, όχι εθνικής, αλλά κοινωνικής. Χωρίς εξάρσεις, χωρίς κατηγορώ, με μια δομή που ταξιδεύει στο χρόνο με πισωγυρίσματα μιας απωθημένης μνήμης, η ιστορία της Πολυξένης ξεκινά με μια «σωτηρία» και κλιμακώνεται με μια τιμωρία, περνώντας μέσα από την προδοσία, το πάθος, την παράνοια, όλ' αυτά στην αναζήτηση του πιο απλού αισθήματος, εκείνου της αγάπης και της αποδοχής που ζητά ένα απόλυτα αθώο κορίτσι.
Κρατώντας η ίδια και το μοντάζ της ταινίας της, η Μασκλαβάνου πετυχαίνει μια θαυμάσια ισορροπία στιγμών, χρόνου, παρατείνοντας τον ήχο της λιγάκι παραπάνω σε κάθε επόμενη σκηνή, δημιουργώντας ένα πλέγμα όπου το πριν και το μετά γίνονται ταυτόσημα: σε κάθε αύριο θα πληρώσεις το τίμημα για το χτες. Η φωτογραφία του Κλαούντιο Μπολιβάρ είναι ίσως η καλύτερη ως τώρα δουλειά του, νοτισμένη παρελθόν και ονειρική, ώσπου να γίνει εφιαλτική, όσο η ηρωίδα της ταινίας κλείνεται, όλο και περισσότερο, στο φρούριο του σπιτιού της και στην εκτροχιασμένη σκέψη της.
Στον κεντρικό ρόλο, η Κάτια Γκουλιώνη μοιάζει κι η ίδια να παίρνει δύναμη και βάρος μαζί με την Πολυξένη της, χαρίζοντάς της το τόσο κινηματογραφικό της πρόσωπο και μια αυξανόμενη οργή, τόσο γοητευτική και τόσο ευάλωτη όσο ολόκληρη η ιστορία της.
Η «Πολυξένη» δεν είναι μια ταινία ρηξικέλευθη, δεν είναι καινοτόμος: αγγίζει τα όρια της συζήτησης για τη γυναικεία χειραφέτηση, για την ελευθερία επιλογών, για την αποδοχή, τα οποία δεν πιέζει στα άκρα. Ως ταινία εποχής, πόσο θα επωφελούνταν από ένα μεγαλύτερο budget και μια πιο απλόχερη πολυτέλεια.
Είναι, όμως, μια ταινία κλασική, στέρεα και καθαρτήρια, που γεμίζει την ψυχή του θεατή και που μιλά για δυνατές, μοναχικές γυναίκες, όπως τόσο καλά ξέρει ν' αφηγείται η δημιουργός της.