Ο Ντ’ Αρτανιάν ονειρεύεται να γίνει σωματοφύλακας. Η φιλοδοξία του τον οδηγεί στο Παρίσι, όπου θα προσχωρήσει στους Τρεις Σωματοφύλακες και μαζί θα προσπαθήσουν να διαφυλάξουν την τιμή του στέμματος.
Η ταινία επενδύει σε τρεις άξονες: τις σκηνές δράσης, το χιούμορ και τους ηθοποιούς της. Στο πρώτο μισάωρο τα πράγματα δείχνουν θαυμάσια! Αλλά κάπου εκεί το πράγμα αρχίζει να μπερδεύεται.
Οι σκηνές δράσης, με τη βοήθεια της τρισδιάστατης εικόνας, πραγματικά θα μπορούσαν ν’ απογειωθούν. Ομως, παρότι το πρώτο μέρος θέτει τις βάσεις, έχει ρυθμό και χάζι, μέχρι να τελειώσει η ταινία έχεις δει ελάχιστες ξιφομαχίες (μα ναι, γι’αυτό δεν υπάρχουν αυτές οι ταινίες;) και το 3D χρησιμοποιείται τόσο σεμνά, σαν οι παραγωγοί να φοβήθηκαν να το αξιοποιήσουν.
Σχετικά με τους πρωταγωνιστές, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την παράσταση κλέβει η Μίλα Γιόβοβιτς που αναδεικνύεται σε μέγαιρα ολκής. Συγκριτκά, οι τρεις σωματοφύλακες μοιάζουν πιο αδύναμοι και λιγότερο ενδιαφέροντες από τους κακούς της ιστορίας. Κι ανάμεσά τους, ακόμα, το μεγαλύτερο ενθουσιασμό προκαλεί όχι ο Λόγκαν Λέρμαν ως Ντ’ Αρτανιάν, ή ο Λουκ Εβανς ως Αραμις, ή ο Μάθιου Μακφάντιεν ως Αθως, αλλά ο Ρέι Στίβενσον, ο πιο μπρουτάλ και απρόβλεπτος Πόρθος. Ο Ορλάντο Μπλουμ και ο Κριστόφ Βαλτς, που υποδύονται αντίστοιχα τον Δούκα του Μπάκιγχαμ και τον σαρδόνιο Ρισελιέ, είναι μάλλον διακοσμητικοί.
Αυτό που σώζει, στην πραγματικότητα, την ταινία, είναι το χιούμορ της. Εως κι ένοχα βρίσκεσαι να γελάς συχνά πυκνά, ακόμα κι αν δεν είσαι σίγουρος ότι οι σκηνές ή οι διάλογοι προορίζονταν για κωμικότητα. Η ταινία αυτοσαρκάζεται σε πολλά σημεία, αποδεικνύοντας ότι, τουλάχιστον, αντιμετωπίζει το θέμα σα μια ανάλαφρη περιπέτεια, με αρκετά μεγάλη δόση σαχλαμάρας. Περισσότερο «Πειρατές της Καραϊβικής», αλλά χωρίς την πρωτοτυπία και τον Τζόνι Ντεπ, οι «Τρεις Σωματοφύλακες» δεν είναι παρά η big budget, απλοϊκή κινηματογραφική διασκέδαση της εβδομάδας. Σε λίγο καιρό δε θα θυμόμαστε ποια ακριβώς ήταν αυτή η βερσιόν της ιστορίας.