Οι οντισιόν, η διανομή ρόλων, οι πρόβες και το ανέβασμα μιας παράστασης του «Ιουλίου Καίσαρα» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ από τους τρόφιμους της φυλακής, υψίστης ασφαλείας, Ρεμπίμπια στα προάστια της Ρώμης.
Δεκάεξι χρόνια μετά τις «Εκλεκτικές Συγγένειες», την τελευταία τους ταινία που θύμιζε ελαφρά κάτι από το «μυθικό» παρελθόν τους, οι Ταβιάνι (αν και δεν έχουν σταματήσει να σκηνοθετούν για το σινεμά και την τηλεόραση - η τελευταία τους ταινία χρονολογείται από το 2007 με τίτλο «La Μasseria Delle Allodole» για τη γενοκτονία των Αρμενιών) βρίσκονται πλέον στην ένατη δεκαετία της ζωής τους - ο Πάολο είναι 81 ετών και ο Βιτόριο 83.
Και, αντίθετα με τις προβλέψεις και τη σαρκαστικότητα με την οποία αντιμετωπίζονται οι υπέργηροι δημιουργοί της Γηραιάς Ηπείρου, οι Ταβιάνι βρέθηκαν στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 62ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου τον Φεβρουάριο του 2012, ως αδιαφιλονίκητα φαβορί για τη Χρυσή Αρκτο, όχι για το παρελθόν τους, αλλά για το μεγαλειώδες παρόν τους.
Το «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» ξεκίνησε τυχαία, όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι οι αδερφοί Παόλο και Βιτόριο, όταν επισκέφθηκαν τη φυλακή Ρεμπίμπια, στα προάστια της Ρώμης και συνάντησαν κρατούμενους που συμμετείχαν σε μια εκδήλωση ποίησης με επίκεντρο αποσπάσματα της «Κόλασης» του Δάντη.
«Ανακαλύψαμε ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς ήταν φυλακισμένοι της πτέρυγας Υψίστης Ασφαλείας, που βρίσκονταν εκεί κυρίως για τη σχέση τους με τη μαφία και την Καμόρα, οι περισσότεροι ισόβια. Το ενστικτώδες "παίξιμο" τους ήταν κυριευμένο από μια δραματική ανάγκη να πουν την αλήθεια. Οταν φύγαμε από τις φυλακές συνειδητοποιήσαμε ότι θέλαμε να μάθουμε περισσότερα γι' αυτούς και τις ιστορίες που τους οδήγησαν στη φυλακή. Ξαναπήγαμε και τους ρωτήσαμε αν ήθελαν να συμμετάσχουν σε μια κινηματογραφική διασκευή του "Ιουλίου Καίσαρα" του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Η απάντηση των κρατουμένων και του υπεύθυνου της καλλιτεχνικής τους αναμόρφωσης ήταν άμεση: "Ας ξεκινήσουμε αμέσως".»
Ο,τι βλέπουμε στα 76 συνταρακτικά λεπτά του «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» είναι αυτή η παράσταση, η προετοιμασία της, οι οντισιόν για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η εισβολή του σαιξπηρικού έργου μέσα στα κελιά της φυλακής και πιο βαθιά στη ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών του, ο ρόλος της Τέχνης όχι σαν μέσο αναμόρφωσης αλλά ως η πιο ασφαλής οδός προς την...ελευθερία.
Δεν είναι μόνο ότι οι Ταβιάνι σκηνοθετούν σαν να μην είναι παρόντες, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τις δυνατότητες των περιφραγμένων προβών των κρατούμενων, χτίζοντας στην πραγματικότητα μια θεατρική σκηνή που πάλλεται κινηματογραφικά από την σκληρή καθημερινότητα της ζωής στις φυλακές. Συνεχίζοντας στην πραγματικότητα να ποτίζουν τον ρεαλισμό τους με μια πρωτόγνωρη ποίηση, που αυτή τη φορά δεν γεννιέται από τα τοπία της ιταλικής επαρχίας ή τους κλασικούς παραδοσιακούς μύθους που κάποτε τους έκαναν διάσημους στο παγκόσμιο σινεμά, αλλά από την ίδια τη ζωή.
Είναι περισσότερο η μελέτη τους πάνω στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών τους που δεν χρειάζεται να εξομολογηθούν τις λεπτομέρειες που τους οδήγησαν στη φυλακή, αφού σε κάθε τους έκφραση και κίνηση αντιλαμβάνεσαι σαν «ανοιχτό βιβλίο» όλα όσα σκέφτονται, κουβαλούν και νιώθουν για την ανθρώπινη κατάσταση τους.
Μα πάνω απ' όλα είναι ο ίδιος ο «Ιούλιος Καίσαρας», ένα έργο τόσο αυθεντικά σύγχρονο που μοιάζει να γράφτηκε για να παιχτεί μέσα σε αυτήν την φυλακή και να εκφράσει με χειρουργική ακρίβεια τις μικρές ιστορίες εξουσίας και προδοσίας που βρίσκονται στην καρδιά αυτού του ανορθόδοξου θιάσου.
Μέσα από τις κλασικές σκηνές του έργου του Σαίξπηρ (και ελάχιστες παρεμβολές από καθημερινούς διαλόγους), οι Ταβιάνι μεταφέρουν το μύθο της ανόδου και της πτώσης μιας αυτοκρατορίας στη μορφή ενός δοκιμίου για τη σημασία της Τέχνης και της ελευθερίας, ολοκληρώνοντας στην πραγματικότητα μια μικρή καθημερινή τραγωδία που διασχίζει την ύβρη και φτάνει στην κάθαρση με τον πιο κινηματογραφικό και γι'αυτό βαθιά ανθρώπινο τρόπο.
Οταν στο τέλος η παράσταση έχει τελειώσει και κάθε ένας από τους πρωταγωνιστές πρέπει να επιστρέψει στους τέσσερις τοίχους του κελιού του η διαπίστωση πως «Τώρα που γνώρισα το μεγαλείο της Τέχνης, αυτό το κελί μοιάζει με φυλακή» δεν μπορεί παρά να σε κάνει να ανατριχιάσεις.
Και μαζί να χειροκροτήσεις μέσα από την καρδιά σου δύο σκηνοθέτες που δημιουργούν όχι από την αγωνία να νικήσουν τον χρόνο, αλλά από την ανάγκη να τον επιμηκύνουν...
Διαβάστε εδώ την αποκλειστική συνέντευξη των αδερφών Ταβιάνι στο Flix.gr