Ο Τζέρεμι Αϊρονς είναι ένας Ελβετός καθηγητής λογοτεχνίας, που λέγεται Ρέιμουντ Γκρεγκόριους (γιατί κάτι πιο απλό δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή). Είναι άνθρωπος μονήρης και σχολαστικός, μέχρι το πρωί που, πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο να διδάξει, βλέπει μια κοπέλα να πηγαίνει ν’ αυτοκτονήσει πέφτοντας από μια γέφυρα. Ο καθηγητής θα σταματήσει την κοπέλα (στην προσπάθεια, η ανοιγμένη μαύρη ομπρέλα του θα φύγει και θα αρμενίσει για λίγη ώρα στο νερό) και θα την πάρει μαζί του, όμως εκείνη σύντομα θα το σκάσει, αφήνοντας πίσω της ένα – τι άλλο; - κόκκινο παλτό, δυο εισιτήρια για το νυχτερινό τρένο για Λισαβόνα κι ένα βιβλίο, γραμμένο από τον Αμαντέου ντε Πράντου, έναν γιατρό που αφηγείται την ιστορία του, 40 χρόνια νωρίτερα, όταν ήταν στην αντίσταση εναντίον του δικτάτορα Σαλαζάρ. Ο Γκρεγκόριους, φυσικά, με κόκκινο παλτό και βιβλίο ανά χείρας, παίρνει το τρένο για Λισαβόνα, διαβάζει όλη νύχτα το βιβλίο, του αρέσει πολύ και φτάνοντας στην πόλη αρχίζει ν’αναζητά την πραγματική ιστορία του Αμαντέου και των ηρώων που περιγράφει στο βιβλίο του.

Ο Δανός σκηνοθέτης Μπίλε Ογκουστ έχει μια 15ετία να κάνει καλή ταινία, αν θεωρήσουμε ως τέτοια το «Η Δεσποινίς Σμίλλα Διαβάζει το Χιόνι» και το νέο του πόνημα, βασισμένο στο ομότιτλο best seller του Πιερ Μερσιέ, δεν κάνει τίποτα για ν’ αλλάξει το ρου της ιστορίας. Για την ακρίβεια, η καινούρια ταινία του Ογκουστ θυμίζει έντονα το λίγο παλαιότερο, βαρύγδουπο και στομφώδες ελληνικό σινεμά που χαρήκαμε που (σχεδόν) ξεφορτωθήκαμε.

Εναλλάσσοντας τις περιπέτειες του Καθηγητή Γκρεγκόριους στο σήμερα με φλας μπακ από τα νιάτα του Αμαντέου στα πρόθυρα της επανάστασης, περνούν από την οθόνη προδομένες φιλίες, μοιραίοι έρωτες, παραμυθένιες συμπτώσεις, βασανιστήρια, εκδίκηση, πολλά πολλά τσιγάρα, επαναστατικοί λόγοι, αιμομικτικά μυστικά και ό,τι άλλο χωράει στις δυο ώρες της ταινίας, όταν ο Τζέρεμι Αϊρονς δεν απαγγέλλει με τη βαθιά του φωνή την ψευτοφιλοσοφία του μυθοπλαστικού βιβλίου.

Επιπλέον, το καστ επωνύμων βροντοφωνάζει… συμπαραγωγή, μια και αταίριαστοι ηθοποιοί απ’ όλες τις χώρες βάζουν το πετραδάκι τους στο πολυσυλλεκτικό φιλμ, μιλώντας όλοι αγγλικά, με πορτογαλέζικη προφορά, στους τόνους της καταγωγής του καθενός. Σ’ ένα eurotrash πανηγύρι, περνούν από την οθόνη, εκτός από τον Τζέρεμι Αϊρονς, η Μελανί Λοράν, η Μαρτίνα Γκέντεκ, η Λίνα Ολιν που πια βλέπουμε μόνο σε ανάλογες ταινίες, ο Μπρούνο Γκανς, ο Τομ Κόρτνεϊ, η Σαρλότ Ράμπλινγκ, όποιος, δηλαδή (με εξαίρεση τη Λοράν), έχει ψιλοαποσυρθεί από τον κινηματογράφο αλλά χρειάζεται και τα προς το ζην. Να ομολογήσουμε, ωστόσο, ότι ακόμα κι εδώ, ο Τζέρεμι Αϊρονς μια γοητεία την έχει.