Βρισκόμαστε στο 1983. Ο Γκζέγκος και ο Γιούρεκ έχουν μόλις αποφοιτήσει από το σχολείο και το γιορτάζουν στην πλατεία της Βαρσοβίας, όταν δύο άντρες της πολιτοφυλακής τους σταματούν χωρίς λόγο, ζητούν τις ταυτότητες τους, τους συλλαμβάνουν και τους οδηγούν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί ο Γκζέγκος θα αντισταθεί, οι αστυνομικοί θα τον χτυπήσουν βίαια, θα οδηγηθεί στο νοσοκομείο όπου και θα καταλήξει στα τραύματα του. Ο Γιούρεκ θα είναι ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας μιας αποτρόπαιας στοχευμένης δολοφονικής επίθεσης η οποία, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα γινόταν ποτέ γνωστή.
«Χτύπα στο στομάχι, όχι στην πλάτη, ώστε να μην αφήσεις σημάδια», θα είναι η οδηγία του ενός αστυνομικού στον άλλον, μόνο που τα σημάδια που θα αφήσει ο θάνατος του Γκζέγκος θα είναι πολύ μεγαλύτερα από όσο θα πίστευε ποτέ ένα παντοδύναμο, βαθιά διεφθαρμένο, κράτος - τσίρκο, απομεινάρι μιας κομμουνιστικής ουτοπίας που είχε πλέον μετατραπεί σε εφιάλτη.
Καθώς ο κρατικός μηχανισμός προσπαθεί να καλύψει το έγκλημα και να το χρεώσει στους νοσοκόμους που μετέφεραν το άτυχο παιδί στο νοσοκομείο, στρέφεται εναντίον της σεσημασμένης φιλελεύθερης μητέρας του Γκζέγκος, απομονώνει τον Γιούρεκ μετατρέποντας τον από βασικό μάρτυρα σε ύποπτο και ενεργοποιεί με αθέμιτο τρόπο την εμπλοκή του υπηρέτη του συστήματος πατέρα του στην συγκάλυψη.
Γυρισμένο με την ταχύτητα ενός καταιγιστικού πολιτικού θρίλερ και κινητήριο δύναμη την επείγουσα ανάγκη για μια αληθινή ιστορία που οφείλει να ειπωθεί με τον πιο ενδελεχή και τελέσφορο τρόπο για να μην ξεχαστεί, το «Τα Ιχνη της Βίας» απλώνονται στα 160 λεπτά τους με τη φιλοδοξία να μιλήσουν πρωτίστως για το σήμερα της αστυνομικής βίας (από τον Τζορτζ Φλόιντ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μέχρι τις αμέτρητες υποθέσεις κατάχρησης εξουσίας και βιαιοπραγιών στην «ελεύθερη» Ευρώπη) αλλά και της κρατικής αναλγησίας.
Για την περισσότερη ώρα το καταφέρνουν, με την αεικίνητη κάμερα στο χέρι να διηγείται με συναρπαστικό τρόπο τις διαδρομές της εξουσίας και πώς αυτές εισβάλλουν μέσα στην καθημερινή ζωή για να αντιστρέψουν τις ισορροπίες, τις σταθερές, ακόμη και την ίδια τη λογική. Ο παραλογισμός παραμένει σταθερά η λέξη που χαρακτηρίζει με τον πιο γλαφυρό τρόπο μια ιστορία που μοιάζει βγαλμένη από τη φαντασία του Τζον Λε Καρέ, αλλά που η αλήθεια της υπενθυμίζει συνεχώς πως ακόμη κι όταν η ζωή γίνεται κινηματογραφική, τα σημάδια της παραμένουν χαραγμένα σε ορατά σημεία.
Σημάδια σαν αυτά που αρχίζεις να διακρίνεις στο δεύτερο μέρος, εκεί όπου το ανθρώπινο δράμα αρχίζει να παίρνει τροπή υπερβολικά μελοδραματική, τα έγχορδα ανεβάζουν ντεσιμπέλ και ο πρώην ντοκιμαντερίστας Γιάν Ματουζίνσκι μοιάζει να τεκμηριώνει (βλ. υπογραμμίζει) περισσότερο από όσο αφηγείται αγγίζοντας μέχρι και τη διδαχή. Οσο η ιστορία μένει έρμαιο του ίδιου του παραλογισμού της (απίστευτο κι όμως αληθινό) λέει περισσότερα από τις «μεγάλες» θεματικές που ανοίγει και φυσικά δεν προλαβαίνει να κλείσει, προδίδοντας, ευτυχώς όχι εις βάρος του συνόλου, την ίδια την βαρυσήμαντη πολιτική και ιστορική της σημασία.