Για πολλή ώρα μέσα στην τρίτη ταινία της Αλίτσε Ρορβάχερ και δεν είσαι καθόλου σίγουρος αν αυτό που βλέπεις είναι κάτι που μοιάζει με ντοκιμαντέρ, μια παράδοξη ιστορία... εποχής ή κάτι που εκτυλλίσσεται μέσα στο μυαλό ενός ήρωα ή ακόμη και στο σετ μιας κινηματογραφικής ταινίας.
Γνωρίζοντας ωστόσο το έργο της Ιταλίδας δημιουργού - που ξεκίνησε με το «Corpo Celeste» του 2011 (συμμετοχή στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών) και συνεχίστηκε με τα «Θαύματα» που κέρδισαν το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών το 2014, μπορείς να υποψιαστείς με ασφάλεια πως μάλλον βρισκόμαστε στον ευρύτερο κόσμο μιας παραβολής, ενός λαϊκού παραμυθιού ή μιας πραγματικότητας που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τη φαντασία.
Αν σας ενδιαφέρει να μπείτε στον κόσμο της Αλίτσε Ρορβάχερ όπως ακριβώς επιθυμεί η 35χρονη σκηνοθέτης - σαν να βλέπετε δηλαδή μια ταινία των αδερφών Ταβιάνι γυρισμένη σαν ντοκιμαντέρ που παίρνει κυριολεκτικά το χρόνο της πριν αρχίσει να αποκαλύπτει τι κρύβεται κάτω από το περίβλημά της - θα ήταν καλό να μην μάθετε τίποτα για την υπόθεση και τα διακριτά δύο μέρη στα οποία είναι χωρισμένη η ταινία.
Αρκεστείτε μόνο στο γεγονός πως αυτή είναι η ιστορία μιας οικογένειας αγροτών που δουλεύει στο κτήμα μιας φανερά παρηκμασμένης Μαρκησίας κάπου λίγο έξω από την Ρώμη. Αναμεσά τους ο Λάζαρος του τίτλου είναι ένα νεαρό λιγομίλητο αγόρι, που ζει στον δικό του παράδεισο κουβαλώντας την αφέλεια του νου και της ελευθερίας του, σαν ένα αντίδοτο για την κοσμική δυστυχία που ακόμη κι αν δεν την βλέπεις, τίποτα δεν μπορεί να σε εμποδίσει να την υποψιαστείς. Οταν αυτή θα έρθει - νομοτελειακά - για να διαβρώσει την «παραδεισένια» ζωή σε αυτό το κομμάτι γης, ο Λάζαρος δεν θα αντέξει και θα μεταμορφωθεί κι αυτός με τη σειρά του σε ένα σύμβολο, μια εικόνα, ένα λόγο να πιστέψεις στα θαύματα ή και σε κάτι ακόμη πιο μεγάλο.
Ο χρόνος είναι σχετικός, όπως ακριβώς στα παραμύθια, αφού η ιστορία του Λάζαρου θα μπορούσε να συμβαίνει στο διηνεκές, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος, εκεί όπου η Ρορβάχερ αφήνει τη μόνιμη συνεργάτη της Ελέν Λουβάρ (διευθύντρια φωτογραφίας και στο «Xenia» του Πάνου Χ. Κούτρα) να μεγαλουργεί με το φιλμ των 16mm, δημιουργώντας ένα άχρονο τοπίο που με τον δικό του σινεφιλικό τρόπο ξεκινάει από τo «Θαύμα στο Μιλάνο» του Βιτόριο Ντε Σίκα, διασχίζει το «La Strada» του Φεντερίκο Φελίνι και αντηχεί κάτι από τη βισκοντική παρακμή με παραπάνω από μια ευθείες αναφορές στα... περασμένα μεγαλεία.
Είναι σαφές από νωρίς πως η Ρορβάχερ κάνει αυτήν την ταινία για να μιλήσει για την Ιταλία, για τον λαό μιας χώρας που έμεινε πίσω στο χρόνο και για όλα όσα χάθηκαν μέχρι να αντιληφθεί τη νέα, κυνική πραγματικότητα της «κρίσης». Η ματιά της είναι πάντα τρυφερή απέναντι σε ανθρώπους που δεν ακολουθούν τη νόρμα και όπως και στα «Θαύματα», μόνο που εδώ η μελαγχολία της είναι ακόμη πιο βαθιά και ο καμβάς πάνω στον οποίο προσπαθεί να αφηγηθεί την παραβολή της μεγαλύτερος από αυτό που ίσως μπορεί να ελέγξει.
Οσο απομακρύνεται από την πραγματικότητα - με στιγμές που κάπως «οφείλεις» να πιστέψεις, τόσο την πλησιάζει επικίνδυνα. Οσο προσπαθεί να εμπλέξει συναισθηματικά το θεατή, τόσο αποστασιοποιείται προκειμένου να μην παραδοθεί στο λυρισμό. Και όσο παίζει με το μύθο, τόσο διακινδυνεύει να μην γίνει πιστευτή. Αδιαμφισβήτητα ταλαντούχα, με ένα τολμηρό όραμα και κυρίως ένα θαρραλέο βλέμμα, η Ρορβάχερ μαγεύει και μπερδεύει την ίδια στιγμή, λίγο πριν κλείσει το παραμύθι της με ένα φινάλε που είναι σαφές ότι βρίσκεται εκεί «φορεμένο» από τον τρόπο με τον οποίο ο θεατής θέλει πάντα να του εξηγείς αυτό που μόλις έχεις δείξει.
Με μια εύκολη, μελοδραματική κίνηση, η Ρορβάχερ ολοκληρώνει την προβληματική της πάνω σε ένα κόσμο που δεν αντέχει το «και ζήσαν καλά», αλλά εκεί που σε όλη τη διαρκεια μιλάει για κάτι απείρως μεγαλύτερο επιλέγει να το περιορίσει σε ένα ατυχές, όχι πια ως αναφορά στο λαϊκό αλλά στα όρια του λαϊκίστικου φινάλε, στερώντας οριστικά από τη φιλόδοξη ταινία της ένα πραγματικά (κυριολεκτικά και μεταφορικά) «φανταστικό» κλείσιμο.