Ο Αρης είναι ένας μοναχικός 35άρης, χωρισμένος, που δουλεύει σε ένα εργοστάσιο. Oταν απολύεται χωρίς καμιά προειδοποίηση, αποφασίζει να αποδώσει δικαιοσύνη ο ίδιος, καθώς νιώθει θύμα μιας ακραίας αδικίας. Oμως ο Aρης δεν είναι μόνος του. Eχει μαζί του και τον εξάχρονο γιο του

Παρών σε κάθε μικρή ή μεγάλη μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας, με το βλέμμα του στραμμένο στο ρεαλισμό ακόμη κι όταν η φόρμα των ταινιών του ξεγελούσε ως φαντασία, άλλοτε στο βωμό της καθημερινότητας και άλλοτε σε αυτόν του ονείρου, ο Δημήτρης Αθανίτης φτάνει – σχεδόν νομοτελειακά – στο «Invisible» φτιάχνοντας μια ταινία αυθόρμητη, ίσως και θυμωμένη, σαν μια πράξη αντίδρασης που αποκτά σάρκα και οστά σχεδόν όσο διανύει τη διαδρομή της από το τέλος... στην αρχή και πάλι πίσω.

Μακριά από το έντονο στιλιζάρισμα της προηγούμενης ταινίας του («Τρεις Μέρες Ευτυχίας») και με την αίσθηση της μελαγχολίας εκείνης της ταινίας να δίνει εδώ τη θέση της σε μια οργισμένη μοναξιά, το «Invisible» μοιάζει με μια ευθεία γραμμή πάνω στην οποία τρέχει όχι μόνο ο ήρωάς του και η μοίρα του, αλλά και ο ίδιος ο θεατής καθως δείχνει να «ζει» μια ιστορία που θα μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε – σε αυτήν την πόλη της κρίσης, σε αυτόν τον κόσμο της κρίσης.

Τα σχήματα είναι απλά (ο απολυμένος πατέρας, μια διαλυμένη «οικογένεια», ο τόπος σαν αγρια δύση στις παρυφές της πόλης, οι «Αλιείς Μαργαριταριών» του Μπιζέ για μουσική υπόκρουση), όσο απλά είναι και τα πράγματα όταν οι επιλογές σου δεν είναι πολλές, αλλά μόνο μία: να πάρεις τα πράγματα στα χέρια σου. Αυτό κάνει ο ήρωας του «Invisible», ναι, θέλοντας να βρει τον ιδανικό τρόπο να αντιδράσει προκειμένου να μην τρελαθεί ή στρέψει το θυμό στον εαυτό του και όσους αγαπάει.

Υπάρχει ένταση στη διαδρομή του ήρωα του «Invisible» κι όχι μόνο επειδή ο Γιάννης Στάνκογλου τον υποδύεται με μια σχεδόν ενστικτώδη αντίληψη της ψυχολογίας του. Ακολουθώντας τον βήμα βήμα, αγχωτικά όσο κινείται κάποιος που δεν έχει να χάσει τίποτα γιατί απλά έχει χάσει τα πάντα, ο Δημήτρης Αθανίτης τον ελαφραίνει από μυθοπλαστικά βαρίδια για να τον αφήσει καθαρό να αφηγηθεί τη δική του ιστορία και να φτάσει στο τέλος της διαδρομής του, θύμα και θύτης ενός γίγνεσθαι που βρίσκει όλους αμέτοχους και όλους «δράστες».

Αν το «Invisible» δεν γίνεται ποτέ η εκρηκτική ιστορία που θα σε έκανε να σταθείς για όση ώρα διαρκεί στην άκρη του καθίσματός σου είναι γιατί μετά από λίγη ώρα μοιάζει να εξαντλείται μέσα στις καθαρές πρώτες του ύλες. Η ατμόσφαιρα δεν αλλάζει, η κίνηση είναι σταθερή, το ζητούμενο είναι ένα και το μυστήριο του φινάλε δεν μοιάζει ικανό να ανατρέψει τη διαρκή αίσθηση πως εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια ταινία που (σε) κερδίζει με την αμεσότητά της, αλλά (σε) χάνει με τη λιγοστή της μυθοπλασία.

Περνάει μόνο λίγη ώρα μέχρι να συντονιστείς με το θυμό, την απόγνωση και το διαρκές αίτημα «εκδίκησης» του πρωταγωνιστή σε ένα ιδιότυπο γουέστερν στη μέση μιας αστικής (οικονομικής, κατα βάση, κρίσης). Περνάει, όμως, ακόμη περισσότερη μέχρι να αντιληφθείς πως η απόσταση που διανύει δεν σε οδηγεί πιο μακριά από το γνώριμο, το επαναλαμβανόμενο, το ορατό ίσως (αν αυτό είναι το αντίβαρο στον τίτλο της ταινίας), αλλά πολλές φορές και προφανές.