Την τελευταία φορά που είδαμε την Κάτνις Εβερντιν, με το βέλος της και με την υποστήριξη του Πλούταρκ, κατέστρεψε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τους Αγώνες Πείνας και κατέφερε ένα σοβαρό πλήγμα στην εξουσία της Κάπιτολ και του Προέδρου Σνόου. Τώρα τη συναντάμε στα βάθη της Περιοχής 13, η οποία δεν έχει ισοπεδωθεί κι εγκαταλειφθεί: αντίθετα, λειτουργεί στην εντέλεια κάτω από το σιδερένιο χέρι της Προέδρου Κόιν και προετοιμάζει την Επανάσταση. Μια σφιχτή ομάδα, με την τεχνική βοήθεια του Μπίτι, τον ειδήμονα στο μάρκετινγκ Πλούταρκ και τη σκληρή δουλειά χιλιάδων πολιτών, είναι έτοιμη να καλέσει την υπόλοιπη Πάνεμ και να τα βάλει με την Κάπιτολ. Εκείνο που χρειάζεται, είναι το εμβληματικό πρόσωπο της Κάτνις για να δώσει πίστη και δύναμη στο λαό, να ενσαρκώσει την ίδια την Επανάσταση. Κι η Κάτνις θα τολμήσει να το κάνει, όχι μόνο για να υπερασπιστεί την οικογένειά της, τον Γκέιλ, το δίκαιο και το δημοκρατικό, αλλά και για να απελευθερώσει τον Πίτα που βρίσκεται εγκλωβισμένος στην πρωτεύουσα.

Διαβάστε ακόμη: «Hunger Games: Επανάσταση Μέρος 1»: Οδηγός Επιβίωσης

Ο Φράνσις Λόρενς ήταν ο σκηνοθέτης και του προηγούμενου, δεύτερου μέρους του «Hunger Games» και είναι εκείνος που θα φέρει τη young adult περιπέτεια στο φινάλε της, του χρόνου. Σ’ αυτήν εδώ την ταινία, που θεωρητικά είναι σαν το «μεσαίο παιδί», το πρώτο μέρος του τελευταίου κεφαλαίου, χωρίς αυτόνομη αρχή και οριστικό τέλος, κάνει θαυμάσια δουλειά, υπερβαίνοντας ακόμα και τις αδυναμίες που το ίδιο το μυθιστόρημα είχε σ’ αυτό το σημείο. Το «Mockingjay – Part 1» αλλάζει ριζικά το ύφος της κινηματογραφικής τετραλογίας, γίνεται σκοτεινό, δυνατό, γεμάτο σασπένς και έντονο συναισθηματισμό, ένα στιβαρό κεφάλαιο απολογισμού, προετοιμασίας και… χαρτομάντιλου.

Η αρένα των «αγώνων πείνας» έχει, πια, εξαφανιστεί και η δράση εκτυλίσσεται σ’ ένα έντονα πολιτικό (επιδερμικό μεν, αποτελεσματικό δε) περιβάλλον, καθώς η σύγκρουση της εξουσίας της Κάπιτολ με τις χιλιάδες καταπιεσμένου λαού της Πάνεμ κοντεύει να ξεσπάσει. Μαζί έχουν εξαφανιστεί και τα υπέροχα φαντεζί ρούχα και σκηνικά και το χαριτωμένο χιούμορ, δίνοντας τη θέση τους σ’ ένα σκοτεινό, ακτιβιστικό, τελολογικό κόσμο, σα φουτουριστικό Κεν Λόουτς, που λειτουργεί εκπληκτικά.

Επιπλέον, η ταινία χάνει τα αβανταδόρικα πλεονεκτήματα των φωτεινών, λαμπερών κοστουμιών κι ευρημάτων, τη χλιδή και την υπονόμευσή της, την ίδια την αρένα που, στις δυο ως τώρα βερσιόν της ήταν θεαματική και το κέντρο του ενδιαφέροντος. Η αισθητική της φέρνει περισσότερο, κατ’ επιλογή, στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, το σκηνικό αντλεί από τα σοβιέτ και το ανατολικό μπλοκ, η παλέτα κινείται από το γκρι στο μαύρο, σε μια ταινία γεμάτη με πλάνα πλήθους, είτε αυτοί είναι οι ταλαιπωρημένοι και μαχητικοί κάτοικοι της 13, είτε τα αμέτρητα αποτεφρωμένα πτώματα της Περιοχής 12, σε μια από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές του φιλμ.

Ακόμα περισσότερο κι από αυτήν την επιτυχημένη ατμόσφαιρα και το διαρκές υπόγειο σασπένς, η ταινία είναι ειλικρινά συγκινητική, χάρη στο σενάριο των Ντάνι Στρονγκ και Πίτερ Κρεγκ, αλλά κυρίως στην ερμηνεία της Τζένιφερ Λόρενς που καταφέρνει να παίρνει το ρόλο της στα σοβαρά, χωρίς να τον κάνει σοβαροφανή (μιλάμε για μια light νεανική περιπέτεια φαντασίας, μην ξεχνάμε), προσθέτοντάς του δύναμη, παρελθόν, μελαγχολία, αδιέξοδα, ό,τι χρειάζεται μια έφηβη ηρωίδα για να γίνει αξιαγάπητη και συναρπαστική.

Με τον ίδιο τρόπο και οι υπόλοιποι ηθοποιοί προσεγγίζουν τους δεύτερους ρόλους τους με σεβασμό και περιεχόμενο, από τον Λίαμ Χέμσγουερθ ως ανίκητα ρομαντικό lead σ’ αυτήν την ταινία, μέχρι το ηγετικό δίδυμο Τζούλιαν Μουρ – Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν (τον οποίο θα δούμε λίγο ακόμα στην 4η και τελευταία ταινία, το 2015) και, φυσικά, τον πάντα απολαυστικό Γούντι Χάρελσον. Ο καθένας έχει το χώρο του, τις λεπτομέρειές του, τον ολοκληρωμένο χαρακτήρα του, με συνέπεια και ενδιαφέρον. Αν αυτό το μέρος της κινηματογραφικής σειράς είναι, κυρίως, συνδετικό, ο Λόρενς εκμεταλλεύεται το χώρο του για να διαγράψει λεπτομέρειες, να στήσει μεγάλες σκηνές, να διατυπώσει την ιδεολογία του και, προετοιμάζοντας το έδαφος για το φινάλε, να έχει αφηγηθεί μια ολοκληρωμένη ιστορία με κάποιες αξέχαστες σκηνές.

Εκείνο που, τελικά, έχει καταφέρει το «Mockingjay», είναι να μεταφράσει το παρόν της δράσης σε μια άλλη «πίστα» της αρένας, έξω στον πραγματικό κόσμο πια, να τον κάνει μεγαλειώδη παρότι βρίσκεται ως επί το πλείστον εκατοντάδες μέτρα κάτω από τη γη και, κυρίως, να τελειώσει με μια μεγάλη προσμονή για την επόμενη ταινία. Που είναι, άλλωστε και ο προορισμός της. Συνδέοντας το fun των προηγούμενων «επεισοδίων» με τη σκυθρωπή αυτοσυγκράτηση αυτής εδώ, της νέας ταινίας, το κινηματογραφικό «Hunger Games» εξελίσσεται στο δυνατότερο χαρτί της εφηβικής κουλτούρας, περισσότερο κι από τα «Twilight», απολαυστικό και για κοινό που έχει ξεπεράσει την εφηβεία του εδώ και μπόλικα χρόνια.

Διαβάστε και δείτε ακόμη: