Το «Cité Gagarine» χτίστηκε το 1961 στα «banlieue» φτωχικά προάστια του Παρισιού. Ενα οικοδόμημα 13 ορόφων και 370 διαμερισμάτων, σχεδιασμένο στα πρότυπα των εργατικών κατοικιών της κομμουνιστικής Ευρώπης: ναι μεν μαζική στέγαση στο πολυόροφο τσιμέντο, αλλά ταυτόχρονα ένας κυκλικός αρχιτεκτονικός συνδυασμός με μία κοινή εσωτερική αυλή που χαρίζει στους κατοίκους κάτι παραπάνω από άπλετο φως - έναν τόπο γειτονίας, συνεύρεσης. Ενα ξεκάθαρο στίγμα κοινότητας. Γιατί στο Gagarine, όπως και σε εκατοντάδες παρόμοια κτίσματα, κατέφυγαν άνθρωποι που, μέχρι εκείνη τη στιγμή της μετακόμισής τους δεν ανήκαν πουθενά: μετανάστες που ζήτησαν άσυλο, εργάτες κάτω από τα όρια της φτώχειας, μονογονικές οικογένειες που αδυνατούσαν να τα βγάλουν πέρα χωρίς τη συνδρομή της πρόνοιας. Το 1961 μπήκαν τα θεμέλια τέτοιων σπιτιών και μαζί επικράτησε ένα κύμα αισιοδοξίας. Ολα θα πάνε καλά. Οταν έχεις μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου, μπορείς να κοιτάς ψηλά τα αστέρια. Ισως για αυτό του έδωσαν και το όνομα του Γιουρι Γκαγκάριν, του πρώτου κοσμονάυτη που ταξίδεψε στο διάστημα. Ο ήρωας της Σοβιετικής Ενωσης πήγε μάλιστα στα εγκαίνια της εργατικής κατοικίας και έκοψε την κορδέλα. Ολα θα πήγαιναν καλά. Αν βρήκαμε τρόπο να στέλνουμε ανθρώπους στο φεγγάρι, το να προσφέρουμε στους συνανθρώπους μας τα βασικά στη γη, ήταν αυτονόητο.

Εξήντα χρόνια μετά, τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Το Gagarine είναι ένα ακόμα κτίριο του παριζιάνικου γκέτο. Ρωγμές διαβρώνουν τα θεμέλιά του, αμίαντο δηλητηριάζει τους τοίχους του, σάπιες αποχετεύσεις μουχλιάζουν τα πατώματά του. Ποντίκια τρέχουν στους διαδρόμους, βαποράκια διακινούν ναρκωτικά στις εσωτερικές αυλές του. Ταυτόχρονα όμως, παραμένει για εκατοντάδες ανθρώπους «το μόνο σπίτι που γνώρισαν». Ενας από αυτούς είναι κι ο 16χρονος Γιούρι. Πρώτης γενιάς αφρικανός μετανάστης, ορφανός από πατέρα κι εγκαταλελειμμένος από την ξαναπαντρεμένη μητέρα του, δεν γνώρισε ποτέ την πατρίδα του. Πατρίδα, σπίτι, οικογένεια είναι για αυτόν το Gagarine. Η γειτόνισσα της διπλανής πόρτας του δίνει ένα πιάτο φαΐ, ο γιος της είναι αδελφός που δεν έχει, η ταράτσα είναι ο κόσμος που ονειρεύεται. Εκεί, αυτό το ντροπαλό αγόρι που ονειρεύεται να γίνει αστροναύτης έχει χτίσει το «πιλοτήριό» του. Εκεί διατηρεί την παράγκα με τα εργαλεία του. Το Gagarine τον κηδεμονεί, κι αυτός κηδεμονεί το Gagarine: μαζί με τον Χουσάμ, τον κολλητό του, και την Ντιάνα, το δυναμικό Ρομά κορίτσι που είναι κρυφά ερωτευμένος, βρίσκουν τα υλικά να επισκευάσουν σιγά σιγά τις πρώτες ανάγκες του κτιρίου. Γιατί αν το επισκευάσουν, δε θα έρθει το κράτος να το κρίνει ακατάλληλο, να το εκκενώσει, να το κατεδαφίσει.

Οι Φανί Λιατάρ και Ζερεμί Τρουλ μάς συστήνονται με ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο (που είχε επιλεχθεί για το διαγωνιστικό των Καννών του 2020). Και τολμάμε να πούμε ότι αν το φεστιβάλ είχε πραγματοποιηθεί, μπορεί να έφευγαν με τον Χρυσό Φοίνικα - 25 χρόνια μετά «Το Μίσος» του Ματιέ Κασοβίτς. Εξετάζοντας έναν ίδιο κόσμο, αυτόν του εγκατελειμμένου, φτωχικού περιθωρίου, του Παρισιού των «Aθλίων», αλλά με ένα εντελώς διαφορετικό βλέμμα. Τόσο κοινωνικά, όσο και κινηματογραφικά.

Γιατί οι Λιατάρ και Τρουλ παρέδωσαν μία ταινία, μαγικά υβριδική: από την μία ξεκάθαρα γειωμένη στην άδικη, ρεαλιστική πραγματικότητα των banlieue, κι από την άλλη ρομαντικά απογειωμένη στα αστέρια, με σεκάνς μαγικού ρεαλισμου. Γιατί η φαντασία του Γιούρι, η μεγάλη του νεανική καρδιά, δεν βλέπει ταβάνια. Διαπερνά τους τοίχους και κοιτά με μαγεμένο βλέμμα το σύμπαν. Φαντασιώνεται ότι οι πορτοκαλί διάδρομοι του κτιριού γίνονται το αλά «2001» διαστημόπλοιό του, η κόκκινη adidas φόρμα του, είναι η στολή του. Κάπως έτσι και ολόκληρη η ταινία δεν σκεπάζεται πια από τη βρώμα ενός ερείπιου, αλλά από αστρόσκονη. Τι κι αν ο πύραυλος είναι κατασκευασμένος από παιδικά χέρια - από χαρτόνι και κόλλα. Το σινεμά τον στέλνει σε μια ποιητική τροχιά στη στρατόσφαιρα της συλλογικής συγκίνησης.

Το σκηνοθετικό δίδυμο, εκμεταλλεύεται αριστοτεχνικά την εκκένωση του πραγματικού Gagarine (2019) για να κάνει γυρίσματα στους φυσικούς χώρους. Ταυτόχρονα όμως, η Μαριόν Μπουργκέρ κατασκευάζει ένα συγκλονιστικό production design, που σε συνδυασμό με τους φωτισμούς του Βικτόρ Σεγκουίν σε προσγειώνουν στον κόσμο του Γιούρι. Εκεί που ένα υγρό, εξαθλιωμένο υπόγειο, μπορεί να γίνει θερμοκήπιο. Κι ένα παιδικό παράθυρο που στέλνει σήματα Μορς με ένα φακό, το μοναδικό αισιόδοξο στίγμα ανθρωπιάς στον πλανήτη.

Οι Λιατάρ και Τρουλ στραβώνουν τα κάδρα τους, βρίσκουν γωνίες που πράγματι κάνουν τους χώρους να μοιάζουν διαστημικοί, φουτουριστικοί - μια χιονισμένη ταράτσα να θυμίζει την επιφάνεια του φεγγαριού. Ταυτόχρονα, η ντοκιμαντερίστικη κινηματογράφηση της πραγματικότητας, διακόπτεται συνεχώς από πιο υγρή κίνηση της κάμερας. Σεκάνς που μοιάζουν με τριπάκι, χρησιμοποιώντας ακόμα και τον ήχο των διαδρόμων ή της κίνησης του ασανσέρ, ως κάτι που έρχεται από το έξω διάστημα.

Αυτό όμως που αναδύεται μέσα από την μεγάλη, παλλόμενη καρδιά της ταινίας είναι ο πρωταγωνιστής της. Ο Αλσένι Μπαθιλί απογειώνει το συναίσθημα. Μία old soul ερμηνεία, με ωριμότητα και βάθος, από έναν άπειρο, νέο πρωταγωνιστή. Αφαιρετικές, απέριττες κινήσεις, έντονη ενέργεια - μελαγχολική και ταυτόχρονα ασυγκράτητη ρομαντική. Δημιουργεί έναν ήρωα που πιστεύεις. Σε πείθει τόσο για την εγκατάλειψη και τη μοναξιά του, όσο και για το μεγαλόπνοο όραμά του. Τη φτώχια και τον πλούτο του. Τη σεμνότητα και το μεγαλείο του. Το βούρκο και τα αστέρια του.

Δε θα μπορούσε να υπάρξει πιο επίκαιρη ταινία από το «Γκαγκάριν». Γιατί, ειρωνικά, το 2021 απέδειξε ξανά ότι το 1% της Γης μπορεί να ταξιδέψει για μερικά σπάταλα λεπτά της ώρας στο διάστημα. Να δώσει την ευκαιρία της θέας του κόσμου από ψηλά, σε όσους έχουν την πολυτέλεια να μην εστιάζουν ποτέ έξω από τον μικρόκοσμό τους. Ταυτόχρονα, Gagarine μικρόκοσμοι θα συνεχίζουν να υποδέχονται μειονότητες μεταναστών, άπορων, περιθωριοποιημένων. Γιατί τίποτα δεν πήγε καλά. Ο κόσμος μας ποτέ δεν άλλαξε. Απλώς, συνεχίζει να γυρίζει.