Ο στρατιώτης Ταμούρα, πρωταγωνιστής και σύμβολο της διαδρομής θανάτου που ο Κον Ιτσικάουα χαρτογραφεί στο αμετάφραστο στα ελληνικά «Fires on the Plain» του 1959, θα διωχθεί από τη μονάδα του μετά από τη διάγνωσή του με φυματίωση. Ο ανώτερός του θα τον διατάξει να πάει στο κοντινότερο νοσοκομείο και αν δεν τον δεχτούν για να τον περιθάλψουν να αυτοκτονήσει. Φτάνοντας εκεί, ο Ταμούρα θα γνωρίσει άλλους ασθενείς που είναι σε χειρότερη μοίρα από τον ίδιο και όταν το νοσοκομείο βομβαρδιστεί θα αποφασίσει να ξεκινήσει ένα ταξίδι μέσα στη ζούγκλα των Φιλιππίνων.
Ηδη από αυτές τις πρώτες σκηνές, o Ιτσικάουα υπογραμμίζει πως ο Ταμούρα θα γίνει μάρτυρας της πιο αποκρουστικής εικόνας του πολέμου, καθώς κάθε του νέα συνάντηση με τις αποδεκατισμένες μονάδες του ιαπωνικού στρατού θα τον φέρνει πιο κοντά στην απελπισία, την αποκτήνωση, την απονενοημένη προσπάθεια για επιβίωση, σε έναν εφιάλτη που από τη στιγμή που ξεκινάει μοιάζει να μην έχει τέλος παρά μόνο όταν η γη έχει γεμίσει από πτώματα και οι ισχνές, τελευταίες ανάσες ζωής έχουν σβήσει παραδομένες στο θάνατο.
Μακριά από τον λυρισμό με τον οποίο είχε «ποτίσει» τον πρώτο στη σειρά αντιπολεμικό του ύμνο στην «Αρπα της Βιρμανίας» το 1956, παραμένοντας ωστόσο ένας από τους πρώτους που κατέδειξε τις συνέπειες του Β' Παγκόσμίου Πολέμου από την πλευρά των Ιαπώνων, ο Κον Ιτσικάουα φτιάχνει με το «Fires in the Plain» μια ταινία πιο σκληρή, πιο πολιτική, όχι λίγότερο μεγαλειώδη ή λιγότερο αντιπολεμική που μυρίζει όμως θάνατο. Κάθε σκηνή που ακολουθεί στη διαδρομή του Ταμούρα είναι ακόμη πιο βίαιη, ακόμη πιο απάνθρωπη, στρωμένη με πτώματα ανθρώπων και ζώων, ένα οδοιπορικό στον τρόπο με τον οποίο ο πόλεμος αφαιρεί σταδιακά το φως από τον άνθρωπο προκειμένου να τον πνίξει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.
Νεκρός ήδη πριν πεθάνει, ο Ταμούρα, διασχίζει την (ανθρώπινη) ζούγκλα των Φιλιππίνων γνωρίζοντας πως η εντολή που του δόθηκε να αυτοκτονήσει μπορεί να ήταν και πιο ανακουφιστική μπροστά σε όσα αρνείται μεν να στρέψει το βλέμμα του, αλλά αναπόφευκτα γίνεται μάρτυρας τους. Κάθε νέα στάση μοιάζει σαν κάτι για να πιαστείς και να πιστέψεις πως όλα θα πάνε καλύτερα, κάθε νέα στάση είναι μια επιβεβαίωση για την μη αναστρέψιμη τροπή των πραγμάτων.
Δεν είναι μόνο τα τρύπια παπούτσια, τα αθώα βλέμματα, η γεύση από τη λάσπη και το αίμα που γίνεται πρώτη ύλη για τους αμέτρητους τάφους, δεν είναι καν η ανάγκη για φαγητό - που αγγίζει τα όρια του κανιβαλισμού, όταν πια ο άνθρωπος δεν έχει άλλη επιλογή σε μερικές από τις πιο σκληρές σκηνές της ταινίας.
Είναι περισσότερο αυτή η κλειστοφοβική διαδρομή στην αφιλόξενη χώρα που ονομάζεται πόλεμος. Εκεί όπου ο Ταμούρα αναγκάζεται να ανακαλύψει νέες ταυτότητες και νέες πατρίδες. Εκεί όπου ο Ιτσικάουα, εδώ στην ίσως πιο συνταρακτική του στιγμή, εικονογραφεί σκηνές αφανισμού και βιαιότητας, προχωρώντας κι αυτός όπως κι ο ήρωας του σε ένα παραισθησιογόνο, σαν βγαλμένο ολοκληρωτικά από τους εφιάλτες φινάλε όπου πλέον δεν υπάρχει η παραμικρή βεβαιότητα - όχι μόνο για τον τελικό προορισμό, την απάντηση στην σπαρακτική ερώτηση «δεν τελείωσε ακόμη ο πόλεμος;» ή το σημείο όπου πλέον δεν υπάρχει επιστροφή, αλλά και για έννοιες όπως «ανθρωπιά» και «αλληλεγγύη» που παίρνουν εντελώς διαφορετικά νοήματα μέσα στο πηχτό σκοτάδι του πολέμου.