Εξι άγνωστοι μεταξύ τους λαμβάνουν ως δώρο μια πρόσκληση για ένα escape room πολυτελείας. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας (ανάμεσά τους κι ένα δελεαστικό χρηματικό έπαθλο για όποιον τερματίσει πρώτος στην έξοδο) δέχονται να συμμετάσχουν, για να ανακαλύψουν με τρόμο ότι ενδέχεται να μη βγουν ποτέ ζωντανοί από τα δωμάτια-παγίδες του.
Σκηνοθετημένο από τον Ανταμ Ρόμπιτελ («Παγιδευμένη Ψυχή: Το Τελευταίο Κλειδί»), το «Escape Room» προσπαθεί μάταια, όσο και απροκάλυπτα, να τοποθετήσει τον εαυτό του κάπου ανάμεσα στις σειρές ταινιών «Βλέπω τον Θάνατο Σου» και «Saw». Δυστυχώς, όμως, ακόμα και με τα μάλλον χαμηλά στάνταρ των δημοφιλών αυτών ταινιών, αποδεικνύεται αισθητά κατώτερο των προκατόχων του, ειδικά στο πεδίο των αιματηρών κι ευφάνταστων θανάτων, οι οποίοι –κακά τα ψέματα– σχεδόν αποτελούν το raison d'être του συγκεκριμένου (υπο)είδους ταινιών τρόμου.
Κι αν η οικονομία αίματος ήταν εύλογη για την επιθυμητή PG 13 καταλληλότητα της ταινίας, τίποτα δεν δικαιολογεί τη σχεδόν μπανάλ εξολόθρευση των χαρακτήρων, σε ένα κόνσεπτ που αν μη τι άλλο προσφερόταν και με το παραπάνω για ευρηματικά κι εκκεντρικά θανατικά.
Η ιδέα του «Escape Room» ξετυλίγεται αρχικά (σχεδόν) διασκεδαστικά, όσο οι παίκτες ανακαλύπτουν τα δωμάτια και συνειδητοποιούν σταδιακά ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου, το σενάριο όμως γίνεται ολοένα και πιο εξωφρενικό όταν τα πράγματα σοβαρεύουν και η ταινία προσπαθεί ανεπιτυχώς να προσφέρει μια συναρπαστική εξήγηση για το πώς και το γιατί τα συγκεκριμένα άτομα επιλέχθηκαν για να συμμετάσχουν.
Ακόμα κι αν προσπεράσει κανείς το όχι και τόσο πειστικό γεγονός ότι κανείς δεν αποπειράται καν να επικοινωνήσει με το κοντινό τους πρόσωπο που υποτίθεται ότι τους έστειλε την πρόσκληση (ειδικά από τις στιγμή που, με μία εξαίρεση, κανείς τους δεν είναι φαν του εν λόγω σπορ) , οι ιστορίες που ξεδιπλώνουν το παρελθόν τους (όλοι τους έχουν μια τραγική προσωπική/οικογενειακή περιπέτεια επιβίωσης να αφηγηθούν) δεν είναι μονάχα απίθανες αλλά αποκαλύπτονται με άτεχνο και σχεδόν μελοδραματικό τρόπο μέσα από σπασμωδικά φλασμπάκ, χωρίς αυτό να προσθέτει εν τέλει τίποτα αληθινά πολύτιμο στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και στη συναισθηματική εμπλοκή των θεατών μαζί τους.
Οσο για τους –υποτίθεται– τρομακτικούς και σαδιστικούς γρίφους τους οποίους οι ήρωες καλούνται να ξεδιαλύνουν προκειμένου να απεγκλωβιστούν από το κάθε δωμάτιο όπου βρίσκονται, αυτοί δεν ανταποκρίνονται καν στα πρότυπα των συμβατικών escape rooms, με τη λύση συχνά να στερείται λογικής. Αφήνοντας ανεκμετάλλευτα ακόμα και τα καλοσχεδιασμένα, ως σκηνικά, δωμάτιά του, το «Escape Room» καταλήγει απλά να απαριθμεί πίστες και θύματα σαν video game β’ διαλογής, με μοναδική τρομακτική ανατροπή το ανοιχτό του φινάλε και την απειλητική υπόσχεση ενός σίκουελ.