Η βετεράνος Δρ. Ελίζ Ρενιέρ πρέπει αυτή τη φορά να αντιμετωπίσει ένα προσωπικό, και ίσως το πιο τρομαχτικό κυνήγι φαντασμάτων της ζωής της. Η αποστολή της αποκτά βαρύνουσα σημασία, αφού η πηγή όλων των κακών προέρχεται από το ίδιο της το πατρικό σπίτι, όπου η ίδια έζησε τα πιο μαρτυρικά χρόνια της ζωής της. Ενώ τότε αποφάσισε να κρύψει τους φόβους της επιμελώς, και να μην τους αντιμετωπίσει ποτέ, τώρα καλείται να ξεκλειδώσει όλες τις πτυχές του σκοτεινού οικογενειακού δράματός της, ώστε να βρεθεί αντιμέτωπη με τον υπέρτατο δαίμονα, αυτόν με το Πρόσωπο-Κλειδί. Είτε θα κερδίσει και όλα θα πάνε καλά είτε θα χάσει και θα βυθιστεί η ίδια, αλλά και πολλές άλλες ψυχές, στο απόλυτο σκοτάδι.
Το franchise των ταινιών τρόμου «Insidious» ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Τα δυο πρώτα κεφάλαια της σειράς, σκηνοθετημένα από τον «ειδικό» στο είδος Τζέιμς Γουάν, είχαν καταφέρει να βρουν επάξια την θέση τους στις λίστες με τις πιο ατμοσφαιρικές, πιο ανατριχιαστικές, και (σίγουρα) πιο φρέσκιες ταινίες τρόμου των τελευταίων ετών.
Ομως με ένα, αναπόφευκτο, τρίτο κεφάλαιο πρίκουελ, η σειρά άρχισε να δείχνει ήδη τα σημάδια κορεσμού της με τις ανατριχίλες να μοιάζουν, το καλύτερο, επαναλαμβανόμενες. Κι όμως παρόλα αυτά, η σειρά κατάφερε να βρει ξανά τον δρόμο της στις αίθουσες με μια τέταρτη ταινία η οποία αποτελεί σίκουελ της τρίτης και πρίκουελ των δυο πρώτων.
Βγάζοντας από τον τίτλο της τη λέξη «κεφάλαιο» ο Λι Γουανέλ, ο οποίος αποφασίζει αυτή την φορά να μην καθίσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη, αλλά να γράψει μόνο το σενάριο, επικεντρώνεται στην ηρωίδα της σειράς, το μέντιουμ Ελίζ Ρενιέρ, και της δίνει το background story που δικαιωματικά της αξίζει, προσπαθώντας έτσι να κλείσει έναν κύκλο που άρχισε εδώ και 6 χρόνια, όσο πιο έντιμα μπορεί. Και ως έναν βαθμό καταφέρνει να δώσει στην μυθολογία του φινάλε, εμπλουτίζοντάς τη μυθολογία της «Παγιδευμένης Ψυχής» με κάποια νέα, αλλά όχι και τόσο ενδιαφέροντα, στοιχεία.
Εκεί που αποτυγχάνει όμως η ταινία είναι στην σκηνοθεσία του Ανταμ Ρόμπιτελ και την ανικανότητά του να μεταφέρει όλα αυτά με έναν τέτοιο τρόπο στον θεατή που θα τον κάνουν τουλάχιστον να ανατριχιάσει για άλλη μια, ίσως τελευταία, φορά. Αυτό που έκαναν τα δυο πρώτα κεφάλαια τόσο πετυχημένα είναι ο τρόπος με τον όποιο έπαιζαν με τις σκιές, αλλά και την υποψία του ότι κάτι είδες με την άκρη του ματιού σου, σε συνδυασμό πάντα με μια απαράμιλλη υποβλητική ατμόσφαιρα.
Ο Ρόμπιτελ επαναπαύεται μέσα στην παλιομοδίτικη ατμόσφαιρα της σειράς που καλά κρατεί, παρέα με φθηνά πετάγματα, που συμβαίνουν με απόλυτη μαθηματική ακρίβεια, και τις χιλιοιδωμένες και κλισέ ανατριχίλες που την κάνουν, άδικα ίσως, άλλη μια ταινία τρόμου του σωρού. Ακόμη και το όποιο χιούμορ πηγάζει από το δίδυμο των Σπεκς και Τάκερ (ίσως από τα καλύτερα, αν και τελικά αναξιοποίητα μέσα στα χρόνια, στοιχεία της σειράς), εμφανίζεται πάντα στις πιο αχρείαστες στιγμές καταλήγοντας από καθόλου αστείο μέχρι και αρκετά άβολο.
Καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους, αυτό που πραγματικά εύχεσαι είναι πως το «τελευταίο» στον τίτλο της ταινίας, είναι και η λέξη κλειδί (pun intended) που επιτέλους θα βάλει και μια τελεία σε μια σειρά που μάλλον κράτησε περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Βαθιά μέσα σου, βέβαια, γνωρίζεις πολύ καλά πως το κακό, και ένα τέτοιο franchise ταινιών τρόμου, ποτέ δεν πεθαίνουν τόσο εύκολα.