Επτά άγνωστοι, ο καθένας με ένα κρυμμένο μυστικό, συναντιούνται στο Ελ Ροαγιάλ της Λίμνης Τάχο, ένα ερειπωμένο ξενοδοχείο με σκοτεινό παρελθόν. Κατά τη διάρκεια μιας μοιραίας νύχτας, όλοι θα έχουν μια τελευταία ευκαιρία για λύτρωση… πριν όλα πάνε κατά διαόλου.

Με τον ίδιο τρόπο που το «Μικρό Σπίτι στο Δάσος» ήταν ένα συναρπαστικό remix στους κανόνες του σινεμά του τρόμου, έτσι και η καινούρια ταινία του Ντρου Γκόνταρντ θα μπορούσε να οριστεί με τους κανόνες ενός άλλου είδους αυτό του pulp fiction και των αστυνομικών ταινιών μυστηρίου, μιας παρελθούσας εποχής.

Τοποθετημένο στα τέλη των ‘60ς το οριστικό τέλος της αμερικανικής αθωότητας, φωτισμένο από την θολή λάμψη των neon που τρεμοπαίζουν και τσαλακωμένο όσο το κάποτε θεαματικό μα τώρα απλά ξεπεσμένο motel όπου διαδραματίζεται, το φιλμ αποπνέει έναν γοητευτικά ρετρό μα και την ίδια στιγμή βαθιά μελαγχολικό και απαισιόδοξο αέρα.

Ρίχνοντας στο μίξερ της πλοκής του τα πάντα από την πολιτική κατάσταση της αμερικής στην δεκαετία του 60, τον πόλεμο του Βιετνάμ, τις φυλετικές εντάσεις, την αυγή των hippies και των cult, την θρησκεία και τις προσωπικές αμαρτίες, ντύνοντας τις εικόνες με ένα θριαμβευτικό soundtrack παιγμένο από ένα παλιό τζουκ-μποξ, ή από την σαρωτική φωνή της φανταστικής Σίνθια Ερίβο, το φιλμ έχει τόσα επίπεδα όσα και το ίδιο το motel Ελ Ροαγιάλ που κρύβει κι αυτό όπως και οι επισκέπτες του τα δικά του μυστικά.

Ανάμεσα στους ανθρώπους που θα παγιδευτουν στο ξενοδοχειο εκεινο το μοιραίο βράδυ μετράμε έναν πωλητή ηλεκτρικών σκουπών που επιμένει να κλείσει ένα συγκεκριμένο δωμάτιο, για να ανακαλύψει εκεί μια πλούσια συλλογή από κοριούς, ένας ιερέας του οποίου η μνήμη δεν είναι αυτό που ήταν, μια back-up τραγουδίστρια που ονειρεύεται μια σόλο καριέρα, ένα άγριο κορίτσι που δεν σηκώνει πολλά και κουβαλάει ιδιαίτερες «αποσκευές» . Και φυσικά ένας ρεσεψιονίστας που δεν είναι ποτέ στην θέση του -τουλάχιστον όχι στη θέση του στη ρεσεψιόν- κι αργότερα καθώς το βράδυ θα προχωρήσει, ο Μπόμπι Λι που δεν έμαθε ποτέ σε τι χρησιμεύουν τα κουμπιά του πουκαμίσου.

Το παζλ που θα χτίσει μέσα από αυτά τα κομμάτια, με μπρος και πίσω στο χρόνο, με κομμάτια από τις ιστορίες του καθενός, με αποκαλύψεις και εκπλήξεις, μέσα από κρυμμένους διαδρόμους και διπλους καθρέφτες, με όπλα και κλεμμένες super 8, με μπόλικη βία, απρόσμενους θανάτους και συνεχιζόμενες εκπλήξεις, θα είναι μερικές φορές λίγο πιο φλύαρο απ΄ όσο θα έπρεπε, μα ποτέ τίποτα λιγότερο από ενδιαφέρον.

Μπορεί το τελικό κρεσέντο να μην είναι όσο εξωφρενικό θα άξιζε στο χτίσιμο της ιστορίας του και η θρησκευτική προβληματική περί συγχώρεσης του Γκοντάρντ να πέφτει λίγο στο κενό, αλλά η διαδρομή από την αρχή ως το τέλος δεν υπολείπεται αξιοπρόσεκτες στάσεις, έξυπνες ιδέες και μια δική του ματιά πάνω στο σινεμά, παιγνιώδη μα και σοβαρή, πλούσια και θαρραλέα. Οχι και λίγα για μια ταινία που όχι απλά δεν φοβάται, μα κυριολεκτικά δοξάζει τις ποπ καταβολές της.