Αποτελεί γεγονός πως όταν ο Φώτος Λαμπρινός ολοκλήρωσε, εν έτει 1981, το ντοκιμαντέρ για τον Αρη Βελουχιώτη, ο μύθος του «καπετάνιου της Αντίστασης» βρισκόταν ακόμη τυλιγμένος σε ένα σύννεφο μεγαλύτερο από αυτό που συνεχίζει, ακόμη και σήμερα, να ακολουθεί σαν επιπρόσθετη μαύρη σελίδα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας την περίοδο μετά την απελευθέρωση. Οπως, επίσης, αποτελεί γεγονός πως ο ίδιος ο Φώτος Λαμπρινός υπήρξε, λόγω του πατέρα του, αγωνιστή του Δημοκρατικού Στρατού και μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, μάρτυρας των περισσοτέρων από των γεγονότων στα οποία επιστρέφει με αυτό το ντοκιμαντέρ, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει και η συνάντηση του με τον ίδιο τον Αρη Βελουχιώτη.
Οι επιλογές του, λοιπόν, για να ανασυνθέσει μια αμφιλεγόμενη αλλά ταυτόχρονα και εμβληματική φυσιογνωμία όπως αυτή του Αρη (είναι χαρακτηριστικό πως όλοι όσοι μιλούν για τον Βελουχιώτη στο ντοκιμαντέρ αναφέρονται μόνο στο μικρό του όνομα, ακριβώς όπως είχε διαμηνύσει ο ίδιος στην ομάδα του μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας), σε συνδυασμό με την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση είναι κατά βάσιν ορθές.
Δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στους συναγωνιστές του Βελουχιώτη, στα ιστορικά ντοκουμέντα (κυρίως φωτογραφικό υλικό, αλλά και λιγότερες σε αριθμό βιντεοσκοπημένες σκηνές που κανείς δεν γνώριζε ότι υπάρχουν) και στο ταξίδι του κινηματογραφικού συνεργείου του στην «άγνωστη» Ελλάδα όπου έζησε και έδρασε ο Βελουχιώτης.
Αυτή η τελευταία επιλογή του είναι και η μοναδική που ντύνει κινηματογραφικά ένα ουσιαστικά παραδοσιακό ντοκιμαντέρ που στηρίζεται στα «talking heads» και σε ένα μη λογοτεχνικό (για καλό) voice over των ιστορικών γεγονότων μέχρι και το θάνατο του Βελουχιώτη.
Θα ήταν κανείς άδικος αν δεν αναγνώριζε στον Λαμπρινό το γεγονός πως προσπαθεί με κάθε τρόπο να συλλέξει κάθε σημαντική πληροφορία για τον πραγματικό ήρωα του ντοκιμαντέρ του, εμμένοντας ωστόσο στη μια πλευρά της προσωπικότητας του: αυτή του ακούραστου αγωνιστή και του από τη φύση του ελεύθερου πνεύματος. Δηλαδή, του ήρωα.
Η «άλλη», πιο σκοτεινή πλευρά του Βελουχιώτη ως ενός ανθρώπου με σαφή ροπή στο έγκλημα και την παρανομία περνάει στην αφήγηση μόνο ως ένα ακόμη γεγονός, χωρίς την παραμικρή διάθεση, όμως, να σκιαγραφηθεί συνολικά ο χαρακτήρας, τα κίνητρα του ή η «ανάγκη» του να συνεχίσει τον αγώνα ακόμη και όταν η κατοχή είχε τελειώσει και οι πολιτικές ζυμώσεις στην Ελλάδα την οδηγούσαν σε μια από τις πιο ασταθείς και βίαιες εποχές της σύγχρονης «ελεύθερης» ιστορίας της.
Χωρίς κεντρικό αφηγηματικό άξονα, το «Δίλημμα» αποπειράται μια γραμμική εξιστόρηση όσων θα ακολουθούσαν την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, μεταφέροντας απλά τον παραλογισμό μιας εποχής που θα έβρισκε ιδεολογίες και πιστεύω σε εμφύλια διαμάχη. Στην πραγματικότητα, ο Λαμπρινός επικεντρώνεται στην άρνηση του Βελουχιώτη να αφοπλιστεί ο ΕΛΑΣ (πράγμα που επιθυμούσαν τόσο οι Αγγλοι όσο και η κυβέρνηση εθνικής ενότητας) και γύρω από το νέο αυτό «αντάρτικο» εξιστορεί τα γεγονότα που οδήγησαν στον θάνατο του.
Ο Βελουχιώτης παραμένει με κάποιον τρόπο πρωταγωνιστής του ντοκιμαντέρ, αλλά συχνά παραμερίζεται, ίσως γιατί πολλά πράγματα γύρω από την προσωπικότητα του παραμένουν (ηθελημένα ή όχι) άγνωστα. Και λίγο πριν το τέλος της αφήγησης, αυτό που μένει είναι η διαρκής επιθυμία του θεατή να γνωρίσει βαθύτερα έναν κατεξοχήν «κινηματογραφικό» ήρωα.
Ισως αυτό να είναι και η μοναδική επιτυχία αυτού του ντοκιμαντέρ.