Eνα μικρό αγόρι ανακαλύπτει ότι έχει υπερφυσικές δυνάμεις και ότι δεν προέρχεται από τη Γη. Ως νεαρός, θα ξεκινήσει μια εντυπωσιακή περιπέτεια, αναζητώντας τις ρίζες του και την αποστολή του σ’ αυτό τον κόσμο. Αν όμως, θέλει να σώσει τον κόσμο από τον αφανισμό και να αποτελέσει το σύμβολο της ελπίδας για την ανθρωπότητα, θα πρέπει να αφήσει τον ήρωα που κρύβει μέσα του να λάμψει.

Ερχεται από το διάστημα. Είναι ανίκητος. Πετάει. Εκτοξεύει ακτίνες λέιζερ από τα μάτια. Φοράει κόκκινη κάπα που ανεμίζει. Κι όμως ο Σούπερμαν στην ταινία του Ζακ Σνάιντερ έχει ίσως μόνο μία σκηνή που εντυπωσιάζει αληθινά -αν και ίσως για τους λάθος λόγους: όταν σηκώνοντας στα χέρια μια ολόκληρη πλατφόρμα άντλησης πετρελαίου που έχει πάρει φωτιά, ποζάρει σχεδόν για το ηρωικό κοντινό του, φλεγόμενος κυριολεκτικά, ένα καυτό με την πλήρη σημασία της λέξης superhero pin up boy. H εικόνα είναι τόσο υπερβολική που καταντά αθέλητα αστεία, όπως συχνά ολόκληρη η ταινία που μοιάζει ανίκανη να αποφασίσει για το ύφος από την αρχή, την γκρίζα space opera του Κρύπτον που θυμίζει ένα σωρό πράγματα από το «Avatar» ως το «Matrix» και μέχρι τον κακόφωνο, κουραστικό ορυμαγδό του φινάλε που είναι σχεδόν τόσο ανέμπνευστος όσο οι λαμαρινομαχίες στους «Transformers» του Μάικλ Μπέι.

Και για να ξεκινήσουμε από εκεί, με ποια στ΄ αλήθεια λογική, δυο εξωγήινοι που είναι άτρωτοι στην γήινοι ατμόσφαιρα, παλεύουν για τόση ώρα γρονθοκοπώντας ο ένας τον άλλο, όταν είναι σαφές ότι κανείς δεν πρόκειται να σκοτώσει τον άλλο και πως τίποτα άλλο δεν θα συμβεί εκτός από το να ισοπεδώσουν τους μισούς ουρανοξύστες της Metopolis και να σκοτώσουν μια στρατιά από αμάχους -ακόμη κι αν η ταινία δεν μας δείχνει φυσικά, καμιά παράλληλη απώλεια.

Ομως μια τόσο προφανής ερώτηση μάλλον δεν απασχόλησε τους δημιουργούς του φιλμ, που δοκιμάζουν να αφηγηθούν μια πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή της ιστορίας της καταγωγής του ήρωά τους, και να αλλάξουν την τροπή σε μια αφήγηση που ξέρουμε όλοι. Ομως, πέρα από μερικές ιδέες που έχουν ενδιαφέρον, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι η Λόις Λέιν ξέρει από πολύ νωρίς την ταυτότητά του Σούπερμαν, ελάχιστες από αυτές προσθέτουν κάτι ουσιαστικό στο πορτρέτο και την ψυχολογία του ήρωα.

Ισως η πιο λάθος από αυτές, να μην είναι άλλη από την επιμονή με την οποία το φιλμ θέλει να κάνει σαφή την μεσσιανική φύση του ήρωα, μέσα από λογύδρια για το πως «θα αλλάξει τον κόσμο» και πλάνα που συχνά αγγίζουν τα όρια του αστείου, με τον Καλ Ελ να στέκεται κάτω από ένα βιτρό του ποιμένα Ιησού σε μια εκκλησία, ή να επικρέμεται στο κενό του διαστήματος στην πόζα του εσταυρωμένου.

Ομως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το γεγονός ότι όπως και ο ήρωας του, το φιλμ δεν έχει ίχνος από χιούμορ και θέρμη, μοιάζει κι αυτό άκαμπτο και σκληρό, σαν φτιαγμένο επίσης από ατσάλι. Και επίσης πως από την στιγμή που όλα έχουν μπει στην θέση τους, κι ο Στρατηγός Ζοντ έρχεται από τον Κρύπτον για να διεκδικήσει τον κώδικά της φυλής του που κρύβει μέσα του ο Σούπερμαν και να χρησιμοποιήσει τον πλανήτη μας σαν λίπασμα για τις φιλοδοξίες του, το φιλμ δεν προχωρά προς μια κορύφωση μα σε ένα εξαντλητικό επίπεδο πανηγύρι θορύβου και ειδικών εφέ, που νικά κάθε αντοχή σου.

Ναι, το φιλμ έχει εικόνες και σκηνές που συχνά εντυπωσιάζουν, ένα επίπεδο τεχνικής που είναι αξιοθαύμαστο και μερικές στιγμές που κατορθώνει να βρίσκει τον ρυθμό και την ένταση που θα περίμενες από κάτι τόσο φιλόδοξο. Και ναι, κλείνει την ιστορία του, αφήνοντας μας σε ένα σημείο γνώριμο που υπόσχεται μια ενδιαφέρουσα και ίσως ελαφρώς πιο «συμβατική» συνέχεια, όμως δυστυχώς, αντίθετα από τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει, αυτός ο Σούπερμαν δεν έχει τίποτα παραπάνω να προσφέρει από ένα τυπικό blockbuster για κατανάλωση ποπ κορν.

Ως τέτοιο, κάνει καλά τη δουλεία του, άλλα αυτό ήταν το τελευταίο που περιμέναμε ή χρειαζόμαστε ως θεατές και γήινοι, από έναν έναν ήρωα που θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία του κόσμου. Ή έστω αυτή του καλοκαιρινού θεαματικού σινεμά.


Περισσότερο «Man of Steel»: