Είναι δύσκολο να μην κρίνεις το «Μια Βροχερή Μέρα στη Νέα Υόρκη» υπό το πρίσμα της απόφασης της παραγωγού Amazon να βάλει την ταινία στο συρτάρι και να ακυρώσει το συμβόλαιο που είχε με τον Γούντι Αλεν για τρεις ακόμη ταινίες, μετά την επανεμφάνιση των παλιών κατηγοριών για κακοποίηση από την θετή του κόρη, Ντίλαν Φάροου. Οχι μόνο γιατί η ταινία γυρίστηκε πριν το #metoo βάλει μέχρι και τον ίδιο τον Γούντι Αλεν στο συρτάρι, αλλά κυρίως γιατί ειδικά σε ένα σινεμά τόσο αυτοβιογραφικό όσο αυτό που εδώ και έξι δεκαετίες κάνει ο Γούντι Αλεν, οποιαδήποτε σκηνή σε οποιαδήποτε ταινία του θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα σχόλιο του ίδιου απέναντι σε οποιαδήποτε παλιά, νέα, βάσιμη η άβάσιμη κατηγορία.

Οπως επίσης είναι δύσκολο να προσπαθήσεις να τοποθετήσεις το «Μια Βροχερή Μέρα στη Νέα Υόρκη» σε ένα υποθετικό ranking ταινιών που πλέον αγγίζουν τις 50 (αυτή που γυρίζει τώρα στην Ισπανία είναι η 49η). Οχι μόνο γιατί με μικρές ή μεγαλύτερες διακυμάνσεις, ο Γούντι Αλεν γυρίζει την ίδια ακριβώς ταινία εδώ και εξήντα χρόνια, αλλά κυρίως γιατί ειδικά σε αυτήν εδώ την ιστορία προσπαθεί να χωρέσει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα θέματα που τον απασχόλησαν από την αρχή της καριέρας του (την απιστία, την εβραϊκή κοινότητα, την ταξική πάλη, την οικογένεια, τον κόσμο του θεάματος…) , κοιτώντας νομοτελειακά και ίσως ασυνείδητα, παρά τη ρητή άρνησή του ό,τι κάτι τέτοιο δεν θα συμβει ποτέ, προς ένα κάποιο φινάλε.

Υπό όποιο πρίσμα κι αν το δεις (της αποκήρυξης του από την αμερικανική βιομηχανία, των εμμονών του ή των 83 του χρόνων), μοιάζει τουλάχιστον τολμηρό ότι το «Μια Βροχερή Μέρα στη Νέα Υόρκη» μιλάει για ένα κορίτσι που πρέπει να δείχνει την ταυτότητά της για να πιστέψουν όλοι ότι δεν είναι ανήλικη, την ίδια στιγμή που γίνεται το αντικείμενο του πόθου τουλάχιστον τριών μεγαλύτερων της αντρών και για ένα αγόρι που μέσα σε μια ημέρα θα συνειδητοποιήσει όλα όσα πήρε λάθος στη ζωή του, αλλάζοντας διαδρομή και συνοδοιπόρους.

Δείχνοντας να αδιαφορεί για οτιδήποτε (κοσμογονικό) συμβαίνει γύρω από το όνομά του και ταυτόχρονα γνωρίζοντας πολύ καλά ότι το μόνο του νόημα (και όπλο) στη ζωή είναι το σινεμά του, ο Γούντι Αλεν παραδίδεται άνευ όρων στο… παρελθόν για να παραδώσει το πιο νεανικό του φιλμ εδώ και πολλά χρόνια. Κάπου ανάμεσα στην ελαφρότητα του «Anything Else», τη λογοτεχνική κομψότητα του «Παράλογου Ανθρώπου», με τη δομή του «Θα Γνωρίσεις Ενα Ψηλό Μελαχρινο Αντρα», αλλά ευτυχώς και με και ιδιοφυή σεναριακά και σκηνοθετικά ψήγματα από τις μέρες του «Οι Χάνα και οι Αδερφές της» και της «Ακαταμάχητης Αφροδίτης», το «ΜΙα Βροχερή Μέρα στη Νέα Υόρκη» είναι (σε σημεία πολύ) αστείο, (σε σημεία πολύ) συγκινητικό, (σε σημεία πολύ) Γούντι Αλεν όπως το κάνει καλύτερα μόνο ο Γούντι Αλεν.

Με τουλάχιστον δύο σκηνές που απαιτούν «ανθολόγηση τώρα» (την πρώτη συνάντηση της Ελ Φάνινγκ με τον Λιβ Σράιμπερ και τη σκηνή με το πιάνο ανάμεσα στον Τίμοθι Σαλαμέ και την Σελίνα Γκόμεζ), με τη μονίμως βροχερή Νέα Υόρκη να φωτίζεται από τον Βιτόριο Στοράρο σαν το πιο φωτογενές κινηματογραφικό σκηνικό που «κατασκευάστηκε» ποτέ, με ατάκες που δεν θα μπορούσε να γράψει ούτε ο πιο ιδιοφυής 20χρόνος («Μου αρέσουν όλες οι αμερικάνικες κλασικές ταινίες. Ειδικά οι ευρωπαϊκές») και μια διαύγεια που έδειχνε να λείπει στο έργο του των 2010s, ο Γούντι Αλεν μεγαλουργεί πάνω στην ιδέα του τυχαίου, του τι μπορεί να σου συμβεί μέσα σε μια μέρα που μπορεί να σου αλλάξει για πάντα τη ζωή - ακόμη κι όταν μετά από ένα εξαίσιο πρώτο μέρος, στο δεύτερο μέρος προσπαθεί να ξεφύγει από τα «δύσκολα» με ευκολίες και κλισέ που ο ίδιος έχει κάνει καλύτερα στο παρελθόν.

«Τα χρόνια περνούν… άτσαλα», θα πει στη στιγμή της απόλυτης κατάρρευσής του, μπροστά σε ένα ποτήρι ουίσκι «σε ένα μπαρ όπου μπορώ να ακούσω Ιρβινγκ Μπέρλιν», ο Γκάτσμπι (!) του Τίμοθι Σαλαμέ. Λίγο πριν, η εικόνα του 23χρονου ηθοποιού - ως το καθιερωμένο alter ego του ίδιου του Γούντι Αλεν - να περπατάει μόνος του στη βροχερή Νέα Υόρκη ή να τραγουδάει μοναδικά το «Everything Happens to Me» παίζοντας πιάνο σε ένα σαλόνι στο upper Μανχάταν, είναι δύσκολο να μην σε γεμίσει σκέψεις.

Είναι δύσκολο να μην σκεφτείς πως ο Γούντι Αλεν, χωρίς να το γνωρίζει, απαντάει με αυτήν την ταινία στην σιωπηρή, εκ των υστέρων, αποκήρυξη της ταινίας και του ίδιου από τους τρεις νεαρούς ηθοποιούς του (Φάνινγκ, Σαλαμέ, Γκόμεζ) κινηματογραφώντας τους πιο ωραία από σχεδόν όλη τη φιλμογραφία τους μαζί. Είναι δύσκολο να μην σκεφτείς πως ο Γούντι Αλεν θα αφιερώνει πάντα όλες του τις χαρές, τις λύπες, τα βάσανα, τις εκλάμψεις στη Νέα Υόρκη, επιστρέφοντας ταινία με την ταινία σε όλο και πιο μικρή ηλικία για να αναζητήσει την απαρχή όλων. Είναι δύσκολο να μην τον φανταστείς να χαμογελάει πονηρά γυρίζοντας αυτό το τόσο αθεράπευτα, απενοχοποιημένα, μοντέρνα παλιομοδίτικο φινάλε στο διάσημο ρολόι του Σέντραλ Παρκ.

Είναι δύσκολο να μην παραδοθείς στην γοητεία αυτής της φθινοπωρινής μέρας, Λίγα μόνο λεπτά μεσα στο «Μια Βροχερή Μέρα στη Νέα Υόρκη» και έχεις ξεχάσει οποιοδήποτε άλλο πρίσμα υπό το οποίο θα έβλεπες αυτήν την ταινία εκτός από το πιο σημαντικό: ότι είναι μια ταινία του Γούντι Αλεν.