Συνέντευξη

O Γιώργος Λάνθιμος μιλά στο Flix για τον «Αστακό»

στα 10

Καινούριοι ηθοποιοί, καινούρια χώρα, άλλη γλώσσα, μουσική, ρομαντισμός: ο Γιώργος Λάνθιμος μας ξεναγεί σε όλα όσα άλλαξαν στο σινεμά και στη ζωή του. Και σε εκείνα που παραμένουν ίδια.

O Γιώργος Λάνθιμος μιλά στο Flix για τον «Αστακό»

Θα έλεγες ότι αυτή η ταινία είναι κατά κάποιο τρόπο η παραδοχή σας, τόσο εσένα όσο και του Ευθύμη Φιλίππου, ότι κατά βάθος είστε δύο βαθιά ρομαντικοί άνθρωποι;

[Γελάει]. Αυτή είναι μία ιδέα που θα ήθελα να υποστηρίξω γιατί όλοι μου λένε «Γιώργο, είσαι τόσο κυνικός, βλέπεις τις σχέσεις με ένα συγκεκριμένο τρόπο» και εγώ τους απαντώ: «Μα τι λέτε; Αυτή είναι η πιο ρομαντική ταινία που έχω κάνει». Οπότε, ναι. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, όμως, προσπαθώ πάντα να κάνω ταινίες που δεν είναι μονοσήμαντες. Μου αρέσουν οι αντιθέσεις στα πάντα και νομίζω ότι το φιλμ αναγνωρίζει και τις δύο πλευρές. Για μένα είναι μία ειλικρινής ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις κι ασφαλώς έχει μία ρομαντική πλευρά η οποία μάχεται τον κυνισμό. Από αυτή τη σύγκρουση πλάθεται η ταινία.

Το γεγονός ότι στην προσωπική σου ζωή δεν είσαι πλέον ένας από τους «μοναχικούς», πόσο έπαιξε ρόλο στο ότι έκανες αυτή την ταινία;

Δεν νομίζω ότι έπαιξε κάποιο ρόλο, όχι μόνο γιατί γράφω πάντα μαζί με τον Ευθύμη, αλλά και γιατί γράψαμε αυτή την ταινία βασισμένοι σε εμπειρίες και παρατηρήσεις που είχαμε στη διάρκεια πολλών χρόνων. Και προφανώς δεν γράφεις μόνο τις δικές σου εμπειρίες αλλά και εμπειρίες ανθρώπων που ξέρεις. Δουλέψαμε την ιδέα μαζί με τον Ευθύμη από την αρχή. Είναι το αποτέλεσμα δύο βλεμμάτων πάνω σε μια σειρά από θεματικές που προφανώς μας απασχολούν, όπως κι όλους μας. Νομίζω ότι οι ερωτικές, οι ρομαντικές σχέσεις αποτελούν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής μας, της πραγματικότητας όλων, και θεωρώ ότι όλοι ενδιαφέρονται να τις αποκρυπτογραφήσουν με κάποιο τρόπο. Μία από τις βασικές διερωτήσεις των ανθρώπων, κάτι που τους απασχολεί πολύ και για χρόνια, είναι το αν θα βρουν κάποιον να μοιραστούν τη ζωή τους.

Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για τον «Αστακό».

λάνθιμος 607

Εχει σημασία το πότε διαδραματίζεται το φιλμ; Αν αυτό που βλέπουμε είναι το μέλλον ή όχι;

Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό περιγράφουμε είναι ένας μελλοντικός κόσμος. Για να είμαι ειλικρινής θα έλεγα ότι είναι ο δικός μας κόσμος ιδωμένος μέσα από μια διαφορετική ματιά, μέσα από το πρίσμα της υπερβολής. Αλλάζοντας τους κανόνες όπως τους ξέρουμε τον κάνουμε να μοιάζει διαφορετικός. Θα μπορούσε να είναι το μέλλον αλλά θα μπορούσε να είναι και το εδώ και το τώρα, και δε νομίζω ότι υπάρχει λόγος να τοποθετήσουμε το φιλμ χρονικά. Αυτό που θέλαμε να κάνουμε είναι να δημιουργήσουμε έναν ολοκληρωμένο κόσμο, που να μοιάζει αυθύπαρκτος. Και γι αυτό δημιουργήσαμε τους τρεις διαφορετικούς χώρους, το ξενοδοχείο, την πόλη και το δάσος.

Ποια ήταν η ιδέα που ήρθε πρώτη που γέννησε την ταινία; Το ξενοδοχείο, η μεταμόρφωση των ανθρώπων σε ζώα;

Νομίζω ότι ξεκινήσαμε από το ξενοδοχείο. Θέλαμε να κάνουμε μία ταινία για τα ζευγάρια, τους μοναχικούς ανθρώπους, την αγάπη και τις ρομαντικές σχέσεις. Και πρώτα ήρθε η ιδέα ενός κόσμου όπου οι μοναχικοί άνθρωποι δεν θα ήταν επιτρεπτό να ζουν μαζί με τα ζευγάρια. Η ιδέα ενός ξενοδοχείου όπου θα πήγαιναν για να μπορέσουν να βρουν κάποιον. Κι έτσι αρχίσαμε να δουλεύουμε τις ιδέες για το τι θα τους έκαναν αν δεν πετύχαιναν να βρουν το ταίρι τους. Θα τους τιμωρούσαν με κάποιον τρόπο και τι τρόπος θα ήταν αυτός; Θα ήταν αστείος; Θα ήταν φρικτός; Θα έπρεπε να είναι χρήσιμος για την κοινωνία και τον πλανήτη; Κάπως έτσι ήρθε και ιδέα της μεταμόρφωσής τους σε ζώα, αφού σκεφτήκαμε ότι θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον από το να τους σκοτώνουν ή να τους βάζουν στη φυλακή.

Διαβάστε ακόμη: Μαθήματα σχέσεων κατά το «The Lobster» του Γιώργου Λάνθιμου

lobster 607

Και η απόφαση να γυριστεί η ταινία στα αγγλικά ήταν επίσης εκεί από νωρίς;

Ναι. Προς το παρόν δεν βλέπω το λόγο να κάνω μία ελληνική ταινία, εκτός και αν υπάρχει ένα θέμα που να απαιτεί να γυρίσω στην Ελλάδα. Ήταν μάλλον ευκολότερο για μένα να κάνω αυτή την ταινία γιατί μιλάει αγγλικά και γιατί μπορώ να προσελκύσω ηθοποιούς που είναι αναγνωρίσιμοι. Κι αυτό είναι κάτι που επιβεβαιώνει στους χρηματοδότες της ταινίας ότι με κάποιο τρόπο θα είναι πιο εμπορική. Και, ναι, αυτό είναι κάτι που έχει σημασία –αν και η ταινία μου είναι σχετικά μικρή– αν τη συγκρίνεις με τα δεδομένα της κινηματογραφικής βιομηχανίας έξω. Φυσικά υπάρχουν θετικά και αρνητικά πράγματα και στις δύο περιπτώσεις, να κάνεις μία ταινία στην Ελλάδα ή να δουλεύεις έξω. Δουλεύοντας στην Ελλάδα ήμασταν μία ομάδα φίλων που κάναμε σινεμά, ενώ στο εξωτερικό μπαίνεις σε μία δομή, στη δομή μιας βιομηχανίας, που έχει πολύ συγκεκριμένους κανόνες τους οποίους δεν μπορείς να παραβλέψεις. Αυτό είναι κάτι που προφανώς δημιουργεί δυσκολίες σε έναν άνθρωπο που είχε συνηθίσει να δουλεύει με τους φίλους του. Που μπορεί να είναι ελαστικός στα γυρίσματα, να αλλάζει για κάποια πράγματα και να δουλεύει μόνο με ανθρώπους που καθοδηγούνται από το πάθος τους. Που κάνουν μια ταινία όχι επειδή είναι η δουλειά τους, αλλά επειδή το θέλουν. Στις ταινίες που κάναμε στην Ελλάδα όλα γίνονταν από αγάπη. Κάπως έτσι, όταν δουλεύεις απόλυτα επαγγελματικά, μερικές φορές είναι πιο δύσκολο να πείσεις τους ανθρώπους να δείξουν το ίδιο πάθος. Από την άλλη μεριά, δουλεύεις σε μια ταινία που έχει πραγματική χρηματοδότηση και ξέρεις ότι θα την τελειώσεις – κάτι που δεν είναι δεδομένο στην Ελλάδα. Οπότε, φυσικά, υπάρχουν θετικά και αρνητικά και στις δύο περιπτώσεις. Έχοντας, όμως, κάνει ήδη τρεις ταινίες στην Ελλάδα ήταν απαραίτητο να δοκιμάσω να δουλέψω διαφορετικά. Και θέλω και σκοπεύω να συνεχίσω, αν κι αυτό δεν αποκλείει να επιστρέψω για να κάνω μια ταινία εδώ. Αν αυτό απαιτεί η ιστορία. Αν έχει κάποιο ουσιαστικό λόγο.

Διαβάστε ακόμη: Παίζω και μαθαίνω με το «The Lobster» του Γιώργου Λάνθιμου

λάνθιμος 607

Μίλησες για τους ηθοποιούς. Πώς ήταν να δουλεύεις με ανθρώπους που έχουν συνηθίσει σε ένα άλλο είδος σινεμά, σε διαφορετικές συνθήκες;

Θα είναι ψέμα αν πω ότι δεν ανησυχούσα λίγο. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ ξανά μαζί και προφανώς είχαν κάνει πολύ διαφορετικά πράγματα στο παρελθόν, δεν είχα ιδέα επίσης τι περίμεναν. Από την άλλη, είχαν το σενάριο και νομίζω ότι γνώριζαν τη δουλειά μου, τις ταινίες μου και τους άρεσαν, γι’ αυτό άλλωστε συναντηθήκαμε εδώ. Προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι κατά πάσα πιθανότητα αυτή θα είναι η πιο μικρή ταινία στην οποία θα δουλέψουν στη ζωή τους. Για να είμαι ειλικρινής, τελικά η συνεργασία μαζί τους ήταν μέχρι τώρα η πιο θετική εμπειρία που είχα δουλεύοντας με ηθοποιούς. Στην πραγματικότητα, νιώθω πως ήταν οι ηθοποιοί που κράτησαν την ταινία στην πορεία της. Με το να είναι τόσο παθιασμένοι, εύκολοι στη συνεργασία τους, υποστηρικτικοί και παρόντες με βοήθησαν να αντιμετωπίσω όλες τις δυσκολίες που μπορεί να είχα δουλεύοντας σε ένα νέο περιβάλλον.

Τι είδους οδηγίες τούς έδωσες; Υποθέτω ότι κάποιοι σκηνοθέτες λένε «ας το κάνουμε ξανά με περισσότερο πάθος». Εσύ λες «ας το κάνουμε ξανά με λιγότερο πάθος»;

[Γελάει] Στην πραγματικότητα δεν λέω τίποτα τέτοιο στους ηθοποιούς. Τους αφήνω να κάνουν αυτό που νομίζουν. Προσπαθώ να τους «καθοδηγήσω» με πιο πρακτικούς τρόπους. Μερικές φορές το μόνο που χρειάζεται να πεις είναι «ας το δοκιμάσουμε ξανά» γιατί οι ηθοποιοί κάθε φορά που κάνουν κάτι το κάνουν διαφορετικά. Αλλά προσπαθώ να αποφεύγω οποιουδήποτε είδους καθοδήγηση γιατί, αν το κάνεις αυτό, τότε οι ηθοποιοί αποκτούν μια πολύ έντονη συναίσθηση του εαυτού τους, αυτού που θέλουν να κάνουν. Οι προθέσεις τους, αυτό που προσπαθούν να μεταδώσουν γίνεται πολύ προφανές. Κάτι που δεν έχει θέση στο σινεμά μου. Προσπαθώ μάλλον να κρατήσω το μυστήριο και στις δύο πλευρές. Και αυτοί σκέφτονται πράγματα όταν δουλεύουν, όταν διαβάζουν το σενάριο, τόσο για τους χαρακτήρες τους όσο και για την ταινία. Για το πώς θα προσεγγίσουν το ρόλο, για το πώς θα τον υποδυθούν. Δεν τους ρωτάω τι έχουν στο μυαλό τους και δεν τους λέω τι θα έπρεπε να έχουν. Κάπως έτσι και οι δυο μας βρισκόμαστε σε μια αβεβαιότητα και κανένα από τα δύο μέρη δεν ξέρει τι σκέφτεται ο άλλος. Νιώθω πως αυτή η αβεβαιότητα και αυτή η ένταση προσθέτει κάτι στον τρόπο που παίζουν. Κάτι που δεν θα μπορούσαν να πετύχουν αν είχαμε αποφασίσει από την αρχή ότι θα πρέπει να παίξουν το ρόλο με μια αβεβαιότητα. Οπότε, με λίγα λόγια, αυτό που κάνω είναι να δημιουργήσω τις συνθήκες και ένα περιβάλλον όπου αυτή η αίσθηση την οποία θέλω να πετύχω, ιδανικά θα εμφανιστεί από μόνη της δίχως πριν να έχω προσπαθήσει να την ορίσουμε και να την χαρακτηρίσουμε με τους ηθοποιούς. Δίχως να τη δημιουργήσουμε τεχνητά.Όμως, προφανώς έχεις μια σαφή ιδέα τού τι είναι αυτό που θέλεις. Έχω μια σαφή ιδέα τού τι είναι αυτό που δεν θέλω από τους ηθοποιούς μου. Και κάπως έτσι, όταν βλέπω ότι κάνουν κάτι που δεν θέλω, άπλα γυρίζουμε τη σκηνή ξανά. Όταν κάτι με εκπλήσσει και μου αρέσει, το κρατάω. Δεν έχω κάτι στο μυαλό μου το οποίο ελπίζω ότι θα κάνουν. Δοκιμάζω τις ιδέες που έχω, άλλα πάλι είμαι ανοιχτός και σε άλλα πράγματα – υπάρχουν τόσα πολλά που μπορεί να μην έχω σκεφτεί και τα οποία να είναι ακόμα καλύτερα. Αν, μάλιστα, υπάρχει χρόνος στα γυρίσματα τους αφήνω και να αυτοσχεδιάσουν. Κάποια από αυτά τα πράγματα ίσως καταλήξουν στην ταινία, αλλά ακόμα και αν όχι, τους βοηθούν αφού τους δίνουν περισσότερες πληροφορίες, εξερευνούν ακόμα περισσότερο τους χαρακτήρες και τους ρόλους τους.

Διαβάστε ακόμη: Ο Γιώργος Λάνθιμος αφήνει την Κέιτ Γουίνσλετ και... ξαναπιάνει τη Ρέιτσελ Βάις για τη νέα του ταινία

lobster 607

Βλέποντας τον «Αστακό» δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις την πολύ πιο έντονη χρήση της μουσικής

Μέχρι τώρα δεν μπορούσα ποτέ να βρω έναν τρόπο να τοποθετήσω μουσική στις σκηνές, έναν τρόπο που να νιώθω ότι θα τις βοηθούσε. Κάθε φορά που δοκίμαζα να προσθέσω μουσική ένιωθα ότι περιορίζει τη σκηνή, σε καθοδηγεί προς μία κατεύθυνση. Αυτή τη φορά ξεκίνησα να σκέφτομαι τη μουσική από πολύ νωρίς, ένιωθα ότι η ταινία χρειάζεται μουσική ήδη από τη στιγμή που γράφαμε το σενάριο. Και καθώς θα χρησιμοποιούσαμε για πρώτη φορά voice over, ένιωθα ότι αυτό θα χρειαζόταν μια αντίστιξη. Κάπως έτσι η μουσική με βοήθησε να δημιουργήσω μία σειρά από διαφορετικά επίπεδα, από διαφορετικές υφές στο φιλμ. Για παράδειγμα, υπάρχουν στιγμές που χρησιμοποιούμε πολύ δραματική μουσική σε σκηνές όπου σχεδόν τίποτα δεν συμβαίνει και αυτό από μόνο του δημιουργεί μία αντίθεση, μία ιδιαίτερη αίσθηση. Κάπως έτσι ένιωσα ότι βρήκα τρόπο να χρησιμοποιήσω τη μουσική σε συνδυασμό με τις εικόνες, φτιάχνοντας μία διαφορετική εμπειρία η οποία δεν θα περιόριζε αλλά μάλλον θα άνοιγε το φιλμ.

Και τα τραγούδια;

Τα τραγούδια έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο τόνο και παίρνεις μια αίσθηση ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνεις τα λόγια. Ναι προσθέτει κάτι παραπάνω αν είσαι ένας έλληνας θεατής, αλλά νομίζω ότι ακόμη κι αν δεν είσαι σίγουρος για το τι λένε οι στίχοι. Και ειδικά στην διασκευή της Σοφία Λόρεν στο «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη» βρήκα εξαιρετικά συγκινητικό το ότι τραγουδά με αυτή την βαριά προφορά τα ελληνικά. Κάπως έμοιαζε να αντιστοιχεί σε αυτό που κάναμε εμείς, γυρίζοντας μια ταινία στο εξωτερικό, με όλους αυτούς τους ανθρώπους κι τους ηθοποιούς από διαφορετικές χώρες. Δοκίμασα πολλά τραγούδια για το τέλος και πάντα επέστρεφα σε αυτό το τραγούδι, ένοιωθα ότι είχε τον σωστό τόνο την σωστή αίσθηση για να σε βγάλει από την αίθουσα μετά την τελευταία σκηνή.

Δείτε ακόμη: Οι Κόλιν Φάρελ & Ρέιτσελ Βάις μιλούν για τον «Αστακό» στο The Graham Norton Show

γιώργος λάνθιμος 607

Οι ταινίες που έκανες στην Ελλάδα έμοιαζαν παράξενες για τους θεατές του εξωτερικού. Μιλούσαν αυτή την αλλόκοτη για εκείνους γλώσσα, έμοιαζαν ασυνήθιστες. Τώρα γύρισες μία ταινία που μιλάει αγγλικά, που έχει ηθοποιούς που ξέρουν όλοι, αλλά και πάλι υπάρχουν άνθρωποι που την περιγράφουν ως παράξενη. Είναι κάτι που σε ενοχλεί, που σε απογοητεύει;

Ξέρεις, είναι εύκολο. Μαθαίνουμε να χαρακτηρίζουμε τα πράγματα με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Κι αυτό ακριβώς λίγο πολύ είναι και μία από τις θεματικές που εξερευνά η ταινία. Με ενοχλεί πολύ όταν ακούω «έτσι πρέπει να είναι». Συχνά δεν αναρωτιόμαστε καν γιατί «πρέπει», γιατί «έτσι»; Γιατί κάτι είναι «κανονικό» και κάτι άλλο όχι, γιατί θα πρέπει οι ηθοποιοί να παίζουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο; Το να αποκαλείς μία ταινία «παράξενη» θα έπρεπε να είναι κομπλιμέντο αλλά, όταν το κάνεις, η λέξη έρχεται φορτισμένη με μία αρνητική χροιά. Θα δεχόμουν αυτόν το χαρακτηρισμό για την ταινία μου, πως είναι «διαφορετική», ως ανόμοια με τις περισσότερες από τις ταινίες που βλέπουμε. Γι’ αυτό το παίρνω ως κομπλιμέντο, αλλά, ναι, η λέξη «παράξενη», όπως συχνά χρησιμοποιείται, θα έλεγα τι με ενοχλεί.

Διαβάστε εδώ την κριτική του Flix για τον «Αστακό»