
Γνωρίζουμε τον Χάρη Ραφτογιάννη κοντά μια δεκαετία, ξεκινώντας από τη φωτεινή έκπληξη ενός ημίωρου ντοκιμαντέρ που λεγόταν «True Blue» και μάς σύστησε αυτόν τον νέο σκηνοθέτη. Ακολούθησαν πολυβραβευμένες ταινίες μικρού μήκους μυθοπλασίας, ο «Πρώτος Ερωτας», η «Τελευταία Πνοή», το ντοκιμαντέρ «Αεραλάνδη» για τους Αέρα Πατέρα.
Κι όλο αυτό τον καιρό, ήδη από το 2016, παράλληλα με κάθε ταινία, αλλά και όλα τα ζοφερά που μάς επιφύλασσε η αληθινή ζωή, ο Ραφτογιάννης προετοίμαζε το «Ποτάμι» του. Πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο που μας πέρασε και, τώρα, η ταινία έρχεται στο Αστορ, από τη Δευτέρα, 10 Μαρτίου, το ντεμπούτο του στη μεγάλου μήκους μυθοπλασίας, η ιστορία του κυρίου Μάκη (Μάκης Παπαδημητρίου), μεθοδικού, μοναχικού και της Μαρίας (Στεφανία Σωτηροπούλου), ατίθασης κι ελεύθερου πνεύματος, των πουλιών που πέφτουν πάνω στα τζάμια γιατί δεν τα διακρίνουν και του αρχηγού μιας παραγκούπολης (Χάρης Φραγκούλης) που έχει διαφορετικά πλάνα και για τα πουλιά και για τους άλλους ήρωες.
Οπως όλες οι ταινίες που τον έφτασαν ως εδώ, έτσι κι αυτή είναι ιδιοσυγκρασιακή, με μια έντονη αίσθηση του παραλόγου, πολύ μακριά από τον ρεαλισμό αλλά βουτηγμένη στην αλήθεια ενός δημιουργού με ξεκάθαρη ματιά, στο σινεμά αλλά κι έξω από αυτό. Διαβάστε παρακάτω είπε στο Flix και χαζέψτε τις υπέροχες φωτογραφίες από τα γυρίσματα, που τράβηξαν οι ίδιοι οι συντελεστές της ταινίας.
«Το Ποτάμι» έρχεται στο Αστορ από τη Δευτέρα, 10 Μαρτίου. Προπώληση εισιτηρίων στο More. Διαβάστε και δείτε περισσότερα για την ταινία εδώ.
Χάρης Ραφτογιάννης
Το «Ποτάμι» είναι μια ταινία αρκετά στιλιζαρισμένη και με ένα έντονο μαύρο χιούμορ - ποιο είναι το σοβαρό, το καίριο, που θέλεις να εκφράσεις μέσα από αυτή τη φόρμα; Και πού, εάν, θα την κατηγοριοποιούσες εσύ ως είδος;
Νομίζω ότι αυτό που μπορεί να ιδωθεί ως δραματικό, μπορείς να το δεις και ως κωμικό την ίδια ώρα. Με αυτά τα φίλτρα βλέπω ταυτόχρονα τα πράματα. Το χιούμορ είναι ένας ωραίος τρόπος να καμουφλάρεις τον πόνο. Μηχανισμός επιβίωσης θα μπορούσε να πει κάποιος. Οπότε θα έλεγα ότι είναι μια μαύρη ρομαντική κομεντί με στοιχεία παραμυθιού, ένα τύπου αντί- Ρωμαίου και Ιουλιέτας στόρι. Και η Σωτηρία Μαρίνη, η οποία ήταν ένας κομβικός άνθρωπος για να πραγματοποιηθεί το «Ποτάμι», μαζί με τους υπόλοιπους παραγωγούς που βοήθησαν, επέμενε ότι έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε αυτή η ταινία, γιατί άνοιγε τον δρόμο σε ένα είδος, ή σε μια γραφή που δεν ήταν τόσο συνηθισμένη στην κινηματογραφία μας.
Η αρχική ιδέα για το «Ποτάμι», ήρθε από την μετάλλαξη μιας χώρας ή μιας πόλης όπως η Αθήνα προς κάτι δυτικόμορφο, σε κάτι που θύμιζε Αμερική ή προηγμένη Ευρώπη. Συν το ότι ζούσα εν μέρει με ένα αμερικάνικο όνειρο από μικρή ηλικία, καθως μεγάλωσα στην Αθήνα κοντά στα απόκοσμα βουνά του Κορυδαλλού, όπου ένα κομμάτι της ταινίας γυρίστηκε εκεί και η μητέρα μου και αρκετοί συγγενείς είχαν ζήσει ή και ζουν ακόμα στο «προηγμένο» Αμέρικα. Από εκεί που ερχόταν ο «πολιτισμός» για ένα μικρό παιδί.
Μάκης Παπαδημητρίου, Στεφανία Σωτηροπούλου
Στη συνέχεια, το σενάριο αναπτυσσόταν στη διάρκεια της γνωστής ζοφερής περιόδου πόλωσης, της οικονομικής - και όχι μόνο - κρίσης η οποία δεν φαίνεται να τελειώνει ποτέ. Οπότε αναπόφευκτα εμπεριέχει στοιχεία και από εκεί. Κινηματογραφικά μιλώντας, το «Ποτάμι» είναι κοντά στο ειρωνικό σύμπαν των Κοέν και του Χαλ Χάρτλεϊ , παίζοντας με τα κλισέ διαφόρων ειδών. Οι αναφορές του είναι στα ρόουντ μούβις, νουάρ, γουέστερν, στην αγαπημένη νουβέλ βαγκ, στον κλασικό ασπρόμαυρο ελληνικό κινηματογράφο, ακόμα και σε σαπουνόπερες όπως η «Δυναστεία» ή και σε μελοδράματα. Πάντως οι βασικές θεματικές είναι κάπως ευδιάκριτες: ο έρωτας - κόντρα σε όλους και όλα - και ο θάνατος, η απώλεια. Και η αναζήτηση ενός άλλου δρόμου, η αναζήτηση του αυθεντικού.
Πώς επέλεξες τους ηθοποιούς σου, πώς τούς προετοίμασες και πώς δουλέψατε στο γύρισμα; Πόσο διήρκεσε και ποιες ήταν οι μεγάλες του προκλήσεις;
Είχαμε ουσιαστική συνεργασία με τους ανθρώπους που έκαναν το κάστιγκ, την Σωτηρία Μαρίνη και τον Ακη Γουρζουλίδη. Από εκεί ξεκινούν όλα. Και ενώ προϋπήρχαν κάποιες σκέψεις για το ποιοι μπορεί να είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες, όλα αυτά ανατράπηκαν για διάφορους λόγους και ξεκίνησε από την αρχή όλη η διαδικασία. Αν και ο κύριος Μάκης (Παπαδημητρίου) ήταν πάντα εκεί στο κάδρο. Είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε με ηθοποιούς που αμέσως κατάλαβαν το πνεύμα της ταινίας και έφεραν ενθουσιασμό, γενναιοδωρία και κατανόηση. Είναι όλοι τους ιδιαίτερες περιπτώσεις. Ακόμα και τώρα αναρωτιέμαι αν ο «κύριος Μάκης» και ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι η ίδια περσόνα. Και το λέω γιατί περάσαμε μεγάλο διάστημα μαζί, σε αντίξοες συνθήκες και πάντα ήταν εκεί, πάντα έτοιμος, ήρεμος, μεθοδικός και δοτικός όπως ο χαρακτήρας που υποδύεται.
Θα έλεγα ότι είναι μια μαύρη ρομαντική κομεντί με στοιχεία παραμυθιού, ένα τύπου αντί- Ρωμαίου και Ιουλιέτας στόρι. Πάντως οι βασικές θεματικές είναι κάπως ευδιάκριτες: ο έρωτας - κόντρα σε όλους και όλα - και ο θάνατος, η απώλεια. Και η αναζήτηση ενός άλλου δρόμου, η αναζήτηση του αυθεντικού.»
Η Στεφανία Σωτηροπούλου μπορεί να είναι ταυτόχρονα μια αναγεννησιακή μορφή αλλά να έχει παράλληλα και την τραχύτητα ενός αγριμιού όπως έπρεπε να είναι η Μαρία της ταινίας. Μια αντίστοιχη πανκ τραχύτητα και βαθιά ευαισθησία διαθέτει και ο Χάρης Φραγκούλης, ο οποίος εμπλούτισε τον χαρακτήρα δίνοντάς του επιπλέον κωμικοτραγικές διαστάσεις. Ιδιαίτερη περίπτωση είναι και η Ιλίρε Βίνκα, μια ξεχωριστή ηθοποιός από το Κόσοβο, η οποία υποδύεται την Μητέρα και η οποία δεν μιλούσε καθόλου ελληνικά. Εγιναν ταχύρρυθμα μαθήματα της γλώσσας, μαζί με την μια εκ των βοηθών σκηνοθέτη, την Ζηνοβία Χατζηδάκη, η οποία βοήθησε πολύ από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας και ταυτόχρονα γίνονταν και οι πρόβες μόλις λίγες μέρες πριν το γύρισμα. Αγώνας δρόμου κανονικά. Αλλά είχε μια αντίληψη η ίδια η ηθοποιός των λεγομένων της γιατί, όπως η ίδια έλεγε, αυτός ο χαρακτήρας είναι καθολικός και διαχρονικός, πέρα από γλώσσες και κουλτούρες.
Μάκης Παπαδημητρίου
Στεφανία Σωτηροπούλου
Ενα στοιχείο που βοήθησε πολύ τους ηθοποιούς αλλά και το συνεργείο, για να αρχίζει να γίνεται χειροπιαστός ο ιδιαίτερος κόσμος της ταινίας, ήταν το στυλιζάρισμα στα κοστούμια και στο μακιγιάζ, στα μαλλιά, αλλά και στα σκηνικά. Από την αρχή το ζητούμενο ήταν η ιδέα της μεταμόρφωσης, του έντονου στυλιζαρίσματος, σε σημείο που να μην είναι τόσο αναγνωρίσιμοι κάποιοι ηθοποιοί ή τα σημεία όπου κάναμε το γύρισμα.
Νομίζω όμως το πιο σημαντικό, είναι ότι υπήρχε αυτός ο αμοιβαίος σεβασμός και η αμοιβαία εκτίμηση μεταξύ όλων, που επέτρεπε να ανοίγεται ένας διάλογος που φέρνει στοιχεία που σε εκπλήσσουν. Είναι έξτρα συγκινητικό να υπάρχει αυτή η σχέση. Οπως και το αίσθημα της βαθιάς πίστης προς στην ταινία.
Πώς έγινε η ταινία από την πλευρά της παραγωγής, τι σας δυσκόλεψε, τι, ίσως, χρειάστηκε να περιορίσετε από το αρχικό πλάνο και τι, αντίθετα, σου ήρθε ως ευχάριστη έκπληξη;
Ως αφελής και πρωτάρης στο φορμά της μεγάλου μήκους και μαθημένος στο να κάνω τα πράγματα σε μεγάλο βαθμό μόνος μου και προερχόμενος κυρίως από τον χώρο του ντοκιμαντέρ, αγνοώντας δηλαδή τι μπορεί να σημαίνει προϋπολογισμός μυθοπλασίας, γράψαμε μαζί με το Νίκο Λερό ένα σενάριο και καταθέσαμε έναν φάκελο με παραγωγό την Ελένη Κοσσυφίδου εκείνη την περίοδο, που εκτιμήθηκε και εγκρίθηκε από τα χρηματοδοτικά προγράμματα - προς μεγάλη μου έκπληξη οφείλω να πω, γιατί το θεωρούσα κάπως τολμηρό για τα γενικότερα δεδομένα. Και παράλληλα το σενάριο επιλεγόταν από διάφορα διεθνή γουορκσοπς. Αντε μετά να κάνεις πίσω!
Χάρης Φραγκούλης
Ιλίρε Βίνκα και συνεργείο
Στην πορεία κατάλαβα ότι τα έκανα όλα ανάποδα, ότι ποτέ δεν κάνεις μια ιστορία σχετικά επικών διαστάσεων ως πρώτη ταινία, με δύο διαφορετικούς κόσμους που οφείλουν να παρουσιαστούν κιόλας. Αλλά αντίθετα πρέπει να κάνεις μια ταινία μαζεμένη, μια ταινία δωματίου. Αντε και ενός άλλου δωματίου στη χειρότερη. Που και αυτό περιοριστικό ακούγεται. Οπότε με τα λιγοστά χρήματα που μαζεύτηκαν για μια τέτοια παραγωγή - και είναι και συμπαραγωγή τριών χωρών, που σημαίνει ότι έπρεπε να λυθεί και ένα ακόμα σταυρόλεξο πρωτόγνωρο για εμένα - ήταν αναγκαίο να κάνουμε διάφορα κόλπα για να απεικονιστούν αυτοί οι δύο κόσμοι της ιστορίας. Χρειάστηκε να μπει πιο έντονα η ιδέα της ψευδοφάνειας και των θεατράλε στοιχείων, η οποία ήταν έτσι και αλλιώς στο σύμπαν της ταινίας. Αλλά τα χρήματα δεν μας επέτρεπαν να πάμε ακόμα πιο βαθιά στην ψευδοφάνεια. Και ένα άλλο πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να κάνουμε ένα γύρισμα με πολλά πλάνα σε χρόνο ελάχιστο.
Ευτυχώς η Χριστίνα Μουμούρη στη φωτογραφία και η Ολγα Λεοντιάδου στη σκηνογραφία, όπως και όλο το συνεργείο, λειτούργησε εξαιρετικά και κατάφερε να βγάλει ένα υπερφορτωμένο πρόγραμμα εντός των απαιτούμενων χρόνων. Αυτό που πάντα αντιστάθμιζε τα πράγματα στις δυσκολίες, ήταν το πάθος και η πίστη των συντελεστών για την ταινία. Ηταν η βασική προϋπόθεση για να λειτουργήσει το γύρισμα μέσω του αυγουστιάτικου καύσωνα σε ερημικούς τόπους και με λιγοστά μέσα στη διάθεσή μας. Και για σχεδόν για όλο το συνεργείο ήταν η πρώτη του εμπειρία σε μια μεγάλου μήκους.
Ζούμε σε έναν κόσμο όπου το Κακό υπάρχει ριζωμένο και είναι σχεδόν πάντα θορυβώδες, απλώνεται στον χώρο. Μόνο κάτι επιμέρους προσπάθειες λειτουργούν ανέλπιστα καλά, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά και την σαθρή παράδοση. Ακόμα και όταν ο Ζαγοράκης για παράδειγμα, σήκωνε το τρόπαιο το 2004, νόμιζες ότι κάτι θα γίνει και θα πέσει και θα σπάσει. Δεν γινόταν να πάει κάτι τόσο τέλεια μέχρι το τέλος.»
Κάναμε μια θερμή ταινία για έναν έρωτα, που χρειάζεται υπερβάσεις για να πραγματοποιηθεί. Και κληθήκαμε να μπούμε και εμείς ως ομάδα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ενότητας και υπερβάσεων. Στο ίδιο πνεύμα ακολούθησε και ο Νίκος Βαβούρης, με τον οποίο περάσαμε έναν χρόνο σχεδόν στο μοντάζ και έκανε διάφορα ενδιαφέροντα μαγειρέματα για να έρθει το τελικό αποτέλεσμα. Εχει κάτι πολύ από τον ίδιο η ταινία αυτή όπως είναι αναμενόμενο.
Πώς νιώθεις ως σκηνοθέτης της νεότερης γενιάς στην Ελλάδα; Ποια είναι τα συν και τα πλην;
Το μόνο που θα έλεγα είναι ότι το γκροτέσκο είναι εκεί έξω, στην «πραγματική ζωή». Και ίσως ο κινηματογράφος αδυνατεί να συλλάβει τις περισσότερες φορές αυτή τη γκροτέσκ φαντασμαγορία που υπάρχει εκεί έξω. Ευτυχώς υπάρχει το Luben και την αποτυπώνει σε τακτική βάση. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου το Κακό υπάρχει ριζωμένο και είναι σχεδόν πάντα θορυβώδες, απλώνεται στον χώρο. Και το Κακό, μου μοιάζει πάντα ως κάτι τρομακτικό, ως κάτι έξτρα γκροτέσκο, ως κάτι που είναι από άλλον πλανήτη, κάτι μη ανθρώπινο, σαν ένα δάνειο από τα τέρατα. Υπάρχουν αρκετοί Αδώνιδες και ελάχιστοι κύριοι Μάκηδες (όχι αυτοί της κυβέρνησης), άνθρωποι - καρχαρίες που νοιάζονται για την εικόνα, τα φράγκα, την εξουσία, την ίντριγκα, όχι για την ουσία. Και αυτό υπήρχε από πάντα σαν αίσθηση. Μόνο κάτι επιμέρους προσπάθειες εξαιρούνται από αυτόν τον κανόνα. Ή κάτι προσπάθειες που λειτουργούν ανέλπιστα καλά, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά και την σαθρή παράδοση. Ακόμα και όταν ο Ζαγοράκης για παράδειγμα, σήκωνε το τρόπαιο το 2004, νόμιζες ότι κάτι θα γίνει και θα πέσει και θα σπάσει. Δεν γινόταν να πάει κάτι τόσο τέλεια μέχρι το τέλος.
Χριστίνα Μουμούρη
Στον χώρο του Κινηματογράφου, έτσι πολύ γενικόλογα, συναντάς, αντίστοιχα, αυτό που συμβαίνει σε κάθε άλλο τομέα. Ταινίες τυποποιημένες να κυριαρχούν και μια κατεύθυνση στην κεντρική διαχείριση όλο και πιο σιδερωμένη, γραβατωμένη, υπηρετώντας και εκεί μια τύπου «ανάπτυξη» που πάει να πνίξει το μικρό και το διαφορετικό σινεμά που είναι το φυτώριο για το οτιδήποτε. Και μέσα σε όλα αυτά μπαίνουν και τα «πόλιτικς» και σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι συμβαίνει, γιατί να υπάρχουν, σε ένα πεδίο όπου θα έπρεπε να υπάρχει η χαρά. Αλλά από την άλλη είναι πολύ εύκολο και με φοβίζει το να υποπέσεις σε μια κριτική και σε μια ηθικολογία και να αποποιηθείς τις όποιες - έστω και λίγες - ευθύνες σου, κουνώντας το δάχτυλο προς κάθε κατεύθυνση. Νομίζω ότι οι νεότερες γενιές είναι πιο ώριμες, πιο ευαίσθητες και έχουν τον τρόπο τους, να μην δείχνουν ανοχή σε παθογένειες. Ελπίζω, όχι προς την άκρα δεξιά κατεύθυνση.
Τώρα που η ταινία έχει ολοκληρωθεί, έχει κάνει επίσημη πρεμιέρα κι ετοιμάζεται για το κοινό, ποια εξέλιξη θα σε έκανε χαρούμενο;
Είναι μια ταινία που νομίζω ότι προτείνει μια ηθική στάση. Το λέω πολύ αφηρημένα, χωρίς να είμαι πολύ σίγουρος τι ακριβώς εννοώ. Αυτό που θα ήθελα, είναι να τελειώναμε με την καγκουριά και την απανθρωπιά. Μακάρι αυτά τα στοιχεία να αφορούσαν μονάχα την μυθοπλασία. Κατά τα άλλα, ό,τι και να πούμε, η ζωή είναι πολύ πιο ευφάνταστη. Και περιμένουμε να δούμε την συνέχεια.
«Το Ποτάμι» έρχεται στο Αστορ από τη Δευτέρα, 10 Μαρτίου. Προπώληση εισιτηρίων στο More. Διαβάστε και δείτε περισσότερα για την ταινία εδώ.