«Η Αρχαιολόγος» είναι η νέα ταινία του Κίμωνα Τσακίρη, του σκηνοθέτη που γνωρίσαμε και θαυμάσαμε σε ντοκιμαντέρ σαν τo «Sugartown: Οι Γαμπροί», πιο πρόσφατα το «Μίτσιγκαν: Ομορφιές και Δυσκολίες». Είναι, ταυτόχρονα, ένα ντοκιμαντέρ για το κυνήγι με το χρόνο, για το πώς αυτός αφήνει τ' αποτυπώματά του κάτω από στρώματα νερού και γης, αλλά και για μια ηρωίδα - και «ηρωίδα» - την αρχαιολόγο Γεωργία Καραμήτρου - Μεντεσίδη που προσπάθησε, μόνη (μαζί με την ομάδα της) εναντίον όλων να διασώσει, κυριολεκτικά, ένα πλήθος σημαντικών αρχαιοτήτων από πνιγμό.
Στις κοιλάδες και τις πεδινές ζώνες του Αλιάκμονα υπάρχουν σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που χρονολογούνται από τα προϊοστορικά χρόνια. Για την Γεωργία Καραμήτρου - Μεντεσίδη, Προϊσταμένη της Λ΄Εφορείας Αρχαιοτήτων, ο χρόνος κυλά αντίστροφα. Ο χώρος αρχαιολογικού ενδιαφέροντος πρόκειται να μετατραπεί σε λίμνη από το υπό κατασκευή φράγμα Ιλαρίωνα της ΔΕΗ. Η αρχαιολόγος καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες ώστε να ολοκληρωθεί το σωστικό της έργο (με χρηματοδότηση της ΔΕΗ Α. Ε.), το οποίο δύο τρεις μήνες πριν το τέλος του, βρίσκεται στην πιο αποδοτική του φάση.
Αυτό είναι το «εύρημα» της ταινίας, η ουσία της όμως είναι η πραγματικότητα που κυλά χωρίς περισπασμούς, η φύση που έχει τη δική της ατζέντα κι η στάση του ανθρώπου απέναντι στα δυο, σ' ένα ντοκιμαντέρ που, παρά το χαρακτήρα της τεκμηρίωσης που το διατρέχει, είναι απόλυτα, συγκινητικά προσωποκεντρικό και συγκινητικό. Η Γεωργία Καραμήτρου - Μεντεσίδη κι ο Κίμων Τσακίρης ήπιαν έναν καφέ με το Flix και μοιράστηκαν τις αναμνήσεις τους από την κοινή τους εμπειρία, που σύντομα θα παρουσιάσουν στο κοινό. «Η Αρχαιολόγος» θα προβληθεί σε λίγες μέρες στο 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και θα βγει στις αίθουσες στις 19 Μαρτίου από τη Feelgood. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπαν και... αναλάβετε την προσωπική σας ευθύνη.
Διαβάστε ακόμη: 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: όλο το επίσημο πρόγραμμα
Η γνωριμία
Γ. Κ. Είχα ζητήσει ένα αρχαιολογικό ντοκιμαντέρ, μια τεκμηρίωση όλου αυτού που επρόκειτο να γίνει και το ζήτησα από τον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο – δέχτηκε αμέσως κι ήταν η πρώτη ανέλπιστη χαρά για μένα. Η δεύτερη ήταν ότι επέλεξε εκείνος τον Κίμωνα ως σκηνοθέτη κι από εκεί τα είδα όλα, με την καλή έννοια. Είδα τις ταινίες του, είδα ότι άγγιζε τα πράγματα μ’ ένα διαφορετικό τρόπο, η ομάδα ήταν άπαιχτη ολόκληρη. Ο Κίμων έβγαλε ομορφιά και τέχνη από μια καταστροφή, αυτό δεν μπορεί να μην το αναγνωρίσει κανείς. Εκανε να μιλήσουν πράγματα που μας πνίγουν και τα πνίγουμε. Επειδή το έργο ενός αρχαιολόγου – και εμού, αλλά και πολλών, δεν πιστεύω ότι είμαι η εξαίρεση – είναι η ίδια του η ζωή, βγαίνει μέσα απ’ αυτό το έργο και ο εαυτός του. Ηταν και ειδική η περίπτωση, βρισκόμασταν μπροστά σε σωστικές ανασκαφές, σε αρχαία που δε θα τα ξαναδούμε κι αυτός ήταν ο αγώνας στον οποίο εστίασε ο Κίμωνας. Του έδειξα εμπιστοσύνη γιατί είναι ο χαρακτήρας του έτσι και κατάλαβα από την αρχή την αξία του.
Η πολιτική ματιά
Κ. Τσ. Εγώ πιστεύω ότι ο καθένας απ’ το πόστο του, όταν συμμετέχει και στα κοινά, έτσι κι αλλιώς εκφράζει μια πολιτική στάση. Οταν κάποιος λέει, όπως η κ. Καραμήτρου, ότι το περιβάλλον είναι ένα και δεν πρέπει να το διαχωρίζουμε, αμέσως-αμέσως προκαλεί συμφωνίες και διαφωνίες. Δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου το προπαγανδιστικό, γι’ αυτό δεν κάνω και ντοκιμαντέρ των οποίων να γνωρίζω από την αρχή το τέλος, να το καθοδηγήσω, να σας πω ότι αυτή είναι η θέση. Από την άλλη θεωρώ ότι φτιάχνω πολιτικά ντοκιμαντέρ από την άποψη ότι μιλάνε για το σήμερα και για το αύριο. Αυτή η πορεία της πρωταγωνίστριάς μας, είναι ενός ανθρώπου που βάζει κάποιους στόχους και προσπαθεί να τους κατακτήσει, οπότε μέσα στην ταινία υπάρχουν οι θεσμοί, υπάρχει το κράτος, η ΔΕΗ, οι ντόπιοι, υπάρχουν όλα αλλά, ξαφνικά αρχίζει να βρέχει, κάτι που σε ξεπερνά κι έτσι δείχνουμε και την κλίμακα του ανθρώπου μέσα σ’ αυτό που λέμε φύση και το πώς ένας άνθρωπος μπορεί να πάλεψε με όλα και με όλους, να έδωσε το είναι του, αλλά τελικά στέκεται στο μεγαλείο της φύσης, που μπορεί να είναι και καταστροφικό όταν επεμβαίνουμε μ’ αυτόν τον τρόπο.
Γ. Κ. Ημουν τόσο απορροφημένη από τη δουλειά, ήταν τόσο επείγοντα όλα αυτά που κυριολεκτικά τρέχαμε μέρα νύχτα, ακόμα κι όταν κοιμόμουν έτρεχα, για να σώσουμε ό,τι μπορεί να περισωθεί, είχαμε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια γιατί ξέραμε ότι μας περίμενε η καταστροφή. Οπότε δεν υπήρχε ούτε πρόθεση, αλλά ούτε και περιθώριο να «συνεννοηθούμε» για μια «πολιτική» κατεύθυνση. Τώρα νιώθω αυτό που λέμε χαρμολύπη. Εγώ έχω μείνει στην καταστροφή, είναι κάτι που με σημάδεψε, ένας ποταμός να γίνεται λίμνη, να αλλάζει μορφή, δεν μπορώ να το σκεφτώ διαφορετικά, ίσως οι άλλοι που θα γεννηθούν από εδώ και πέρα. Οπότε από τη μια είναι ένα σοκ κι από την άλλη μια χαρά, ότι καταγράφηκε κι η άλλη άποψη, ότι στο πλαίσιο των έργων ανάπτυξης πρέπει να σώζονται όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα. Και χαίρομαι κάθε φορά που νιώθω ότι κάποια τα προλάβαμε. Δε θέλω να σκέφτομαι τι είναι αυτό που δεν το προλάβαμε.
Το προσωπικό στοιχείο
Κ. Τσ. Και πριν και μετά τα γυρίσματα κάνουμε συζητήσεις – κυρίως με τον άνθρωπο που σε εμπνέει και κάνεις το ντοκιμαντέρ μαζί του. Οπότε, αυτά που φαίνονται ως «αθώες» συζητήσεις, μετά τις επεξεργάζεσαι. Οταν έμαθα ότι η κ. Καραμήτρου είχε εκδώσει μια συλλογή με ποιήματα, αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσε αυτό να ενταχτεί χωρίς να είναι ψεύτικο, ούτε και να παραπέμπει σε μια «ποιητική» ταινία ή κάτι τέτοιο. Είναι κάτι ήρεμο που εντάσσεται σ’ όλη αυτή τη βαβούρα που επικρατούσε, βαθιά συγκινητικό. Ξέρω ότι κάθεται το βράδυ και περνά χρόνο στο γραφείο, διαβάζοντας, θέλησα αυτές τις προσωπικές στιγμές να τις αποτυπώσω.
Γ. Κ. Εγώ απόρησα που δε διατήρησες τα άλλα τα ποιήματα, τα ωραία, όχι τα δικά μου – εμένα ένας ποιητής με εμπνέει και είναι ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος. Τα ποιήματά του τα βρίσκω μπροστά μου κάθε μέρα.
Τα κοινά της αρχαιολογίας και του σινεμά
Γ. Κ. Στη δική μου δουλειά είχα μια πυραμίδα συνεργατών, όπου ο καθένας είχε πολύ αυστηρό σκοπό κι αρμοδιότητα και, φυσικά, ήταν μεγάλος ο εθελοντισμός γιατί στη δουλειά μας πρέπει να υπάρχει από πίσω το μεράκι, η κατάργηση των ωραρίων είναι δεδομένη. Στις ανασκαφές αν έχεις σημαντικά ευρήματα κανένας δε φεύγει, μόνο όταν βασιλεύει ο ήλιος. Αν δε σημαίνει κάτι για σένα αυτό, δεν μπορείς να το κάνεις.
Κ. Τσ. Το να καταφέρεις να παθιάσεις κάποιον που έχει έρθει γι’ αυτό, χωρίς να πρόκειται να πληρωθεί υπερωρία ή οτιδήποτε, είναι πολύ σημαντικό: το πώς θα του μιλήσεις, δεν πρέπει να είσαι απόμακρος, αποκτάς μια σχέση με όλες τις ομάδες ανθρώπων, κάτι που είναι εξίσου σημαντικό και στο ντοκιμαντέρ. Σε μια άλλη διάσταση, μπορεί να σκάψεις κάπου παραπέρα από απλή περιέργεια και ν’ ανακαλύψεις κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Το ίδιο συμβαίνει και στο ντοκιμαντέρ, ειδικά όταν δεν έχεις σενάριο. Το ότι θα πούμε ότι θα κάτσουμε δύο ώρες παραπάνω κάπου, ή ότι θα πας σε μια απόσταση που είναι 80 χιλιόμετρα μακριά, τη συγκεκριμένη μέρα, γιατί έχεις κάτι στο μυαλό σου, είναι καθοριστικό. Κι εμείς σκάβουμε λιγάκι, λαξεύουμε το χρόνο, γιατί ψάχνουμε να βρούμε, διαισθητικά και με βάση τη δική μας εμπειρία, πού είναι ο άνθρωπος, τι μπορεί να έχει ενδιαφέρον. Αυτό νομίζω ότι το αποκτάς, όπως και στην αρχαιολογία, με το χρόνο. Κι είναι, τελικά, και στα δυο μια μοναχική απόφαση – μπορεί να υπάρχουν όλοι οι συνεργάτες, αλλά εκείνη τη στιγμή πρέπει εσύ να πάρεις μια απόφαση.
Διαβάστε ακόμη: 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Greeks do it better!
Ο χρόνος
Γ. Κ. Για τους αρχαιολόγους δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Εγώ κάπου μέσα μου αντιμετωπίζω το χρόνο σαν κάτι ενιαίο, από το παρελθόν μέχρι σήμερα, λόγω της γνώσης, της εξειδίκευσης. Ο χρόνος δεν είναι ούτε εχθρός ούτε φίλος. Αλλά είναι κάτι πολύτιμο. Ούτε πουλιέται, ούτε αγοράζεται και δε φτάνει ποτέ. Οτι η ιστορία διδάσκει, σε βοηθάει να ζεις, είναι αυτονόητο. Θα πω το κοινότυπο, ότι δεν μπορείς να μην έχεις ρίζες, το ιστορικό παρελθόν είναι το κλαδί που σε κρατάει, μην το κόψεις, πρέπει να χτίσουμε ένα μέλλον για το ιστορικό μας παρελθόν. Είναι αυτό που μας καθορίζει ως άτομα, βοηθάει στην αυτογνωσία μας κι η δική μας ιστορία και η ιστορία των πάντων. Και μάλιστα η αρχαία ελληνική ιστορία, που η αρχαιολογία είναι η ορατή της πλευρά. Δεν μπορεί να είναι κανείς αποκομμένος από αυτήν, είναι σαν άνθρωπος χωρίς μνήμη.
Τον πανικό με το πέρασμα του χρόνου τον παθαίνει κανείς όταν χάνονται πράγματα κι όταν χάνονται κι άνθρωποι, βέβαια, στην ηλικία που είμαι. Απ’ την άλλη νομίζω ότι το ευ ζην είναι το ευ θνήσκειν, είναι ισότιμα αυτά. Σαφώς και μ’ απασχολεί ο χρόνος, αλλά όχι με τραγικότητα, δηλαδή σκέφτομαι ότι μέσα από τα πράγματα που κάνει κανείς θα πρέπει να βρει μια ικανοποίηση και να ολοκληρώσει κάτι και να διασώσει κάτι, είναι ένα αίσθημα ευθύνης που το είχα πάντα και το έχουν όλοι οι αρχαιολόγοι, γιατί βρισκόμαστε απέναντι σε μη αντιστρεπτές καταστάσεις λόγω της δουλειάς μας.
Η προσωπική ευθύνη
Κ. Τσ. Στις προηγούμενες ταινίες μιλούσαμε κυρίως για τη συλλογική ευθύνη και όλα αυτά τα δεινά που έφερε στον τόπο, οπότε για μένα το να βρω έναν άνθρωπο που έφερε, με όλο του το έργο και την προσωπικότητά του, προσωπική ευθύνη και δε λέει, ας πούμε, βουλώσανε τα λούκια και δεν ήρθε το κράτος να τα ξεβουλώσει, είναι πάρα πολύ σημαντικό ως παράδειγμα και, ναι, δεν ήταν αγιοποίηση, αλλά είναι πάρα πολύ σημαντικό μέσα ακόμα κι από τα λάθη σου να παίρνεις μια θέση, να την εξελίσσεις, αλλά να παραμένεις πιστός στο να λες ότι εγώ θ’ αναλάβω την ευθύνη από το πόστο όπου τάχθηκα, δε θα είναι ούτε ο τάδε θεσμός, ούτε επειδή έχουμε κακούς πολιτικούς, ούτε γιατί δεν καταλαβαίνουν οι ντόπιοι. Θα πάω και θα το παλέψω. Εμένα αυτό μου θυμίζει εκείνο που έλεγε ο Καζαντζάκης ως στάση ζωής των ανθρώπων. Δεν είναι ότι η ταινία τελειώνει σε αισιόδοξο τόνο, αλλά έχει μια άλλου είδους αισιοδοξία, ότι εκεί που πίστευα ότι δεν έχει τίποτα να μου προσφέρει αυτή η χώρα, ότι πρέπει να τα παρατήσω και να φύγω, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ξαφνικά βγαίνουν στο προσκήνιο, τους βλέπω και λέω, αξίζει κι εγώ να προσπαθήσω – αυτή είναι η ουσία του ντοκιμαντέρ, η αίσθηση της προσωπικής ευθύνης.
Γ. Κ. Βρίσκω ότι στην αρχαιολογία περνάμε ακόμα την ηρωική φάση του Κυριάκου Πιττάκη, που το 1821 έδωσε μολύβι για να μην πάρουν μολύβι από τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Δε θα έπρεπε να είναι έτσι. Δε θα έπρεπε εμείς οι αρχαιολόγοι να καταβάλουμε τόση προσπάθεια για τη συντήρηση των αρχαιοτήτων, θα έπρεπε να είναι αυτονόητο αυτό και να στηρίζεται. Δε στηρίζεται στο βαθμό που θα έπρεπε, ούτε κι ο ελληνικός τουρισμός στηρίζεται στις αρχαιότητες. Αλλά αν δεν ελπίζεις κιόλας, αν δεν έχεις μια δημιουργική απελπισία, δε γίνεται.
Κ. Τσ. Είναι και μια απόφαση η αισιοδοξία – αν είχα φύγει πριν από εννιά χρόνια που πρωτοξεκίνησα και θα μπροούσα να είχα πάει στο εξωτερικό, τότε εννιά χρόνια μετά δε θα είχα κάνει αυτήν την ταινία, οπότε μέσα σ’ αυτό πρέπει κι εγώ να είμαι αισιόδοξος γιατί οφείλουμε κι εμείς, από το δικό μας πόστο να προσπαθήσουμε για το καλύτερο. Οχι, δεν είμαι αισιόδοξος ως προς τους θεσμούς, αλλά είμαι ως προς τη δημιουργικότητα.
«Η Αρχαιολόγος» θα προβληθεί σε λίγες μέρες στο 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και θα βγει στις αίθουσες στις 19 Μαρτίου από τη Feelgood. Δείτε παρακάτω το τρέιλερ της ταινίας.
«Η Αρχαιολόγος» - info
- Σενάριο & Σκηνοθεσία: Κίμων Τσακίρης
- Παραγωγή: Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος
- Εκτέλεση Παραγωγής: Λέλια Ανδρονίκου
- Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιάννης Δρακουλαράκος
- Μοντάζ: Τατιάνα Πανηγύρη
- Μουσική: Κωνσταντής Παπακωνσταντίνου
- Στίχοι - Ερμηνεία: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
- Ηχος: Αρης Καφεντζής
- Μιξάζ Ηχου: Κώστας Βαρυμποπιώτης
- Διάρκεια: 90'
Tags: η αρχαιολόγος, κίμων τσακίρης