Αυτό που όλοι προσπαθούν να ψελλίσουν αυτές τις μέρες της τραγικής δολοφονίας του Ρόμπ Ράινερ είναι πώς κανονικά η νεκρολογία αυτού του συγκεκριμένου σκηνοθέτη θα είχε σαν κεντρική του ιδέα το πόσο μας έκανε να μην φοβόμαστε: όχι μόνο το πτώμα ενός παιδιού θαμμένο κάπου στο δάσος, ούτε μόνο το να παραδεχτούμε πως έχουμε ερωτευτεί την κολλητή μας και σίγουρα όχι τις φωνές του Τζακ Νίκολσον.
Κυρίως να μην φοβόμαστε τις ιστορίες που είναι πιο αληθινές από αυτές που τελικά φτιάχνει το σινεμά, όπως ένα αγόρι που τελικά σκοτώνει τους γονείς του, σε μια πράξη αγριότητας που έρχεται να δικαιώσει ταυτόχρονα την προσπάθειά του Ρομπ Ράινερ - κινηματογραφικά αλλά και πολιτικά - να ανακαλύψει τις πηγές του φόβου μιας ολόκληρης γενιάς και χώρας και να τις ξορκίσει. Το έκανε μέσα από ταινίες που σε ένα αδιανόητο σερί μέχρι και την αυγή του 1990 μπήκαν αυτόματα στο ρόστερ των modern classics και από τα 90s και μετά παρέμειναν λιγότερο ή περισσότερο εύστοχες στην αναμόχλευση της ποπ κουλτούρας, της ίδιας της κουλτούρας του σινεμά και της μεγάλης επιστροφής στην αρχή - με το δεύτερο «This is Spinal Tap» να κλείνει ιδανικά τη φιλμογραφία του μόλις το 2025.
Το έκανε κυρίως με ένα σινεμά που δεν υπάρχει πια. Αυτό που δεν φοβάται το entertainment αλλά, όπως απέδειξε και η ενεργός δράση του Ράινερ σε μια σειρά από περιβαλλοντικά, κοινωνικά, ζητήματα δικαιωμάτων, ένα σινεμά που προτιμά να κλείνει τους ανοιχτούς λογαριασμούς, Πράγμα που κάνει το θάνατο του μια ακόμη πιο τραγική στιγμή και τα μαθήματα που μας έδωσαν εκείνες οι έξι υπέροχες ταινίες του μέσα στα 80s ακόμη πιο πολύτιμα.
(Σε μια τολμηρή αποτίμηση θα χωρούσαν στην παρακάτω λίστα, ως μαθήματα ζωής, ακόμη δυο ταινίες και από τα 90s - διαλέξτε όποια σας άρεσε περισσότερο - και σίγουρα το «Being Charlie» του 2016, η ταινία που έγραψε μαζί με τον γιο του - ναι αυτόν - Νικ, σε μια αμοιβαία, αλλά αποτυχημένη, προσπάθεια κατανόησης μιας αδύνατης ενηλικίωσης που δεν ήρθε ποτέ...)
Oλοι μιλούν για την επιθυμία να αλλάξουν τα πράγματα, να βοηθήσουν και να τα διορθώσουν, αλλά τελικά το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να διορθώσεις τον εαυτό σου. Και αυτό είναι ήδη πολύ. Γιατί αν μπορέσεις να διορθώσεις τον εαυτό σου, αυτό έχει ένα αποτέλεσμα που εξαπλώνεται σαν κύμα.»
Μας έμαθε να μην φοβόμαστε την… αλήθεια - με ένταση up to 11!
«Μα γιατί θέλεις να κάνεις μια ταινία για ένα μουσικό γκρουπ που δεν ξέρει κανείς;»
Η ερώτηση που έκαναν στον Ρομπ Ράινερ για το «This is Spinal Tap» (1984) ήταν η μεγάλη αλήθεια που έκρυβε το ψεύτικο ντοκιμαντέρ που αποφάσισε να φτιάξει, πατώντας πάνω στο «Gimme Shelter» των αδελφών Μέισλες του και το «Dont Look Back» του Nτ. Α. Πενεμπέικερ, λες και οι τύποι με τα λατέξ και τον ενισχυτή που έφτανε το volume «up to 11» είχαν την παραμικρή σχέση με τους Rolling Stones ή τον Μπομπ Ντίλαν. Κι όμως, το ψευδοντοκιμαντέρ για το δήθεν αγγλικό γκρουπ που φτάνει δήθεν στην Αμερική για να κάνει δήθεν περιοδεία έγινε χρόνια μετά την αποτυχημένη πρώτη του κυκλοφορία στις αίθουσες, μια (ευτυχώς όχι δήθεν) υποδειγματική πατέντα για το πώς γυρίζεις μια ταινία με τόσο κέφι (και πόσο ταλέντο) στο όριο του αυτοσχεδιασμού, χωρίς σενάριο, αλλά με έναν μαγικό τρόπο χωνεμένη μέσα σε κάθε απίθανο, απολαυστικό λεπτό κινηματογραφικού χρόνου ολόκληρη τη μουσική παράδοση του rise and fall και κυρίως του fall της rock ’n’ roll ματαιοδοξίας. Η κλασική σκηνή με το συγκρότημα να χάνεται στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του backstage μπορεί να εμπνεύστηκε από την τραυματική εμπειρία του Τομ Πέτι, αλλά το σημαντικότερο - έδωσε στο «The Spinal Tap» την ειρωνία ενός ήδη ατρόμητου κριτικού σχολίου πάνω στην ίδια την ιδέα της τεκμηρίωσης. Ούτε να το σκέφτεστε ασυνείδητα, αλλά μάλλον τελείως επίτηδες, ο Ρομπ Ράινερ επαναπροδιορίζει στη μορφή μιας ανεξίτηλης κωμωδίας, όλα όσα θα κάνουν πάντα την αλήθεια να σοκάρει πάνω στη μυθοπλασία. Δεν είναι μόνο ο Στινγκ που παραδέχτηκε ότι έχει δει το «The Spinal Tap» τόσες φορές προκειμένου να αποφασίσει αν πρέπει να γελάσει η να κλάψει με τις αλήθειες που λέει, ούτε ο Οζι Οζμπορν (με κάποιον τρόπο μια από τις εμπνεύσεις για το γενικό look του συγκροτήματος και δη του Κρίστοφερ Γκεστ) που παραδέχτηκε πως ήταν ο μόνος σε μια αίθουσα που δεν γελούσε, γιατί κάθετι που έβλεπε ήταν απλά σοκαριστικά αληθινό. Είναι το ξεκίνημα μιας καριέρας που θα ενσωμάτωνε - απλά με τον πιο entertainment τρόπο, λες και υπάρχει καλύτερος; - την ίδια την τεχνική μέσα στην αφήγηση. Την ίδια την αλήθεια μέσα στο ψέμα. Χωρίς να χαθεί ποτέ ο άνθρωπος στη μέση.
Μας έμαθε να μην φοβόμαστε και να αγαπήσουμε το «πτώμα»
«Ηταν η πρώτη φορά που έκανα μια ταινία που αντανακλούσε το δικό μου προσωπικό συναισθηματικό κόσμο. Είχε μια μίξη μελαγχολίας, χιούμορ, νοσταλγίας. Η μουσική που άκουγα και όσα ένιωθα σε σχέση με τον πατέρα μου, μπήκαν όλα στο φιλμ. Οταν βγήκε στις αίθουσες και έγινε αποδεκτό, νομίζω πως με επιβεβαίωσε.»
Εντάξει, ας το παραδεχτούμε. Ο Ρομπ Ράινερ γύρισε το «Στάσου Πλάι Μου» (1986) για να κλείσει τους λογαριασμούς με τον πατέρα του. Και μαζί χάρισε μια ταινία που κλείνει τους λογαριασμούς όλων μας με την παιδική ηλικία, με τους φίλους που κάποτε χάσαμε με την ενηλικίωση, με την οργή που έμεινε μέσα μας από το bullying που μας έκανε (για πάντα) θύματα και με τη θλίψη που κρύβει πάντα η μεγάλη περιπέτεια της ζωής. Διασκευάζοντας ένα διήγημα του Στίβεν Κινγκ (όταν ακόμη αυτό δεν ήταν μόδα), ο Ρομπ Ράινερ αναγκάστηκε να αλλάξει τον τίτλο του καθώς το «The Body» ακουγόταν όχι μακάβριο αλλά αρκούντως «πονηρό». Και πατώντας πάνω σε ράγες - σήμερα θα τις λέγαμε cringe - νοσταλγίας έφτιαξε αυτό το modern classic που δεν θα ήταν το τελευταίο στην καριέρα του. Ομως θα ήταν σίγουρα το πιο καθοριστικό, καθώς λίγες φορές μια ταινία που επιστρέφει στο παρελθόν γίνεται τόσο «σημερινή», δηλαδή σημάδι μιας ποπ κουλτούρας (που έφερε και το «Stand by Μe» του Μπεν Ε. Κινγκ ξανά στα τσαρτς) την ίδια ώρα που δημιουργούσε τη δική της μυθολογία. Eίτε αυτή ήταν η τετράδα των νέων (ανάμεσα τους φυσικά ο Ρίβερ Φίνιξ που θα πέθαινε επτά χρόνια μετά, φέρνοντας τα 90s ενώπιον της ίδιας τους της μακάβριας εισαγωγής από τα 80s) ηθοποιών που αντηχεί σήμερα εκκωφαντικά όλο το zeitgeist του «Strange Things», είτε αυτή η σκηνή με τις βδέλλες μέσα στο παντελόνι που δεν ξέρει κανείς αν άλλος σκηνοθέτης θα μπορούσε να πετύχει τόσο ιδανικά. Μερικοί πονούν ακόμη και σήμερα όταν τη σκέφτονται, άλλοι γιατί «δεν είχαν ποτέ φίλους όπως αυτούς που είχαν όταν ήταν 12 ετών». ΜΙα ταινία που κάθε φορά που τελειώνει σε αφήνει με αυτήν την αίσθηση ότι όταν γίνεις πτώμα θα ήθελες πολύ να σε αναζητήσει (αυτή η) παρέα σου.
Μας έμαθε να μην φοβόμαστε το happy end
Η Κάρολ Κέιν - αξέχαστη στο πέρασμά της από το «The Princess Bride» του 1987 (με τον υπέροχο ελληνικό τίτλο «Τρελές Ιστορίες Ερωτα και Φαντασίας») θυμάται τον Ρομπ Ράινερ να γελάει σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας. Ενα τρίβια αναφέρει πως έφυγε σκασμένος στα γέλια σε μια σκηνή με τον Μπίλι Κρίσταλ. Και αν ισχύει πως ό,τι συμβαίνει backstage βγαίνει και προς τα έξω, δεν υπάρχει λεπτό στο «The Princess Bride» που να μην σου προκαλεί ένα μεγάλο χαμόγελο στο στόμα. Eργο ζωής, αν σκεφτεί κανείς την εμμονή του Ράινερ πάνω στο «μύθο» και πως αυτός γίνεται ένα με την πραγματικότητα, το μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Γκόλντμαν που του χάρισε ο πατέρας του θα έφτανε νομοτελειακά στα χέρια του μετά από πλήθος σκηνοθετών και απόπειρες που δεν μπορούσαν να σιγουρέψουν το genre του πράγματος. Φαντασία, ρομαντζάδα, παραμύθι, σάτιρα στα όρια μιας παρωδίας, αγνή κωμωδία, παιδική ή ενήλικη ταινία, ένα love story για τους αιώνες, μια στιγμή στη λήξη των 80s που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πόσο σκοτάδι έκρυβε ακόμη η Αμερική, το «The Princess Bride» λειτούργησε ως βάλσαμο για τους θεατές, επαινέθηκε και από την κριτική, το κυριότερο έγινε cult μέσα στις δεκαετίες για να φτάνει σήμερα ως δείγμα ενός genre bending χολιγουντιανού και όμως προσωπικού προτζεκτ που έχει φτιαχτεί με περίσσευμα ταλέντου από όλους όσους συμμετέχουν - συν ένα πρωταγωνιστικό και στ’ αλήθεια ερωτευμένο ζευγάρι με την Ρόμπιν Ράιτ και τον Κάρι Ελγουις να κάνουν την ταινία κάθε φορά και πιο αξιαγάπητη. Την κάνουν όμως, όσο περνούν τα χρόνια, και πιο αληθινή, με έναν τρόπο που το ψέμα της (στη φτιαξιά και στην αφήγηση) επιβάλλει στον ανήλικο και ενήλικο θεατή να το εκλάβει ως τη μοναδική πραγματικότητα που μπορεί να υπάρξει με μονόδρομο όχι ανάγκης ή στουντιακής επιβολής, αλλά απόλυτης ειλικρίνειας το «αναλογικό της πριν γίνει ψηφιακό» happy end. Σχεδόν σαν το video game που την ορίζει στην αφετηρία της και εκείνο το «φιλί» στο φινάλε «που άφησε πίσω του και τα 5 πιο παθιασμένα φιλιά από τότε που εφευρέθηκε το φιλί» και στη μυθολογία της που πια γίνεται ένα με το μύθο της, μια μαγική στιγμή που τελικά είχε τόσο φίλτρο για να αντέχει. Και κυρίως να (μας) αντέχει.
Μας έμαθε να μην φοβόμαστε το μαζί
Κάποτε - όχι πολύ μακριά στο μέλλον - και στο τώρα, δηλαδή, λειτουργεί ιδανικά, το «Οταν ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι» (1989) θα έπρεπε να διδάσκεται ως η ρομαντική κομεντί που πρέπει να δεις όταν έχεις πήξει από όλες τις ρομαντικές κομεντί. Γιατί στην πραγματικότητα δεν είναι ρομαντική κομεντί. Είναι μια συνομιλία ανάμεσα στο φόβο και την κατά κράτος νίκη του, στη μορφή μιας ταινίας, που διαρκεί 96 από τα πιο απέριττα, απαραίτητα λεπτά του σύγχρονου μοντέρνου σινεμά. Ναι, αυτό θα ήταν το τρίτο μεγάλο modern classic του Ρομπ Ράινερ, εδώ όμως σε διαστάσεις φετιχισμού που αγγίζει από τα πουλόβερ των πρωταγωνιστών μέχρι το τέλειο mis-match όλων των εποχών (ανάμεσα στον Μπίλι Κρίσταλ και την Μεγκ Ράιαν) και σκηνές ανθολογίας (ας μην σταθούμε ή ας το κάνουμε απενοχοποιημένα στη σκηνή του fake οργασμού για να συναντήσουμε κάπου στο βάθος το mock-umentary εδώ σε παράφραση του monumentary) που ακόμη και σήμερα αναρωτιέσαι «ποιος στο διάολο το σκέφτηκε και καλά το σκέφτηκε πήγε και το έκανε»…
Το σκέφτηκε η Νόρα Εφρον (αιώνια ευγνώμονες) και ο Ρομπ Ράινερ που άλλαξε το φινάλε, επειδή μετά από το χωρισμό του με την Πένι Μαρσέλ γνώρισε τη Μισέλ και αποφάσισε πως όλοι μπορούν να βρουν την αληθινή αγάπη εκεί που ίσως πίστευαν ότι δεν υπάρχει, αλλά και ότι το σεξ είναι τελικά το μικρότερο πρόβλημα στη σχέση ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Ο τρόπος με τον οποίο απλώνεται μέσα σου (για πάντα) το «Οταν ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι» οφείλεται στο συστατικό που οι ταινίες έπαψαν να έχουν έκτοτε και αυτό δεν ήταν η μαγεία ή όλα αυτά τα γλυκερά (cringe τα λένε σήμερα, το είπαμε) που συνοδεύουν όλα τα κείμενα που γράφονται χρόνια τώρα για την ταινία. Είναι η μία και μόνη αλήθεια πως το φιλμ αυτό στάθηκε με απαράμιλλο θάρρος απέναντι στο φόβο δύο ανθρώπων να είναι μαζί. Και τους έπεισε να το δοκιμάσουν. Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μάθεις αν ταιριάζεις με κάποιον και αν είναι αυτός που θες να ζήσεις μαζί του το υπόλοιπο της ζωής σου - παρά μόνο αν με μια βαθιά ανάσα θάρρους πεις αυτά (αυτολεξεί, παιδιά δεν υπάρχει καλύτερη ερωτική εξομολόγηση στο σινεμά):
«Μου αρέσει που κρυώνεις όταν έξω έχει 22 βαθμούς. Μου αρέσει που σου παίρνει μιάμιση ώρα να παραγγείλεις ένα σάντουιτς. Μου αρέσει που σχηματίζεται μια μικρή ρυτίδα πάνω από τη μύτη σου όταν με κοιτάζεις σαν να είμαι τρελός. Μου αρέσει που, αφού περάσω τη μέρα μαζί σου, μπορώ ακόμα να μυρίζω το άρωμά σου στα ρούχα μου. Και μου αρέσει που είσαι ο τελευταίος άνθρωπος με τον οποίο θέλω να μιλήσω πριν πάω για ύπνο το βράδυ. Και δεν είναι επειδή είμαι μόνος, και δεν είναι επειδή είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ηρθα εδώ απόψε γιατί, όταν συνειδητοποιείς ότι θέλεις να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου με κάποιον, θέλεις το υπόλοιπο της ζωής σου να ξεκινήσει όσο το δυνατόν συντομότερα.»
Μας έμαθε να (μην) φοβόμαστε τον εαυτό μας
Το «Misery» (1990) είναι μάλλον η καλύτερη διασκευή σε έργο του Στίβεν Κινγκ που έγινε ποτέ. Δηλαδή σε επίπεδο λογοτεχνικής απόδοσης όλου του τρόμου και της ψυχοπαθολογίας που ταυτόχρονα είναι και το απόλυτο «scene turner», όπως θα το λέγαμε στο σινεμά για να παραφράσουμε το «page turner» των βιβλίων. Στο γνωστό απέριττο ύφος του (οι ταινίες του Ρομπ Ράινερ, τουλάχιστον αυτές που θα μνημονεύουμε για πάντα, αλλά και εκείνες οι άλλες οι λιγότερο πετυχημένες - μοιάζουν να μην διαθέτουν καμία σκηνή ή ατάκα που περισσεύει), το «Misery» σε βάζει γρήγορα στην «πανδύσκολη» θέση του Τζέιμς Κάαν και αφήνει από πάνω σου την Κάθι Μπέιτς να μεγαλουργεί - πρώτη γυναίκα ηθοποιός που κέρδισε Οσκαρ σε ταινία τρόμου και τη μοναδική οσκαρούχο ερμηνεία σε κινηματογραφική διασκευή του Στήβεν Κινγκ, για να τα λέμε κι αυτά. Και όταν λέμε «μεγαλουργεί» εννοούμε ότι μεταφέρει σχεδόν στην ίδια γκριμάτσα όλη την παράνοια του μοντέρνου κόσμου, στον ιδανικό αυτό ρόλο της φανατικής (συμπληρώστε ότι θέλετε δίπλα στη λέξη) που θα μπερδεύει για πάντα την αγάπη με την ιδιοκτησία, αλλά κυρίως την φαντασία με την πραγματικότητα. Οπως και ο Στίβεν Κίνγκ, έτσι και ο Ρομπ Ράινερ είδαν στο «MIsery» την απόλυτη τεθλασμένη γραμμή ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα (η θεματική που, το εμπεδώσαμε πλέον, επανέρχεται διαχρονικά στο έργο του Ράινερ), μετουσιώνοντας τον τρόμο σε μια κραυγή απελπισίας. Ναι η Αν Γουάιλκς είναι η Αμερική που ο Ρομπ Ράινερ ήθελε να ξορκίσει - παλιά, κολλημένη στις ίδιες ιστορίες, δικαιωματιστικά και σχεδόν φασιστικά θεωρούσα ότι υπερέχει σε θεραπευτικές ικανότητες, ένας παντοδύναμος σωρός από προκαταλήψεις και συνωμοσίες - αλλά και αυτή που, ως μεγάλος ανθρωπιστής, ο Ρομπ Ράινερ κοιτάζει με πραγματική και όχι ειρωνική συμπόνια. Ο τρόπος με τον οποίο δεν «αδειάζει» ποτέ, αλλά σε φάσεις θαυμάζει (και καλά κάνει), την ηρωίδα του, οφείλεται φυσικά στην ερμηνευτική ακροβασία της Κάθι Μπέιτς, καθοδηγούμενη όμως εδώ με μια λεπτή, ευγενική ματιά πάνω στον απόλυτο τρόμο. Για όποιον είδε (και ξαναείδε) το «Misery» αναγνωρίζοντας (ουρλιάζοντας μέσα του) πράγματα του εαυτού του στην Αν, ο Ρομπ Ράινερ υπήρξε κι εδώ καθησυχαστικός, κλείνοντας αυτό το σερί των υπέροχων modern classics που όλα μαζί μας έμαθαν το σημαντικότερο: να μην φοβόμαστε τον εαυτό μας.
Μας έμαθε να μην φοβόμαστε τις ιδέες μας
Τι εμπειρία ήταν το «Ζήτημα Τιμής» (1992). Και να θες να το καταχωρήσεις, τύπου απαξιωτικά, στη mainstream γωνιά που καταχωρείς τη «μέση αμερικάνικη ταινία» που (δυστυχώς) δεν υπάρχει πια, δεν μπορείς. Γιατί - ακριβώς γι’ αυτό - παραμένει συναρπαστικότατο. Γιατί παραμένει στο όριο… επαναστατικά mainstream με μια ισχυρή (σχεδόν στο... 11) δόση entertainment που σου επιτίθεται σχεδόν ισόποσα με τα σεναριακά (τότε ακόμη στην αρχή τους) κολλήματα του Ααρον Σόρκιν - βασισμένο στο δικό του θεατρικό έργο. Και γιατί ήρθε να αποδείξει πως ο Ρομπ Ράινερ υπήρξε πάντα κάτι περισσότερο από τον safe σκηνοθέτη που όλοι πίστευαν ότι είναι. Αν σκεφτεί κανείς πως αν υπήρχε tik tok εν έτει 1992 το «You can’t handle the truth» θα ήταν το viral άλλοθι όλων των αυτόκλητων δικαιωματιστών (και των χωρισμών), τότε το εκρηκτικό κατά μέτωπο του Τομ Κρουζ με τον Τζακ Νίκολσον θα ήταν το meme που μας αξίζει για κάθε δικαστική ή μη διαμάχη της ζωής μας. Σκηνοθετημένο σχεδόν γραμμικά, με τις πιο καθαρές γραμμές ανάμεσα στο καλό και το κακό που είχε ποτέ δικαστικό δράμα (με τον Ράινερ να αλλάζει το θεατρικό του Σόρκιν αφήνοντας τον δικηγόρο να νικήσει μόνο με τις δυνάμεις του μέσα στο δικαστήριο και όχι μέσω άλλων τεχνασμάτων), το «Ζήτημα Τιμής» ήταν ο χάρτης του φιλελευθερισμού του Ρομπ Ράινερ που αθόρυβα θα γινόταν μια από τις πιο πρωταγωνιστικές φιγούρες της δύναμης των δημοκρατικών μέσα στις δεκαετίες. Κυρίως όμως ο χάρτης ενός χολιγουντιανού σινεμά που, με λίγο αέρα από την εποχή του Φρανκ Κάπρα και του Μπίλι Γουάιλντερ υπογράμμιζε τη σημασία του να είσαι και μέρος του παιχνιδιού και στη σωστή πλευρά, αν το παραμείνεις ακέραιος στις ιδέες σου όπως ο Τομ Κρουζ εδώ, παραμένει ένα διαρκές ζητούμενο. Απέναντι σε στρατούς, απαρχαιωμένες απόψεις, Προέδρους, αρχηγούς, ιερά τέρατα (συχνά με έμφαση στα τέρατα) που ανεβάζουν τον τόνο της φωνής τους λες και αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να ακουστεί η αλήθεια τους.
