Ψάχνοντας την αρχή της ιστορίας, θα πρέπει φυσικά να την αναζητήσουμε πίσω στην ίδια την ιστορική περίοδο που περιγράφει το φιλμ την «ποταπαγόρευση, που δεν γέννησε τίποτα άλλο εκτός από προβλήματα» όπως είχε είπε ένας άνθρωπος που ήξερε καλά από προβλήματα, ο Αλ Καπόνε. Οι ήρωες του φιλμ του Χίλκοουτ, μπορεί να έζησαν την ίδια περίοδο, όμως δεν ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό με τους Γκάνγκστερ του Σικάγο. Στην επαρχία της Βιρτζίνια, που η παραγωγή παράνομου αλκοόλ την εποχή της ποταπαγορευσης της χάρισε τον τίτλο της «πιο υγρής πολιτείας του κόσμου», οι κανόνες ήταν διαφορετικοί, αλλά η κατάληξη ήταν δυστυχώς η ίδια.
Μπορεί οι αδελφοί Μπόντουραντ, παππούδες του συγγραφέα του «The Wettest County in the World» Μάτ Μπόντουραντ, να μην έψαχναν φασαρίες, όμως όταν η επιχείρησή σου δεν βρίσκεται απλά εκτός νόμου, αλλά είναι και ιδιαίτερα επικερδής, μοιάζει μοιραίο οι μπελάδες να σε βρουν είτε το θες είτε όχι. Το βιβλίο του Μπόντουραντ είναι βασισμένο στην αληθινή τους ιστορία, «βγαλμένο από αφηγήσεις που ακούγαμε στην οικογένεια, από διηγήσεις του πατέρα μου, από ιστορικά αρχεία, αρχεία, από δικαστικά έγραφα» λέει ο συγγραφέας. Είναι γραμμένο όμως με τρόπο που θέλει «να γεμίσει το κενό που αφήνουν οι ιστορικές λεπτομέρειες, μπλέκοντας στις αλήθειες, στοιχεία από μια ιστορία που στα χρόνια που μεσολάβησε, μεταμορφώθηκε σε τοπικό θρύλο κι από την κατανόηση της εποχής μέσα από μια σύγχρονη ματιά. Ο στόχος μου ήταν να αγγίξω μια αλήθεια που βρίσκεται πέρα από τα λίγα χειροπιαστά στοιχεία και να κατανοήσω έναν κόσμο και τους χαρακτήρες του, γεμίζοντας με την διαίσθηση τα κενά».
Τo βιβλίο εκδόθηκε το 2008 κέρδισε θριαμβευτικές κριτικές και την προσοχή του Τζιν Χίλκοουτ γιατί όπως λέει ο ίδιος, άγγιζε δυο κινηματογραφικά είδη που τον ενδιέφεραν άμεσα: «λατρεύω τα γουέστερν, αλλά μετά το "The Road", έψαχνα στην πραγματικότητα για ένα γκανγκστερικό φιλμ. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση, γιατί υπάρχουν ήδη τόσες εξαιρετικές γκανγκστερικές ταινίες, που έμοιαζε αδύνατον να βρεις μια ιστορία που να έχει κάτι καινούριο να πει. Αυτή είχε κάτι διαφορετικό. Δεν είχα δει ένα φιλμ με γκάνγκστερ που να μην είναι τοποθετημένο σε μια μεγάλη πόλη από την εποχή του “Μπόνι και Κλάιντ”, όσο για τον κόσμο του λαθραίου αλκοόλ, μοιάζει συνήθως να αντιμετωπίζεται με τρόπο κωμικό στο σινεμά. Το βιβλίο του Μπόντουραντ ήταν εξαιρετικό, έμοιαζε να χειρίζεται μια αληθινή ιστορία με τρόπο αληθινά κινηματογραφικό και να κάνει μια ολόκληρη εποχή να δείχνει ζωντανή, έντονη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Ηταν ένα γουέστερν και μια ταινία με γκάνγκστερ. Ηταν αυτό ακριβώς που έψαχνα».
Δείτε στο βίντεο τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη να μιλούν για την ταινία, αλλά και για την εποχή και τους ήρωες του φιλμ.
Με τον Νικ Κέιβ να αναλαμβάνει την συγγραφή του σεναρίου σηματοδοτώντας έτσι την τρίτη συνεργασία τους και φέρνοντας στο φιλμ κάτι από την σκοτεινή γοητεία που συναντάμε τόσο στη δουλεία του στο σινεμά όσο και στα εξαιρετικά «αφηγηματικά» τραγούδια του, ο Χίλκοουτ αναζήτησε ένα καστ που θα μπορούσε να μοιάζει ταιριαστό σε έναν τέτοιο ανεξερεύνητο κινηματογραφικά κόσμο. Ενας από τους πρώτους ηθοποιούς που βρέθηκε στο πλευρό τους, ήδη από το στάδιο της συγγραφής του σεναρίου και που παρέμεινε πιστός στο φιλμ για δυο ολόκληρα χρόνια, ήταν ο Σάια ΛαΜπεφ. Εχοντας αφήσει για πάντα πίσω του την μεταλλική κακοφωνία των «Transformers» για να χτίσει μια ενδιαφέρουσα καριέρα στο μεταξύ, ο νεαρός ηθοποιός δηλώνει φαν του Χίλκοουτ, βρίσκοντας πως οι ταινίες του «έχουν κάτι αληθινό, κάτι ζωντανό. Ο Τζον αναζητά την αλήθεια μέσα από φιλμ που χτίζονται με ένα εξαιρετικό πνεύμα και μια υπέροχη εικονογραφία. Αφήνει τις σκηνές του να αναπνέουν, είναι ένας old-school σκηνοθέτης με μια ματιά που μου θυμίζει αυτή του Τζον Φορντ».
Ο ΛαΜπέφ, ήταν εκεί από την αρχή, όμως το υπόλοιπο εξαιρετικό καστ, που μετρά τους Τομ Χάρντι, Τζέισον Κλαρκ, Μία Γουασικόφσκα, Χιούγκο Γουίβινγκ, Τζέσικα Τσαστέιν και Γκάρι Ολντμαν ανάμεσα σε άλλους, χτίστηκε στην πορεία με μόνο οδηγό την αναζήτηση του Χίλκοουτ για τον καλύτερο συνδυασμό ηθοποιών που θα έφερνε στην οθόνη την αλήθεια του βιβλίου. «Είναι παράξενος ο τρόπος που φτιάχνεται μια ταινία και ειδικά το καστ της. Είναι σχεδόν σαν αλχημεία» λέει ο Χίλκοουτ. «Δοκιμάζεις συνδυασμούς και συστατικά, πειραματίζεσαι και τελικά μερικές φορές πετυχαίνεις το ιδανικό μείγμα. Υπήρχαν αρκετοί συνδυασμοί ηθοποιών που προηγήθηκαν αυτού που τελικά κατέληξε στην οθόνη κι ο καθένας από αυτούς θα έδινε μια διαφορετική ταινία. Ομως νιώθω ότι στο καστ του φιλμ, βρήκα ένα ιδανικό γκρουπ ερμηνευτών, ένα ensemble cast που λειτουργεί με μια εξαιρετικά λεπτή χημεία, συνδυάζοντας ο καθένας την διαφορετική ενεργεία και ποιότητά του σε ένα αποτέλεσμα απόλυτα ικανοποιητικό».
Δείτε μερικούς από τους ηθοποιούς του φιλμ να μιλούν με την σειρά τους για την ταινία, την εμπειρία τους από την συνεργασία με τον Τζόν Χίλκοουτ και την Αμερική των ημερών μιας γενικευμένης παρανομίας.
Οι «Πάρανομοι» έκαναν την πρεμιέρα τους τον περασμένο Μάιο στο επίσημο διαγωνιστικό του φεστιβάλ των Καννών και προβάλλονται στις ελληνικές αίθουσες από τις 25 Οκτωβρίου.