Κινηματογραφικά, έχουμε συνηθίσει την μαφιόζικη Αμερική. Τη βία της καπαρντίνας και της ρεπούμπλικας, τον ήχο των οπλοπολυβόλων που γαζώνουν, τους άγριους δρόμους των μητροπόλεων στις εποχές της ποτοαπαγόρευσης. Τι συνέβαινε όμως εκεί όπου χτυπούσε η καρδιά της χώρας; Στην ορεινή της επαρχία, όπου τρυπωμένα σε καλύβες στα δάση κρύβονταν τα τενεκεδένια αποστακτήρια που έφτιαχναν από ξύδια, λαχανικά και νέφτι το απαγορευμένο νέκταρ; Μέσα στη λάσπη, την απομόνωση και την πραγματική αγριότητα, οι χίλμπιλι συμμορίες έθεταν τα όρια των μικρών τους κρατιδίων, όπου οι νόμοι ήταν διαφορετικοί και οι κάτοικοι με τα βρώμικα χέρια ήθελαν το μέτωπό τους καθαρό. Η «πόλη» τελείωνε εκεί που τελείωνε και η άσφαλτος, οι συναλλαγές γινόντουσαν με τους όρους των επαρχιωτών.
Εκεί συναντάμε την οικογένεια Μπόντουραντ, τους «Αθικτους». Τίποτα δεν τους αγγίζει, ζουν με τη δική τους ηθική και δικαιοσύνη. Ο μεγάλος, ο Φόρεστ, έχει λίγα λόγια, κι αφήνει ακόμα λιγότερα περιθώρια να τον προδώσεις. Ο μεσαίος είναι αδίστακτος, αλλά υπάκουος στον πρωτότοκο. Μόνο ο μικρός ήταν από παιδί συνεσταλμένος. Δεν μπορεί να τραβήξει την σκανδάλη και προσπαθεί να μην τραβάει και την προσοχή. Οταν όμως η πόλη θελήσει να εισβάλει στο μερίδιο της επαρχίας (μέσω φυσικά της πιο διεφθαρμένης από όλες τις μαφίες, αυτής των αστυνομικών), ο μικρός θα αποτελέσει τον πιο αδύναμο κρίκο. Θα αναγκαστεί να ανδρωθεί απότομα, απερίσκεπτα και τυχοδιωκτικά.
Ο Χίλκοουτ δοκιμάζει τις δυνάμεις του σε κάτι μεγαλύτερο από το «Proposition», σε κάτι μαζικότερο από το «The Road». Το «Lawless» είναι ταινία κοινού, μάζας, mainstream box office. Ταυτόχρονα όμως είναι φτιαγμένη από τα υλικά ενός διαβόητα σκοτεινού καλλιτέχνη στο σενάριο κι ενός ασυμβίβαστα ωμού σκηνοθέτη στην απεικόνιση της βίας. Ο Χίλκοουτ παραμένει συνεπής στις σήμα-κατατεθέν αντιθέσεις του: λυρικά σινεμασκόπ πλάνα εδραιώνουν την μαγεία της άγριας δύσης, όσο τα κοντινά του αναβλύζουν, χύνουν, φτύνουν αίμα. Σε πολλούς αυτό θα ξινίσει, άλλοι θα αποδεχτούν την ευθύτητά του: στον «πολιτισμό» πυροβολείς από μακριά, χωρίς να λερώνεσαι. Στην επαρχία, οι αναμετρήσεις γίνονται σώμα με σώμα, με (σιδερο)γροθιές, σουβλιά, πίσσα και πούπουλα.
Οσα όμως επιτυγχάνει στο ύφος, τόσα η ταινία υπολείπεται σε ρυθμό, κορύφωση, ξεκάθαρο στόχο. Μοιάζει να την στήνει για πάρα πολύ ώρα και να τη χάνει μέσα από τα χέρια του. Αναπτύσσεται άνισα, οδηγείται στην κάθαρση μουδιασμένα, βεβιασμένα. Αντί να την απογειώσει, ο Χίλκοουτ τη φρενάρει κι αυτό είναι άξιο απορίας, αν αναλογιστεί κανείς την πρώτη ύλη και το δυνατό καστ που έχει στη διάθεσή του.
Ο Τομ Χάρντι είναι εξαιρετικός στο ρόλο του μεγάλου αδελφού και όπως τον έχουμε συνηθίσει: στιβαρό, να παίζει με το όγκο, το βλέμμα, το βάδισμά του. Η Τζέσικα Τσαστέιν, ως κορίτσι που το έσκασε από τα καμπαρέ της πρωτεύουσας και κατέφυγε στην ησυχία για να σωθεί, έχει έναν μικρό ρόλο και μια μεγάλη σκηνή (που αποδεικνύει ότι δεν έχουμε δει τίποτα ακόμα από το μέγεθος του ταλέντου της). Ο Γκάι Πιρς με ξυρισμένα φρύδια και βλέμμα φιδιού τραβάει τον χαρακτήρα του απεχθούς, σάπιου, βάρβαρου και υποχόνδριου ντετέκτιβ στα όρια της καρικατούρας, αλλά οι αντιθέσεις λειτουργούν. Αυτός όμως που γίνεται, επιτέλους, ηθοποιός μέσα από αυτή την ταινία είναι ο Σάια Λα Μπεφ. Εύθραυστος, ταπεινωμένος, δειλός στο ρόλο του μικρού αδελφού μεταμορφώνεται, μεγαλώνει, τσαλακώνεται, ερωτεύεται, ψηλώνει, γκρεμίζεται και ξανασηκώνεται από την αρχή.
Ειδική μνεία στο κλείσιμο ματιού των Κέιβ και Χίλκοουτ που έχουν τον τελευταίο λόγο: παίζοντας με όλες τις αναφορές και τους θρύλους που έχει γεννήσει η Αμερική (από το γουέστερν και το νουάρ της εικόνας, μέχρι το μπλούγκρας στο σάουντρακ) με μία τελική ανατροπή, τραβάνε την κουρτίνα στην σημερινή της καλογυαλισμένη, αστική επιδερμίδα. Κι αποκαλύπτουν ολόκληρη την αλήθεια: τα ρημοτομημένα προάστια, η πατρίδα της Αγίας Αμερικανικής Οικογένειας, είναι στην ουσία χτισμένη εκτός σχεδίου, εκτός «συνόρων», εκτός νόμου. Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Περισσότερη «παρανομία»: