Αν θυμάστε τα πρώτα χρόνια του ραδιοφώνου του ANT1 και τις μεσημεριανές εκπομπές του Μιχάλη Τσαουσόπουλου (10.000 και 1 πρίζες), σίγουρα θα σας έρχεται στην μνήμη η παρουσίαση που του έκανε ο 267 στην αρχή: «....καιιιιιι βοηθός παραγωγής, οοοοο Νίκος Πετρουλάκης!» Αν στη δεκαετία του 90 είχατε κατέβει τα σκαλιά του υπόγειου «Playback» στον πεζόδρομο της Μάντζαρου, ή χρόνια μετά ανέβει στον ημιόροφο του «Rock 'n' Roll Circus» στην Ομήρου, δεν θα μπορούσατε να ξεχάσετε τον τύπο με την κοτσίδα, τις αστείρευτες μουσικές γνώσεις και προτάσεις, το ζεστό καλωσόρισμα - συνδυασμένο με διαβολεμένο χιούμορ κι ένα βαθύ, πηγαίο, βροντερό γέλιο. Αν είχατε την τύχη οι κουβέντες για δίσκους και μουσική να σας δώσουν το εισιτήριο για την πιστή του φιλία, αυτό το σήμα-κατατεθέν βαρύτονο γέλιο του θα συνόδευε για χρόνια τις εξόδους σας για σινεμά - κάνοντας την αίθουσα να γελάει περισσότερο με εκείνον, παρά με την ταινία.
Οσοι μπορεί να τα χάσατε όλα αυτά, επιτρέψτε μας να σας τον συστήσουμε: ο Νίκος Πετρουλάκης είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο της μουσικής στην Ελλάδα. Κι όπως κάθε σπουδαίος άνθρωπος και πραγματικός γνώστης, ποτέ δεν επιδίωξε φτηνή δημοσιότητα σε όσα κάνει. Η μουσική κοινότητα όμως τον ξέρει πολύ καλά, τον σέβεται όπως του αρμόζει, τον ακολουθεί όπου κι αν πάει. Εδώ και περίπου 4 δεκαετίες έχει υπηρετήσει τα μουσικά περιοδικά (αρχισυντάκτης και διευθυντής του Ποπ και Ροκ, ιδρυτής του ΖΟΟ, πυρήνας σύνταξης στο λανσάρισμα του ελληνικού Rolling Stone), το ραδιόφωνο (από τον ANT1, το Capital, τον Εν Λευκώ, μέχρι τις σημερινές εκπομπές του κάθε σαββατοκύριακο Στο Κόκκινο), τη δισκογραφία (δε θα το ομολογήσει ποτέ, αλλά η ομάδα του ευθύνεται για την απήχηση του Nick Cave στο ελληνικό κοινό στα πρώτα χρόνια της καριέρας του). Για τους φίλους του είναι «ο Πετρουλάκης» που η γνώμη του μετράει στην καθοδήγηση κάθε αγοράς σ' ένα από τα δισκάδικα του. Ο DJ που θα παίξει soul μουσική στα μπαρ (από το «Liar's Man» μέχρι το «9» κι από το «Speakeasy» μέχρι το «Low Profile») και θα σε κάνει να χορέψεις με την ψυχή σου. Κι αν σκύψεις πάνω από τα deck και τον ρωτήσεις «τι είναι αυτό» μπορεί να μοιραστεί μαζί σου αστείρευτη γνώση.
Κατά τη διάρκεια της καραντίνας είχε την ιδέα να βάλει αυτή τη γνώση στη σειρά. Να συγκεντρώσει 100 από τα καλύτερα κείμενά του (33 χρόνια μουσικής δημοσιογραφίας, που έφτασε μέχρι και το Flix στην στήλη του «Flixibility») σ' ένα βιβλίο. Ομως το «Playback», το οποίο κυκλοφορεί σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία και δισκάδικα», δεν είναι σκέτη γνώση. Οσοι μεγαλώσατε με τα κείμενά του το ξέρετε. Ο Πετρουλάκης δεν μοιραζόταν ποτέ ξερή πληροφορία. Τα κείμενά του ήταν κι αυτά κομμάτι της προσωπικότητάς του: ζεστά, τρυφερά, χιουμοριστικά. Ξεκινούσαν από μια πανσέληνο, ή από το πώς μυρίζουν οι νεραντζιές στην Νέα Σμύρνη, το βελούδινο σακάκι του Marvin Gay σ' ένα live ή ένα ανέκδοτο και κατάληγαν σε ένα μοίρασμα για μουσική που σε έκανε να το ακούς - πολύ πριν βάλεις το δίσκο να παίξει. Κι αν αφουγκραζόσουν ανάμεσα στις γραμμές, άκουγες και το γέλιο του.
To Flix συνάντησε τον Νίκο Πετρουλάκη για κάτι που ξεκίνησε ως συνέντευξη και κατέληξε ως 4ωρη κουβέντα για τους μεγάλους έρωτες της ζωής: βινύλια, μπάντες, live, συνάντηση με ροκ σταρ σε ασανσέρ ξενοδοχείων, βιβλία, ταινίες, τραγούδια, σάουντρακς. Σκηνές που έκλαψε κανείς σιωπηλά σε αίθουσες σινεμά που δεν υπάρχουν πια, αλλά εχουν για πάντα σημαδέψει τη ζωή σου.
Ομως αυτό που ακολουθεί δεν είναι παρά ένα teaser. Η μεγάλη εικόνα και ολόκληρη η απόλαυση της «Πετρουλάκιας πένας» κρύβεται στις σελίδες του «Playback» [scroll down για το που μπορείτε να το βρείτε, ή να το παραγγείλετε].
Πώς ξεκίνησε ο έρωτας με τη μουσική; Ποιος σε “έμαθε” να ακούς;
Ξεκίνησε με ένα μικρό ραδιόφωνο που είχαμε στο πατρικό μου στην Αμφιθέα και ήταν πάντα ανοικτό στο κρατικό ραδιόφωνο. Στην προεφηβεία, ένας φίλος του πατέρα μου φοιτητής του Παντείου τότε άρχισε να με βοηθάει στα αγγλικά και μου πρότεινε να ακούω τον σταθμό της αμερικανικής βάσης για να εξασκώ τη γλώσσα. Ήμουν 11 χρονών άρχισε να ακούω τις εκπομπές του Wolfman Jack Γούλφμαν Τζακ, του - κάτι - Τρέισι, μιας άλλης παραγωγού Μέρι - μάλλον - Τέρνερ… ούτε που θυμάμαι καλά καλά. Όπως έμαθα αργότερα, οι εκπομπές αυτές ερχόντουσαν έτοιμες - ηχογραφημένες από Αμερική, σε ταινίες ή σε δίσκους (2-3 πόντους πιο μεγάλους από το κανονικό μέγεθος), με τις εκπομπές με διαλείμματα για να βάζουν οι τοπικοί σταθμοί τις διαφημίσεις τους. Eχω δει και το ΤΟΡ 40 του Casey Kasem Κέισι Κέισεμ και εκπομπές του Γούλφμαν Τζακ σε δίσκους.
Αυτός ο άνθρωπος που με έμαθε να ακούω λοιπόν, ένας πραγματικός δάσκαλος (όχι μόνο στα αγγλικά) και μέντορας για μένα, ήταν ο Γιώργος Παΐζης. Πήγαινα σπίτι του και είχε ένα μπομπινόφωνο θυμάμαι κι ακούγαμε διάφορα. Μάλιστα το «In-A-Gadda-Da-Vida» των Iron Butterfly ήταν το πρώτο τραγούδι που άκουσα κι ο πρώτος δίσκος που αγόρασα. Υπάρχει ένα κείμενο στο βιβλίο μου λοιπόν για αυτόν τον άνθρωπο, μου το είχαν ζητήσει από το SONIK. Ζούσε ακόμα τότε, και ήταν πρέσβης στην Πράγα. Του το είχα στείλει και με πήρε τηλέφωνο κι έκλαιγε. Αυτός ο άνθρωπος ήταν πραγματική πατρική φιγούρα. Με επηρέασε γενικά στον τρόπο σκέψης. Ήταν μεγάλο μυαλό αυτός ο άνθρωπος. Αυτοδημιούργητος, από φτωχή οικογένεια, έγινε διπλωμάτης, πρέσβης. Αυτός με σύστησε και στον καλύτερό του φίλο, τον Τάκη Κάκο, που δούλευε τότε στο δισκάδικο Jazz Rock στην Ακαδημίας, ένας ακόμη μέντορας για μένα - που μάλιστα μου κόλλησε και την τρέλα με τους Rolling Stones. Αυτοί οι δύο άνθρωποι μου έδωσαν σωστές βάσεις.
Οπότε το Jazz Rock ήταν το πρώτο δισκάδικο;
Όχι, στο πρώτο δισκάδικο πήγα μόνος μου. Δεν θυμάμαι αν ήταν κάποιο στο Παλαιό Φάληρο ή το Record House στην Νέα Σμύρνη. Στο Record House θυμάμαι, στον κύριο Γιάννη, είχα γράψει μία κασσέτα με το best του Alice Cooper, μαζί με κάποια τραγούδια των T Rex. Στο Tweeter στο Παλαιό Φάληρο αγόρασα το «In-A-Gadda-Da-Vida ». Τότε το Π. Φάληρο είχε τουλάχιστον 4 δισκάδικα και η Νέα Σμύρνη άλλα τόσα.
Το έχεις ακόμα το πρώτο σου βινύλιο;
Εννοείται. Μάλιστα είχα προβλέψει (;) ότι θα κάνω μεγάλη δισκοθήκη, είχα γράψει πάνω στον δίσκο “Νίκος Νο1”. Μάλιστα τότε έγραφα το Νίκος με περισπωμένη.
Θυμάσαι πώς αισθάνθηκες όταν μπήκες για πρώτη φορά σε δισκάδικο κι άρχισες να ψάχνεις;
Να σου πω, επειδή έχω μπει σε τόσα δισκάδικα όλα αυτά τα χρόνια και σε πολύ ωραία δισκάδικα, άλλωστε πιστεύω ότι σε δισκάδικο θα αφήσω την τελευταία μου ανάσα, δε θυμάμαι την πρώτη φορά. Έχω ξεχάσει πια.
Ποια ήταν η πρώτη συναυλία που πήγες;
Η πρώτη συναυλία ήταν ο Κώστας Τουρνάς στον κινηματογράφο «Αδελαΐδα» της Αμφιθέας. Ο Τουρνάς τότε είχε βγάλει το «Κυρίες και Κύριοι» (1974) . Ήταν πρωί Κυριακής και είχε 2 σετ. Κρύφτηκα κάτω από τις καρέκλες όταν άνοιξαν τα φώτα για να κάτσω και στο 2ο. Έχω δει τους Νοστράδαμος στον Μίλωνα, τους Osibisa Οσίμπιζα στον «τάφο του Ινδού», το γήπεδο μπάσκετ του Παναθηναϊκού και μετά ξαναπήγα στους Police, Dr. Feelgood κλπ…
Τους Rolling Stones στο γήπεδο του Παναθηναϊκού τους πρόλαβες;
Όχι, ήμουν μικρός. Τους Stones τους πρωτοείδα το 1988 στην Ολλανδία.
Με την αγάπη που τοὺς είχες, ήταν όλα όσα περίμενες;
Κοίτα, greatest hits έπαιζαν, δεν ήταν και η καλύτερη περίοδός τους - τούς έχω δει και μετά που με ενθουσίασαν περισσότερο. Τότε θυμάμαι ότι πήγαμε σ’ ένα after-party της τότε εταιρείας τους Sony που θα τούς γνώριζα από κοντά, αλλά δεν ήρθαν. Τους γνώρισα όταν ήρθαν στην Αθήνα το 1998. Κι έχω γράψει και για αυτή την εμπειρία σ’ ένα κείμενο που υπάρχει στο βιβλίο: συγκεκριμένα πόσο εντυπωσιάστηκα από τον Keith Richards. Πιστεύω ότι είναι ένα ρεμάλι στην κυριολεξία. Eνα ρεμάλι το οποίο έχει τόσα λεφτά, που δεν τον νοιάζει τίποτα. Αυτή η αίσθηση βγαίνει κατευθείαν. Και λέει κι ωραίες ατάκες ο μπαγάσας. Πάντως θυμάμαι πόσο είχα εντυπωσιαστεί με το πόσο λεπτοί και πόσο κοντοί είναι. Νομίζω ότι ο Jagger πρέπει να φοράει παπούτσια με ενίσχυση σόλες από μέσα (γελάει).
Από όλους τους μουσικούς μύθους που είχες την τύχη να γνωρίσεις, ποιος σε εντυπωσίασε και ποιος ήταν μεγάλη απογοήτευση;
Απογοήτευση ήταν ο Jonathan Richman. Μεγάλη. Ενας τύπος που είναι τόσο κεφάτος και με χιούμορ στους δίσκους του κι αποδείχθηκε τόσο ξινός. Μπορεί να ήταν και σε φάουλ μέρα, ποιος ξέρει. Αυτός που με εντυπωσίασε ως άνθρωπος, όχι μόνο ως μουσικός - για το μυαλό, το πόσο διαβασμένος είναι, την πολιτική του σκέψη, ήταν ο Peter Hammill. Να φανταστείς μου είχε μιλήσει για το «Μακεδονικό» από το 1985. Γενικώς, η σφαιρική του μόρφωση ήταν εντυπωσιακή. Μπορεί να του έλεγες μια λέξη κι εκείνος να σου απαντούσε για δέκα λεπτά -με άποψη τεκμηριωμένη και με ένα λεξιλόγιο που αδυνατούσα να παρακολουθήσω γιατί δεν ήξερα τόσο καλά αγγλικά. Εξαιρετικά ευγενικός κι απόλυτα συνειδητοποιημένος για τη θέση του σε αυτό που αποκαλούμε showbiz. Αν ήθελε θα μπορούσε να είχε γίνει σταρ. Δεν ήθελε. Το ίδιο πιστεύω και για τον Steve Wynn - είναι χαρισματικός, γράφει φοβερά τραγούδια, είναι ωραίο παιδί. Αυτοί οι άνθρωποι επίτηδες, για δικούς τους λόγους, δεν θέλουν να ανέβουν πίστα. Τον Nick Cave έχω γνωρίσει σε μία πολύ άσχημη περίοδο της ζωής του, λίγο πριν την αποτοξίνωση.
Ποια live που έχεις παρακολουθήσει θεωρείς μυθικά;
Των «Cure» στο Καλλιμάρμαρο. Όλο το διήμερο του Rock in Athens το 1985, αλλά με τους «Cure» να κάνουν τη διαφορά. Ηταν μία μπάντα που μέχρι εκείνη τη βραδιά ήταν ένα ακόμα συγκρότημα στην Ελλάδα. Επαιρνε καλές κριτικές, αλλά οι δίσκοι τους δεν πουλούσαν. Την επόμενη μέρα είχαν αδειάσει όλα τα δισκάδικα από δίσκους των Cure. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει. Και οι Depeche Mode ήταν οι άλλοι ωφελημένοι από εκείνο το διήμερο. Μάλιστα τους συνόδευα εγώ γιατί δούλεμα τότε στην Virgin και με είχαν βάλει συνοδό τους εκείνες τις μέρες.
Οι Depeche Mode είναι από τα γκρουπ που μου αρέσουν πάρα πολύ live και δεν έχω ούτε ένα δίσκο τους. Είναι απίστευτα τα live τους. Τοὺς είχα δει στην Κοπεγχάγη σε ένα απίστευτο live. Μάλιστα έχω κι ένα περιστατικό από εκείνο το ταξίδι. Το ίδιο βράδυ έπαιζε στην Κοπεγχάγη κι ο Rod Stewart και δεν είχε κόσμο. Ήταν όλοι στους Depeche, που ήταν sold out. Τυχαίνει λοιπόν να τον συναντήσω στο ασανσέρ του ξενοδοχείου - μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο. Μπαίνει μέσα, τον κοιτάω και μου βγαίνει ένα «Don’t worry Rod about last night». Με κοιτούσε καλά καλά. Από μέσα του πρέπει να είπε «τι μου λέει αυτός ο μαλακάς;» Τον οποίο θαυμάζω απεριόριστα, καλά όχι τώρα, αλλά μέχρι το «Do You Think I’m Sexy» μ’ άρεσε πάρα πολύ.
Φανταστικό live ήταν επίσης και του Neil Young to 1996 στη Γερμανία - έπαιξε σ’ ένα πάρκο, με τη σκηνή πάνω σε μια λίμνη, έδυε ο ήλιος και ξεκίνησε με το «Down by the River» κι εγώ έχω σαλτάρει κανονικά. Σκεφτόμουν ότι δεν είναι δυνατόν να το ζω αυτό! Ήταν η μέρα που πέθανε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Το θυμάμαι γιατί λίγο πριν φύγω για τη συναυλία έφτανε η είδηση από την Ελλάδα.
Επίσης το live των Dr. Feelgood στο Σπόρτινγκ, μία μέρα πριν πάω φαντάρος το 1981. Tων Godspeed You! Black Emperor το 2002 στο Ρόδον. Ενώ μου άρεσε πολύ αυτή η μπάντα, αλλά δεν πίστευα ότι θα ήταν τόσο δυνατοί στο live.
Και για να κρατήσω τις ισορροπίες επειδή ξέρω σε ποια μιλάω, κι ο Bruce Springsteen ήταν εκπληκτικό live (Βαρκελώνη, 2008) αλλά εξουθενωτικό (γελάει).
Στην Βαρκελώνη πήγαμε μαζί, αλλά τον είχες ξαναδεί εσύ…
Ναι και στο Royal Albert Hall στα πλαίσια της Tom Joad ακουστικής του περιοδείας στο Λονδίνο το 1996, αλλά και στην Αθήνα το 1988 βέβαια. Μάλιστα τότε είχα γνωρίσει και έχω αυτόγραφο από τον Bill Graham, τον παραγωγό που έφερε το rock στα στάδια. Εβγαλε τις μπάντες από τα clubs και τους έβαλε να γεμίζουν στάδια. Αυτόν ήθελα να γνωρίσω, περισσότερο από όλους τους rock stars εκείνης της συναυλίας της Διεθνούς Αμνηστίας.
Έχεις κάποιο απωθημένο, κάποιους που δεν πρόλαβες να δεις live;
Θα ήθελα να είχα δει τους Creedence Clearwater Revival στην ακμή τους. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει να δω έναν καλλιτέχνη αν δεν είναι στην ακμή του.
Πότε κατάλαβες ότι η μουσική θέλεις να γίνει η δουλειά σου;
Δυστυχώς από πολύ μικρός. Μάλιστα έχω ένα τετραδιάκι που ξεκίνησα το 1977 να κρατάω αρχείο. Μια μουσική εγκυκλοπαίδεια, ένα λεξικό. Ξεκίνησα με όλα τα γκρουπ που ανακάλυπτα, αλλά φυσικά κάποια στιγμή σταμάτησα - δεν είχε νόημα. Από το 1973 άλλωστε αγόραζα μουσικά περιοδικά - το NME και το Melody Maker. Έδινα 5.5 και 5.5 δραχμές, θυμάμαι. Αρχικά έκανα τη βλακεία και τα πέταγα, αλλά από τον Ιανουάριο του 1980 έχω όλα τα τεύχη. Πίστευα μέσα μου ότι θα μου χρειαστούν στη δουλειά μου. Αν πέσει ποτέ το Internet θα είμαι αυτάρκης πιστεύω (γελάει).
Δεν συλλέγεις μόνο δίσκους λοιπόν, συλλέγεις και περιοδικά. Τι σημαίνει να είσαι συλλέκτης; Είναι και φετίχ; Κάποιος μπορεί να αγαπάει τη μουσική και να μην είναι συλλέκτης;
Σημαίνει πολλά - κι ωραία κι άσχημα. Κοιτά, κανονικά ο record collector είναι κάποιος που έχει πολλούς σπάνιους δίσκους (πρώτες εκδόσεις, όπως πρέπει να είναι με τις τέλειες εγγραφές κλπ). Δυστυχώς είναι ένα πάρα πολύ ακριβό σπορ. Ανέκαθεν ήταν, από το 1961, όχι μόνο τώρα. Τώρα το να συλλέγεις, γενικά, ροκ δίσκους είναι ακριβό σπορ. Ειδικά παλιότερα, θυμάμαι να μου λένε φίλοι στην Αμερική ότι οι δίσκοι καθόντουσαν 3 μήνες στα ράφια και μετά πήγαιναν στο «1 dollar bin». Αλλά κι όταν κυκλοφόρησε το cd, το βινύλιο και πέρασε μια κρίση, αλλά και ταυτόχρονα αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για επανεκδόσεις. Ειδικά στην Αγγλία που αρκετοί new wave καλλιτέχνες έπαιζαν στα live τους τραγούδια από μπάντες που δεν ήξερε ο πολύς κόσμος, άρχισε να υπάρχει ένα ενδιαφέρον να τις ψάξεις και να βρεις τα παλιά τους βινύλια. Θυμάμαι ότι είχαμε πάει το 1988 στο Λονδίνο με τον Γιάννη Πετρίδη και τον Λέανδρο Κουντουρή, που δεν ζει σήμερα. Αγόρασα 100 δίσκους από τα υπόγεια των δισκάδικων που πουλούσαν για 5, 10, 15, 20 πένες το κάθε βινύλιο. Είχα τρελαθεί. Ένα χρόνο μετά δεν υπήρχαν αυτές οι τιμές. Άρχισαν τα βινύλια να γίνονται «collectable».
Στο εξωτερικό πάλι, ο «συλλέκτης» είναι αυτός που συγκεντρώνει τα άπαντα ενός καλλιτέχνη - ή ένα είδος. Δύσκολα θα δεις μία πολύ καλή δισκοθήκη που θα έχει και ροκ και σόουλ και τζαζ και ψυχεδέλεια πχ. Θα έχει ένα είδος και θα είναι ανεκτίμητη. Πολυσυλλεκτικές δισκοθήκες δε θα δεις στο εξωτερικό, με πράγματα που να είναι σπάνια και να αξίζουν.
Εγώ λοιπόν δεν υπήρξα ποτέ record collector, με την αυστηρή έννοια. Δεν με ενδιέφεραν οι πρώτες εκδόσεις. Η λογική μου ήταν ότι ήθελα να πάρω έναν δίσκο γιατί μου αρέσει ένα τραγούδι και θέλω να το ακούσω τώρα. Να έχω τη δυνατότητα να το παίζω όποτε θέλω. Σήμερα αυτό δεν ισχύει πια βέβαια. Όποτε θέλεις να ακούσεις κάτι ανοίγεις το Spotify. Βέβαια, ποτέ δεν σταμάτησα να συλλέγω. Ειδικά όταν είχα τα δισκάδικα και έβγαινα στο εξωτερικό κι έψαχνα πράγματα, ήμουν ο καλύτερος πελάτης του μαγαζιού μου (γελάει).
Πόσους δίσκους έχεις σήμερα;
Ακριβώς 9.897 LPs και ακόμα 3.000 περίπου singles. Βέβαια ένα μέρος από αυτά είχα την τύχη να τα εξασφαλίσω δωρεάν, καθώς δούλευα χρόνια σε δισκογραφικές. Στην Αμερική βέβαια οι πιο μεγάλες δισκοθήκες έχουν φτιαχτεί δωρεάν - οι άνθρωποι που δουλεύουν στα ραδιόφωνα δεν πρέπει να έχουν πληρώσει ποτέ για δίσκους. Τους τα έστελναν όλα, στις πρώτες εκδόσεις. Οπότε καταλήγουν με κάτι τρομερές δισκοθήκες. Όποτε στην Αμερική όταν πουλάει ένας διάσημος DJ ή ραδιοφωνικός παραγωγός γίνεται πάρτι.
Πες μου τι αγαπάς στο βινύλιο. Όσοι αγαπούν το βινύλιο δεν μπορούν κανέναν άλλο ήχο, αίσθηση, μυρωδιά…
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω cd. Δεν με ενδιαφέρουν. Κάποια ελάχιστα συλλεκτικά κουτιά - εκδόσεις που εμπεριέχουν και βιβλία. Αλλά κι αυτά δεν τα παίζω ποτέ. Δεν μου αρέσει το cd κι έχω και ιδεολογική αντίρρηση - τον τρόπο που οι εταιρίες το επέβαλαν. Μία σατανική ιδέα για να ξαναπουλήσουν το ίδιο προϊόν σε άλλη συσκευασία. Ένα πάρα πολύ φθηνό προϊόν που πουλήθηκε πολύ ακριβά. Μάλιστα τα πρώτα cd, όχι απλώς ήταν για πέταμα - ήταν αστεία. Από την άλλη, όχι, δεν υποστηρίζω το βινύλιο από την πλευρά του φετιχιστή: το εξώφυλλο, η μυρωδιά, ο ζεστός ήχος. Απλώς το βινύλιο ήταν πάντα η λόξα μου. Δεν έχω όμως την απαίτηση να την μοιραστεί κανένας. Θα στεναχωριόμουν αν άκουγα ένα παιδί 16 χρονών αν μου έλεγε «δεν ακούω Spotify και ψάχνω να βρω τον τάδε δίσκο που θα αναγκαστεί να τον πληρώσει 4 κατοστάρικα». Θα ήθελα αυτό το παιδί, εφόσον του αρέσει η μουσική, να την ανακαλύπτει όπως μπορεί. Γιατί ποια είναι η διαφορά του Spotify, από το ραδιοφωνάκι του πατέρα μου στο πατρικό; Ίσα ίσα είναι καλύτερο το Spotify σε ποιότητα.
Η διαφορά όμως είναι ότι εμείς είμαστε μια γενιά που έχει μάθει να μαζεύει, απτά πράγματα - βιβλία, δίσκους, DVD.
Ναι, αυτό ακριβώς. Είναι «τα πράγματα μας». Αλλά πρέπει να έχεις χώρο για όλα αυτά - διπλοπληρώνεις το σπορ λοιπόν της συλλογής και σε τετραγωνικά μέτρα. Ισως οι νέες γενιές που μαθαίνουν να μην έχουν στην κατοχή τους πράγματα, να κερδίζουν. Εμένα με ενδιαφέρει ένα νέο παιδί να ακούει μουσική. Τελεία. Δεν με ενδιαφέρει από που την ακούει. Και το ζηλεύω που μπορεί να βρει τα πάντα στο Internet, ενώ εγώ στην εποχή του άκουγα για μία μπάντα πχ και δεν μπορούσα να την ακούσω πουθενά. Εγώ ξεκοκάλιζα τα ξένα περιοδικά, έβλεπα ένα σωρό συγκροτήματα, διάβαζα κριτικές, μ’ άρεσε ένα όνομα - θυμάμαι πχ κάποιους Sassafras. Κι έλεγα πώς να παίζουν τώρα αυτοί; Ή ήταν ένα συγκρότημα που μου άρεσε πάρα πολύ το logo του, οι Groundhogs. Τυφλοπόντικες, τι ωραίο όνομα! Δεν μπορούσα να βρω να τους ακούσω στην Ελλάδα, δεν υπήρχαν στην ελληνική αγορά. Θυμάμαι ότι είχα βάλει την μητέρα μου να μου ράψει το λογότυπο τους σ’ ένα μπουφάν και το έπαιζα φανατικός του γκρουπ - χωρίς να ξέρω πώς παίζουν (γελάει).
Ραδιόφωνο, δισκάδικα, περιοδικά, DJιλίκι. Πώς ήρθαν, με τη σειρά, στη ζωή σου; Υπήρχε κάτι που αγάπησες περισσότερο;
Πρώτο DJ set έπαιξα σ’ ένα πάρτι το 1976 στο Λαγονήσι που έτυχε να μείνω για ένα ολόκληρο καλοκαίρι.. Έφερα τα δισκάκια μου από το σπίτι και τους είπα “αν έχετε 2 στερεοφωνικά θα μπορέσω να κάνω και μείξεις” Έπαιξα με δυο βαλιτσάκια λοιπόν, δίπλα δίπλα, που οι μείξεις φυσικά ήταν απλώς να χαμηλώνεις τον ήχο στο ένα και να τον σηκώνεις στο άλλο. Εκείνο το βράδυ ανακάλυψα και μια ωραία αλλαγή: από το «Shining Star» των Earth Wind and Fire στο «Why Did You Do It» των Stretch. Επαγγελματικά στα Εξάρχεια, σ’ ένα μπαρ στη Ζωοδόχου Πηγής που δεν υπάρχει πια - εξαιτίας του Χρήστου Χατζή, που ήταν κι ο άνθρωπος που μου έδωσε την ευκαιρία να γράφω στο περιοδικό «Μουσική». Το πρώτο μου κείμενο το έχω και στο βιβλίο. Δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, αλλά ήταν η αφορμή να συνεργαστώ με το περιοδικό. Νομίζω ότι ο Χατζής έπεισε τους υπόλοιπους: «αυτός μπορεί να μη γράφει τόσο καλά, αλλά έχει πολλή πληροφορία που είναι απίστευτο που την έχει βρει». Ήμουν 21 χρονών. Μετά μπήκα στη δισκογραφία, κι επίσης υπάρχει ένα κείμενο για το πώς άρχισε η θητεία μου στη δισκογραφία. Είχα ήδη πάει βέβαια στο Ποπ & Ροκ με τον Πετρίδη.
Ένα περιοδικό που στα τέλη των 90ς ανέλαβες κι εσύ, βάζοντας τη σφραγίδα σου. Όπως και ιδρύοντας το ΖΟΟ. Τι στοίχημα ήταν αυτό για σένα;
Δεν ήμουν εγώ μόνο, υπήρξε μια σπουδαία ομάδα που εγώ απλώς οργάνωνα. Ήταν σαφής η αναφορά του ΖΟΟ - το MOJO ήταν ένα περιοδικό που πάντα μου άρεσε πολύ. Αλλά δεν μιλούσε ελληνικά. Θέλαμε λοιπόν να μιλήσουμε για την ξένη μουσική με έναν τρόπο προσαρμοσμένα στα ελληνικά δεδομένα. Γιατί κακά τα ψέματα, όπως όλες οι χώρες, και η ελληνική δισκογραφία είχε πάντα τις ιδιαιτερότητες της. Όλοι έγραψαν στο ΖΟΟ κι αυτό ήθελα πάντα - να έχει πολλές υπογραφές. Υπήρχαν και μόνιμοι, αλλά ήθελα να περάσουν όλες οι πένες των μουσικών δημοσιογράφων και να αφήσουν το στίγμα τους. Το στοίχημα, αν θες, ήταν με την εμπειρία που κουβαλούσαμε όλοι, να κάνουμε τη γέφυρα μεταξύ του παρελθόντος που έχει κριθεί (την αναγνώριση των μεγάλων γκρουπ που ξέραμε πολύ καλά) με το τώρα (μπάντες που κάνουν το μεγάλο μπαμ, κυριαρχεί ενθουσιασμός, αλλά ποιος ξέρει αν θα έχουν μέλλον). Μάλιστα είχαμε και μία στήλη στην τελευταία σελίδα με concept «Αυτός θα υπάρχει τότε;». Ήταν πάντως ένα από τα όνειρα μου. Να είναι ένα περιοδικό που θα γινόταν αυτό που θα ήθελα εγώ να διαβάζω. Στην πορεία αποδείχθηκε ότι δεν ήμουν μόνο εγώ που ήθελα να διαβάζω κάτι τέτοιο. Τυχαία χθες γνώρισα ένα παιδί 20 χρονών που μου είπε «τώρα συνειδητοποιώ ποιος είσαι - έχω όλα τα τεύχη του ΖΟΟ, τα ξαναδιαβάζω, τα ψάχνω». Αυτό ήθελα. Ένα περιοδικό που να μπαίνει στο ράφι. Δε θα το πετάξεις ποτέ.
Hρθε η κρίση, ταυτόχρονα και η επέλαση του Internet, τα περισσότερα περιοδικά έκλεισαν. Γιατί δεν ηγήθηκες μίας ομάδας να έχετε σήμερα ένα μουσικό site;
Θα ήθελα κάποια στιγμή να ξεκινήσω ένα μουσικό site. Ομως πιστεύω ότι δε θα βρεθούν οι πόροι για να γίνει σωστά. Κι όχι μόνο. Γιατί δεν έπαιξε μόνο ρόλο η οικονομική κρίση στο να κλείσουν τα περιοδικά. Δυστυχώς στην Ελλάδα, ειδικά σε ζητήματα κουλτούρας και πολιτισμού πάσχουμε και από μία κρίση ποιότητας. Τα πράγματα γίνονται «the greek way», ή δεν γίνονται. Δεν ξέρω αν είναι καλύτερα στο εξωτερικό, μπορεί να είναι και χειρότερα. Όμως ξέρω ότι υπάρχουν τόσο αυστηρές προδιαγραφές, που σε βάζουν και εσένα σε τάξη. Εδώ, η προχειρότητα δεν έχει όρια. Κι ήρθε και η οικονομική κρίση, αγωνία, μουρμούρα κι ένας αγώνας επιβίωσης τραγικός. Το να επενδύσεις στην μουσική μοιάζει με πολυτέλεια. Την μουσική δεν την πιστεύει κανείς επιχειρηματίας στην Ελλάδα - δε θα του φέρει χρήματα. Το Public πχ έχει αφιερώσει δύο ορόφους στο βιβλίο. Με μία ματιά θα καταλάβει κανείς πόσο χώρο έχει αφιερώσει στην μουσική. Κανείς δεν του έχει πει από τους συμβούλους του «στήριξε τη μουσική, χτίσε κοινό».
Ακόμα και στις δισκογραφικές σήμερα πιστεύω ότι ένα μεγάλο κομμάτι των ανθρώπων που τρέχουν τα πράγματα δεν έχουν ιδέα από μουσική. Είναι managers - και δεν ξέρω και πόσο επιτυχημένοι. Έχω ένα παράδειγμα που μου αρέσει να το λέω: ο Nick Cave αν είχε εμφανιστεί σήμερα δε θα είχε πουλήσει στην Ελλάδα πάνω από 32 αντίτυπα. Το 1987 όμως, ο ίδιος o Ντάνιελ Μίλερ (διευθυντής της δισκογραφικής Mute Records) μου είχε πει: «Θέλω να μου εξηγήσεις τι κάνετε εκεί στην Ελλάδα κι ο Cave πουλάει τόσο πολύ! Αριθμητικά, όχι αναλογικά, πιο πολύ από την Αγγλία! Τι κάνετε;» Και του είχα απαντήσει «τη δουλειά μας». Αν ακόμα είναι ο Cave αυτό που είναι σήμερα είναι γιατί τότε είχε δουλευτεί, έχτισε το κοινό του, δύσκολα θα το χάσει. Αν έβγαινε όμως σήμερα, δε θα είχε στον ήλιο μοίρα.
Εμάς μάς λείπει όμως ένα τέτοιο site, που ίσως θα έχει και ραδιόφωνό του, ίσως και το συλλεκτικό του έντυπο μια φορά το χρόνο, μία αυθεντική μουσική πρόταση. Μάς λείπει η πρόταση. Δε θα γίνει αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι με έχει κουράσει το επιχείρημα «δεν τα θέλει αυτά ο κόσμος» και όλους όσους ξέρουν «τι θέλει ο κόσμος». Ο κόσμος δεν ξέρει τι θέλει. Αλλά αν του δώσεις κάτι ποιοτικό θα το καταναλώσει. Πιστεύω ακράδαντα ότι το κοινό εκπαιδεύεται. Στον κόσμο δημιουργείς ενδιαφέροντα. Δεν γεννιέται με ενδιαφέροντα. Όπως επίσης πιστεύω ότι σε αυτή τη λαίλαπα του lifestyle, υπάρχει κι ένας άλλος «τρόπος ζωής» - ο δικός μας. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να κοιτάξει κανείς τα νούμερα: τι ακούγεται στο ελληνικό ραδιόφωνο και τι επιλέγει να ακούει στο Spotify. Δεν υπάρχει αντιστοιχία. Και λέω λοιπόν: μα δεν υπάρχει κάποιος πονηρός επιχειρηματίας που να πει υπάρχει ένα κοινό που δεν του έχουν δώσει αυτά που θέλει και θα του τα δώσω εγώ; Αν όμως δεν βρεθεί αυτός ο επιχειρηματίας, δεν μπορώ να το κάνω. Είμαι εντελώς αντίθετος στην δωρεάν εργασία, δε θα πάρω μια ομάδα φίλων μου να κάνουμε το κέφι μας. Το επάγγελμα μας είναι ο βιοπορισμός μας. Ή θα γίνουν τα πράγματα σωστά, επαγγελματικά, ή καθόλου.
Στο Playback της Μαντζαρου με τον Μιχάλη Δημητροκάλη
Πότε άνοιξες το πρώτο σου δισκάδικο;
Το 1991 ανοίξαμε το PlayBack (από όπου και ο τίτλος του βιβλίου), με δύο συμμαθητές και φίλους, τον Μιχάλη Δημητροκάλη και τον Ηλία Τάτση. Ξεκινήσαμε από ένα υπόγειο στην Μάντζαρου, το οποίο ανήκε στον Ηλία. Σιγά σιγά επεκταθήκαμε σε δύο μαγαζιά - το ένα με cd, το άλλο με βινύλια. Το 2000 έκλεισε, ανοίξαμε το Rock ’n’ Roll Circus με τον Δήμο Πασσά - υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι στο βιβλίο, από το site του Circus που αφηγείται πώς φτιάξαμε αυτό το μαγαζί. Όμως όταν γεννήθηκε ο πρώτος μου γιος δεν μπορούσα να ακολουθήσω τα ωράρια των δισκάδικων και αποχώρησα.
Πάντως, όταν έχεις αλλάξει τόσα πόστα γύρω από την μουσική λειτουργούν συμπληρωματικά. Δεν ξέρω αν αγαπάς ένα τομέα περισσότερο από το άλλο. Αν έπρεπε να διαλέξω θα έλεγα τα δισκάδικα γιατί μου αρέσει η επαφή με τον κόσμο. Οι κουβέντες για τη μουσική μέσα στα δισκάδικα. Όπως και ως DJ όταν βλέπεις τον κόσμο να περνάει καλά. Ήμουν τυχερός πάντως - αγάπησα όλα τα πόστα. Αυτό λέω και σήμερα στα παιδιά μου: δεν ξέρω τι θα κάνετε στη ζωή σας, αλλά ό,τι επιλέξετε να κάνετε να το αγαπάτε, γιατί αλλιώς δε θα περάσετε καλά.
Στο Rock n' Roll Circus
Έχει πάρει κάποιος από τους γιους σου την αγάπη σου για την μουσική;
Τόσο πολύ όχι ακόμα, αλλά δεν ξέρω στο μέλλον τι θα γίνει. Δεν τους πιέζω όμως γιατί τα παιδιά είναι αντιδραστικά. Έχουν τη δική τους σχέση με τη μουσική. O μεγάλος ακούει από το κινητό του. Τι κι αν του έφερα ένα καλώδιο να το συνδέει με έναν ενισχυτή να ακούει τουλάχιστον καλύτερα. Δεν το κάνει. Ο μικρός έχει ένα ραδιόφωνο δίπλα στο κρεβάτι του και κοιμάται όσο ακόμα παίζει. Πάω να το κλείσω και μου λέει “άστο, άστο”. Κάτι είναι κι αυτό.
PLAYBACK: MIA MOYΣΙΚΗ... ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΊΑ;
Πώς ήρθε η ιδέα να συγκεντρώσεις τα κείμενα σου σ’ ένα βιβλίο; Ήταν απλώς μια ιδέα, μια ανάγκη για παρακαταθήκη;
Το σκεφτόμουν καιρό, ήθελα χρόνια να το κάνω. Δεν είχα όμως το χρόνο. Γιατί δεν ήθελα να πιάσω 50-100 κείμενα και να τα δέσω σ’ ένα βιβλίο, έτσι απλά - ατάκτως ειρημένα. Ήθελα να υπάρξει μια επιμέλεια, να τα διαλέξω, να τα χωρίσω σε κατηγορίες, να έχουν μια σχέση μεταξύ τους, να λένε μια ιστορία. Μέσα στην καραντίνα βρήκα τον χρόνο να το κάνω.
Φυσικά και είναι ένα είδος προσωπικής παρακαταθήκης. Κάπως κατοχυρώνεται η δουλειά τόσων χρόνων όταν τη δεις συγκεντρωμένη σε μια έκδοση - κάποιος πιστεύει ότι αξίζει να διαβαστούν αυτά τα κείμενα ξανά, επενδύει σε αυτό, θεωρεί ότι ενδιαφέρει η γνώμη σου ακόμα. Για μένα το βιβλίο λειτουργεί ως κατάθεση ταυτότητας. Πέρασα από αυτό το χώρο, έκανα αυτή τη διαδρομή, και κάτι έμεινε τελικά.
Σου ήταν πρόκληση να επιλέξεις τι κρατάς και τι αφήνεις;
Ναι, ήταν. Υπήρχαν πάρα πολλά κείμενα. Κείμενα που συνειδητά άφησα εκτός, άλλα που ξέχασα και θυμήθηκα μετά. Επέλεξα περίπου 100 κείμενα. Ήδη νόμιζα ότι θα ήταν πολλά, αλλά όταν τα πρότεινα στην Πυξίδα της Πόλης και τον Ματθαίο Φραντζεσκάκη χάρηκαν που μαζεύτηκε αυτός ο όγκος. Μάλιστα με το εισαγωγικό μου σημείωμα και δύο προλόγους (έναν από τον Γιάννη Πετρίδη κι έναν από τη Χίλντα Παπαδημητρίου) το βιβλίο βγήκε γύρω στις 500 σελίδες.
Όταν τα ξαναδιάβαζες έβλεπες με συγκίνηση τι είχες γράψει ή έβλεπες έναν διαφορετικό Νίκο που τώρα έχει αλλάξει;
Καλώς ή κακώς δεν έχω αλλάξει και πολύ (γελάει). Ειδικά στο γράψιμο έβγαινε πάντα ο εαυτός μου. Και παρόλο που κάθε κείμενο το δουλεύω πολύ (είμαι αρκετά αργός και προσεκτικός), δεν έχω κάποια επιτήδευση. Μου βγαίνουν οι σκέψεις και τα συναισθήματα μου στο χαρτί. Άλλωστε την πληροφορία μπορούν να τη βρουν όλοι. Ο τρόπος που τη γράφεις σ’ ένα κείμενο όμως, είσαι εσύ. Μπορεί λοιπόν να είναι μουσικά κείμενα, αλλά η φωνή είναι η δική μου - στα 20, τα 30, τα 40, τα 50, τα 60. Οπότε ναι. Και συγκινήθηκα και, όπως γράφω στο εισαγωγικό σημείωμα «έτρωγα τις σάρκες μου όταν τα ξαναδιάβαζα». Αναρωτιέμαι τι θα σκεφτούν τα παιδιά μου όταν τα διαβάσουν (γελάει).
Μπήκες στον πειρασμό να διορθώσεις πράγματα; Βρήκες λάθη ή παραλείψεις;
Να θυμίσω ότι όταν έγραφα τα κείμενα δεν υπήρχε εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία. Δεν μπορούσες να κάνεις google. Οπότε περίμενα να βρω λάθη και είχα αποφασίσει να μην τα διορθώσω - δεν θα ένιωθα ενοχή αν υπήρχαν, άλλωστε συνέχεια μαθαίνω. Ομως δεν είχα. Δεν υπήρχαν λάθη. Ούτε σημαντικές παραλείψεις είχε, όμως στην αρχή σκέφτηκα ότι ήθελα να προσθέσω κάτι άλλο, (αλλά ευτυχώς παραιτήθηκα γρήγορα από την ιδέα γιατί θα πελάγωνα): ήθελα να βάλω σημειώσεις κάτω από κάθε κείμενο - πώς γράφτηκαν, κάτω από ποιες συνθήκες, ποιο ήταν το χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο. Να εξηγήσω δηλαδή κάτω από το κείμενο κάποια πράγματα που δεν είναι ίσως αντιληπτά. Μετά σκέφτηκα ότι αν το κάνω αυτό θα με πάρουν τα χρόνια.
Πώς είναι να γράφεις για μουσική; Σου βγήκε αυθόρμητα; Σε προβλημάτισε η έννοια της «κριτικής»;
Η κριτική είναι κάτι το διαφορετικό από το να γράψεις ένα άλλο κείμενο. Πρέπει να στηρίξεις με γνώσεις κι επιχειρήματα αν κάτι σου αρέσει ή όχι. Μάλιστα, εμείς γράφαμε κριτικές σε εποχές που ένας αναγνώστης δεν μπορούσε να ακούσει το δίσκο στο Internet, και να μην δώσει σημασία στις κριτικές. Aπό το κείμενο σου αποφάσιζε αν θα αγοράσει το δίσκο ή όχι. Η κριτική λοιπόν είναι ένα δύσκολο θέμα. Εγώ πάντα προσπαθούσα στις δισκοκριτικές μου να εκφράσω με λόγια αυτό που αισθάνθηκα ακούγοντας κάτι. Κάνοντας και λίγο χιούμορ, γιατί γενικώς τη ζωή την έβλεπα πάντα λίγο ελαφριά μέχρι ένα σημείο (γιατί όταν γίνεται σοβαρή, γίνεται πάρα πολύ σοβαρή).
Τα κείμενα που αγαπούσα να γράφω για την μουσική ήταν πάντα πολύ προσωπικά. Οπότε ναι μου έβγαιναν αυθόρμητα ή ασυνείδητα αν θες. Μου άρεσε να γράφω ιστορίες, μία μπάντα συνδεόταν με βιβλία που είχα διαβάσει, ταινίες που είχα δει, τη ζωή μου. Ένα συνοθύλευμα από πράγματα που έχεις διαβάσει, δει, ζήσει, νιώσει. Όταν μου έβγαινε να εκφράσω πχ γιατί μου αρέσει το «What’s Going On» του Marvin Gaye, μπορεί να ξεκινούσα από πόσο εντυπωσιάστηκα από την παρουσία του, πόσο άντρακλας είναι, να χωρέσω ένα περιστατικό που είδα στην αμερικανική τηλεόραση που ήταν σ’ ένα talk show με την Kate Jackson των «Αγγελων του Τσάρλι» που τον κοιτούσε και είχε λιώσει. Τα κείμενα μου πάντα είχαν εικόνες, περιγραφές και συναίσθημα. Η μουσική σου δημιουργεί ένα συναίσθημα.
Ίσως για αυτό και οι άνθρωποι που αγαπούν την μουσική και συχνάζουν στα δισκάδικα και τα live μοιάζουν να ανήκουν σε μια αδελφότητα; Έχουν τη δική τους κοινότητα;
Ναι, μοιράζονται έναν κώδικα επικοινωνίας. Ακόμα κι αν οι ζωές τους, έξω από το δισκάδικο δεν έχουν τίποτα κοινό. Ο πιο αγαπημένος μου πελάτης στο Rock ’n’ Roll Circus ήταν ο Χάρης. Μεγάλος σε ηλικία, συνταξιούχος. Δούλευε όλη του τη ζωή στην ΠΥΡΚΑΛ. Μιλάμε, μουτζούρα. Ζούσε σε ένα υπόγειο με την κατάκοιτη μητέρα του και τον επίσης κατάκοιτο αδελφό του. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε σπουδάσει στη ζωή του, δεν ήξερε αγγλικά κι όμως είναι ο πιο αυθεντικός μουσικόφιλος που έχω γνωρίσει. Έχει μια γνώση ιστορική, χωρίς να διαβάσει βιβλία. Μπορούσε να μπει στο δισκάδικο, εγώ να παίζω έναν δίσκο jazz και να σχολιάσει ποιος έπαιζε κόντρα μπάσο σ’ αυτό το κομμάτι - κάτι που εγώ έπρεπε να πάρω το εξώφυλλο και να διαβάσω τα credits. Μιλάμε για έναν άνθρωπο φαινόμενο. Είναι κρίμα που δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική. Έχει τόσα να δώσει σε αυτό το κομμάτι. Η ζωή τον έβγαλε αλλού. Και η μουσική, ίσως τον βοήθησε να δραπετεύει από τη ζωή του. Να επιβιώνει. Η μουσική είναι συναίσθημα.
Σε συγκινεί η ιδέα ότι πολλοί λένε “μου έμαθες να ακούω μουσική”.
Ναι, πολύ. Γιατί κι εγώ χρωστάω ευγνωμοσύνη σε άλλους ανθρώπους. Η μουσική είναι μοίρασμα, έχει μία αλληλουχία. Παραδίδεις τη σκυτάλη. Δεν πρέπει η αλυσίδα να σταματάει, αυτό είναι το ζητούμενο.
ΣΙΝΕΜΑ & ΜΟΥΣΙΚΗ
Αγαπάς πολύ και το σινεμά. Αυτή η αγάπη κινήθηκε παράλληλα, όσο μεγάλωνες; Που πρωτοείδες σινεμά, υπάρχουν αυτές οι αίθουσες πια;
O Βιμ Βέντερς έχει πει ότι είναι αδύνατον να σου αρέσει η μουσική και να μην σου αρέσει το σινεμά, ή να σου αρέσει το σινεμά και να μην σου αρέσει η μουσική. Είναι αλληλένδετα. Προσυπογράφω κι εγώ. Όταν ήμουν μικρός κοντά στο σπίτι μας υπήρχαν τουλάχιστον 3-4 σινεμά: η «Αδελαΐδα» (το σημερινό Cinerama), η «Αβα» που έχει κλείσει (ήθελα να την κάνω λαϊβάδικο), το «Αμφιθέα» και δύο στη Ζησιμοπούλου, που ούτε καν θυμάμαι πώς τα έλεγαν. Και αν πήγαινες και Νέα Σμύρνη ή Καλλιθέα, υπήρχαν άλλα τόσα. Ήταν ο παράδεισος μας το σινεμά, πηγαίναμε συνέχεια.
Θυμάσαι την πρώτη ταινία που είδες στο σινεμά;
Όχι, δεν θυμάμαι την πρώτη ταινία που είδα. Θυμάμαι όμως την πρώτη ακατάλληλη ταινία που είδα: το «Μονομαχία Κάτω από τον Κόκκινο Ήλιο» που βγαίνει σε κάποια στιγμή γυμνόστηθη η Ούρσουλα Άντρες και μείναμε όλοι, πιτσιρίκια τότε, κόκκαλο (γελάει).
Θυμάσαι την πρώτη ταινία που σε σημάδεψε;
Σίγουρα το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Με συγκλόνισε αυτή η βία, έτσι όπως τη γύρισε ο Κιούμπρικ εκείνη την εποχή. Και επίσης το «Easy Rider» που είδα στο Σπόρτινγκ στη Νέα Σμύρνη κι έκλαιγα στο σινεμά με το τέλος. Στο Flix έγραψα κι ένα κείμενο για την αντίδρασή μου όταν σκότωσαν τον Captain America. Με το «Πάρτι» και τον Πίτερ Σέλερς θα γελάω κάθε φορά. Κι επίσης ξεχωρίζω το «What’s New Pussycat?», που κατάφερε να μου αλλάξει τη διάθεση όταν πέθανε ο πατέρας μου.
Συνδέεις ταινίες με τη μουσική τους; Τα τραγούδια τους; Θυμάσαι σκηνές που έχουν γίνει μυθικές για σένα (και) λόγω του τραγουδιού που ακούγεται;
Ναι, φυσικά! Θα αρχίσω όμως ανάποδα. Μία σκηνή που βοήθησε πολύ ένα τραγούδι να γίνει διάσημο στην Ελλάδα, γιατί δεν το ήξερε κανείς τότε, ήταν η σκηνή του μπιλιάρδου στον «Ελαφοκυνηγό» με την αντροπαρέα να παίζει μπιλιάρδο και να τραγουδούν το «Can’t Take my Eyes off You» του Frankie Valli. Όσοι είδαν την ταινία, την επόμενη μέρα πήγαιναν στα δισκάδικα και ζητούσαν το «I Love you Baby». Τρελαίνομαι επίσης με το τι έκανε ο Ταραντίνο, πώς χρησιμοποίησε ένα διάσημο τραγούδι που είχε γραφτεί για άλλη ταινία και του έδωσε ακόμα μία μυθική διάσταση: το «Across 110th Street» του Bobby Womack σε εκείνο το πλάνο αρχής του «Jackie Brown». Tι έκανε ο μπαγάσας, το έκανε δικό του, το σημάδεψε για πάντα αυτό το τραγούδι. Η σκηνή επίσης στο «Μπλε Βελούδο» με τον τύπο που παίρνει τη λάμπα για μικρόφωνο και ξεκινάει το «In Dreams» του Roy Orbison στο γκαράζ. Τι σκηνάρα!
Έχεις αγαπημένο κινηματογραφικό συνθέτη;
Αυτό είναι πολύ εύκολο: τον John Barry. Koρυφαίο του μάλιστα σάουντρακ για μένα είναι αυτό που έχει αποκηρύξει: το «Body Heat». Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το έχει απαρνηθεί. Μάλιστα αυτός ο δίσκος είναι σπάνιος γιατί αποσύρθηκε από την αγορά από τότε που το αποκύρηξε.
Πες μου αγαπημένα σάουντρακ…
Είναι πολλά. Το σάουντρακ που έγραψε ο Kenyon Hopkin για το «The Hustler» (1961) για παράδειγμα, o Jerry Goldsmith για το «Chinatown», o David Shire για το «Conversation», τι ταινίαρα επίσης! Επίσης πεθαίνω γιατί στο σάουντρακ του «Kiss of the Spider Woman» συμπεριλαμβάνονται και οι ιστορίες που διηγείται ο Γουίλιαμ Χαρτ στην ταινία. Πολλά, ξεχνάω είμαι σίγουρος πολλά περισσότερα…
Ποιος σκηνοθέτης συγκεντρώνει πάντα κομματάρες στις ταινίες του;
Ο Μάρτιν Σκορσέζε σίγουρα. Αλλά κι ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο Τζίμ Τζάρμους, ο Βιμ Βέντερς. Ο τρόπος που χρησιμοποιούν τη μουσική αποδεικνύει πόσο πολύ αγαπούν και οι ίδιοι τη μουσική και πόσο έχει ρόλο η μουσική στις ταινίες του.
Πιστεύεις ότι τα τραγούδια κάποιας μπάντας ή ενός μουσικού “μοιάζουν με σινεμά;”
Ναι, ο Bruce Springsteen είναι ένας από αυτούς - τα τραγούδια του έχουν ήρωες με ονόματα και ιστορίες. Θα μπορούσαν να είναι τα σενάρια μιας ταινίας. Ο Scott Walker, επίσης. O Tom Waits, o Bob Dylan, o Nick Cave…
Υπάρχει κάτι παράλληλο με τη μουσική και το σινεμά αυτή τη στιγμή. Η κινηματογραφική αίθουσα απαξιώνεται από τις νέες γενιές και τις νέες τεχνολογίες που σου δίνουν την δυνατότητα να βλέπεις ταινίες σε πλατφόρμες. Όπως το βινύλιο από το cd και το mp3. Ποια είναι η γνώμη σου; Γιατί είναι διαφορετική η εμπειρία σε μια αίθουσα;
Γιατί μπαίνεις σ’ έναν άλλον κόσμο. Είναι μία μυσταγωγία. Είσαι εκεί για την ταινία. Δεν σου αποσπά τίποτα την προσοχή στην σκοτεινή αίθουσα. Το αγαπώ πολύ και αγαπώ πολύ την κινηματογραφική αίθουσα. Δε θα δω, αν μπορώ να το αποφύγω, ταινία στην μικρή οθόνη. Βέβαια, και πάλι, ευγνωμονώ που τουλάχιστον έπαιζε η τηλεόραση όσο μεγάλωνα ταινίες που δεν είχες άλλο τρόπο να ανακαλύψεις. Θυμάμαι πόσο είχα συγκλονιστεί από το «Detour» (1946) του Εντγκαρ Τζ. Όλμερ. Έπαθα πλάκα όταν την είδα μικρός στην τηλεόραση και έψαχνα χρόνια να τη βρω. Αγαπούσα πολύ και τις εισαγωγές του Μπακογιαννόπουλου, παρόλο που δεν καταλάβαινα τίποτα. Αλλά αγαπούσα και τη διαδικασία που με έβαζε να καταλάβω.
Αλλά, κακά τα ψέματα, εγώ μεγάλωσα με τη φράση «πάμε σινεμά;» Είναι έξοδος το σινεμά, είναι μοίρασμα το συναίσθημά του. Δε θα σταματήσω να πηγαίνω σινεμά.
Το Playback του Νίκου Πετρουλάκη θα το παραγγείλετε στο επίσημο ηλεκτρονικό κατάστημα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων
στα δισκάδικα:
και στα βιβλιοπωλεία:
- IANOS
- ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ~ POLITEIA BOOKSTORE
- ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΠΑΡ' ΗΜΙΝ