Το «Καμουφλάζ» - στα γαλλικά «Mascarade» - είναι μια σάτιρα, στη μορφή ενός νεο-νουάρ που στρέφει τους προβολείς στη λαμπερή ζωή της Γαλλικής Ριβιέρας με all-star cast (Ιζαμπέλα Ατζανί, Πιερ Νινέ, Μαρίνα Βακτ, Φρανσουά Κλουζέ) που ξεσκεπάζει τους ήρωες ενός κόσμου που φοράει μάσκες, που το πραγματικό του πρόσωπο είναι πιο σκοτεινό απ' όσο μπορούμε να φανταστούμε και που όταν αποκαλυφθεί, είναι συνήθως πολύ αργά για να γλιτώσεις από την ακαταμάχητη, έως και φονική γοητεία του.
Η ταινία είναι η τέταρτη σκηνοθετική απόπειρα (μετά τα «Ο Κύριος και η Κυρία Αντελμάν», το «Ραντεβού στο Belle Époque» και το «Μυστικός Πράκτορας OSS 117: Από την Αφρική με Αγάπη») του Νικολά Μπεντός, θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού, γιου του κωμικού και συγγραφέα Γκι Μπεντός, αλλά κυρίως ενός από τους πιο πολυσυζητημένους σταρ της Γαλλίας όχι πάντα για καλούς ή τους σωστούς λόγους. Μια μικρή βόλτα στα βιογραφικά του αρκεί για να μάθεις πως ο Νικολά Μπεντός είναι γενικά αντιπαθητικός, δύσκολος συνεργάτης και «καρδιοκατακτητής», με πολλαπλές σχέσεις στο ενεργητικό του και τίτλους όπως «ένας από τους πιο περιζήτητους εργένηδες στη Γαλλία».
Τελευταία στο βιογραφικό του έχει προστεθεί και η τετραπλή (μέχρι στιγμής) κατηγορία για βιασμό και σεξουαλική παρενόχληση που κατέληξε στη σύλληψή του και στην επικείμενη δίκη που θα ξεκινήσει το 2024, βάζοντας πλέον το όνομά του στην καρδιά των συζητήσεων στο χώρο του θεάματος, ειδικά όταν η νέα του δουλειά είναι το πολυανανενόμενο «Alphonse», μια σειρά για το Amazon Prime με τον Ζαν Ντιζαρντέν στο ρόλο ενός καρδιοκατακτητή που λατρεύουν οι γυναίκες.
Στο «Καμουφλάζ», που είναι βασισμένο σε αληθινές ιστορίες αλλά και στην αληθινή ιστορία του ίδιου του Νικολά Μπεντός, ο Πιερ Νινέ υποδύεται έναν ζιγκολό που ζει μαζί με μια ξεπεσμένη σταρ, μέχρι τη στιγμή που γνωρίζει μια νεαρή κοπέλα, θα την ερωτευτεί παράφορα και μαζί θα αποφασίσουν να ξαφρίσουν έναν πλούσιο που ζει το δικό του όνειρο στη Γαλλική Ριβιέρα.
Αν ο Μπεντός ήθελε με το «Καμουφλάζ» να σχολιάσει την υποκρισία που κρύβεται στον κόσμο της λάμψης και του πλούτου, αλλά ταυτόχρονα να καυτηριάσει και την υποκρισία όσων προτιμούν να βλέπουν τους «διάσημους» ως καρικατούρες και εύκολα θύματα μιας αδηφάγου ειδησεογραφίας, είναι κάτι που δεν μπορείς να το καταλάβεις με την πρώτη, καθώς το λαμπερό, ηλιόλουστο και παιχνιδιάρικο σινεμά του καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα δηκτικό και επιφανειακό με έναν τρόπο που φυσικά αντανακλά και στον ίδιο.
Ο,τι συζητάμε παρακάτω με τον Νικολά Μπεντός έλαβε χώρα στο Φεστιβάλ των Καννών το Μάιο του 2022. Κάτω από το καυτό φως της Γαλλικής Ριβιέρας. Σήμερα, δυο χρόνια μετά και υπό το φως, όχι πια της Κυανής Ακτής αλλά των κατηγοριών εναντίον του που μένουν να αποδειχθούν αν ευσταθούν, θα ρωτούσαμε τον Νικολά Μπεντός τα ίδια πράγματα με άλλον τρόπο.
Στα γυρίσματα με την Ιζαμπέλ Ατζανί
Το μόνο που δεν είναι μασκαράτα σε αυτήν την ταινία είναι η αγάπη. O τίτλος της ταινίας είναι διττός. Είναι ο χορός μεταμφιεσμένων που ταιριάζει με τη συλλογή χαρακτήρων που ήθελα να δείξω και με την διαρκώς εορταστική πλευρά της Κυανής Ακτής. Από την άλλη, η μασκαράτα είναι επίσης μια λέξη που χρησιμοποιείται για να μιλήσει για μια καθαρή και απλή απάτη. Το ψέμα, η προδοσία, τα πράγματα που δεν είναι ποτέ αυτά που φαίνονται..
Η ταινία είναι βασισμένη σε αληθινές ιστορίες. Και μάλιστα στη δική μου ιστορία όταν ήμουν νέος και οι γονείς μου με είχαν βαρεθεί και μου έκοψαν το χαρτζιλίκι και είχα χαθεί κι εγώ σε ένα κόσμο πλούτου και λάμψης. Η μόνη διαφορά με τον ήρωα του Πιερ Νινέ είναι ότι δεν εκπόρνευσα ποτέ τον εαυτό μου. Αλλά χρησιμοποιήσα την ομορφιά μου για να με προσκαλέσουν σε πολυτελή πάρτι και μπορούσα να καταλάβω πως αν ήθελα θα μπορούσα να είχα ακολουθήσει αυτό το δρόμο. Είχα γνωρίσει μια κοπέλα συνοδό από την Τσεχοσλοβακία που μου είχε αφηγηθεί την ιστορία της ζωής της και πως είχε αηδιάσει από την αγάπη που της υπόσχονταν οι άντρες που γνώριζε. Παίρνω πραγματικά στοιχεία και εφευρίσκω μια ιστορία γύρω από αυτό. Το έκανα ήδη στα «Ο Κύριος και η Κυρία Αντελμάν» και «Ραντεβού στο Belle Époque». Οι ταινίες μου με ενδιαφέρουν μόνο αν έχουν ένα κομμάτι εμπειρίας, αλήθειας. Διαφορετικά έχω την εντύπωση ότι λέω ψέματα στους θεατές.
Η ταινία γεννήθηκε από ένα μυθιστόρημα που έγραψα αλλά δεν ολοκλήρωσα ποτέ. Αν η ταινία είναι τόσο πυκνή, είναι γιατί υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που υπήρχαν στο βιβλίο που δεν κατάφερα να ολοκληρώσω. Ολες οι ιστορίες της ταινίας είναι αληθινές και γράφοντάς τις συνειδητοποίησα ότι ταιριάζουν απόλυτα στους κώδικες του είδους του φιλμ νουάρ, πιο συγκεκριμένα της μαύρης κωμωδίας: η μοιραία γυναίκα, οι προδοσίες, η απληστία, το κάπως εξωτικό σκηνικό... Ολες αυτές οι ταινίες του Ορσον Γουέλς, ή του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς και του Χάουαρντ Χιουζ, που διαδραματίζονταν συχνά είτε στην Κούβα, είτε στα Kις στη Φλόριντα...
Στα γυρίσματα με τον Πιερ Νινέ
Η Κυανή Ακτή είναι η ζωή στην υπερβολή της. Ετσι θα το χαρακτήριζα. Σαν μια υπερτροφική ζωή. Οσον αφορά όχι μόνο τα χρήματα, αλλά και τον ήλιο, την εορταστική ατμόσφαιρα που επικρατεί, την μεσιτική υστερία, τη διαφθορά. Είναι ένας παιχνιδότοπος, ιδανικός για να μιλήσεις για όλα αυτά. Και είναι και ένα μέρος που γνωρίζω καλά. Ερχόμουν με τον πατέρα μου στις Κάννες όταν έπαιζε στις παραστάσεις του, αργότερα ερωτεύτηκα τη Νίκαια, ανεβάζοντας τρία έργα μετά από πρόσκληση του διευθυντή του θεάτρου της πόλης. Γνωρίζω την Κυανή Ακτή και από τα μυθιστορήματα της Φρανσουάζ Σαγκάν και του Σόμερσετ Μομ. Η Κυανή Ακτή είναι - όχι μόνο στην ταινία - μια μεταφορά για ένα κόσμο ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. Ενα όνειρο που μπορεί να γίνει εφιάλτης.
Οι ήρωες είναι όλοι αληθινοί. Μπορεί στην αρχή να τους παρουσιάζω σαν καρικατούρες γιατί αυτό είναι πιο διασκεδαστικό και κάνει τους θεατές να τους αναγνωρίζουν πιο εύκολα. Αλλά στη συνέχεια είναι άνθρωποι όσο πολύπλοκοι είμαστε όλοι μας. Δεν μπορώ να γράψω για χαρακτήρες που δεν με ενδιαφέρουν και δεν με γοητεύουν. Μια ταινία για να γίνει χρειάζεται χρόνο και σκληρή δουλειά και είναι λογικό να θες να είσαι μαζί με «ανθρώπους» που σε ενδιαφέρουν και σου προκαλούν συναισθήματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους που συναντάς τυχαία καθημερινά. Πίσω από κάθε δημοσιογράφο, κάθε υπάλληλο, κάθε εργάτη βρίσκεται ένας πατέρας που ανησυχεί για το παιδί του, ένα ερωτευμένο κορίτσι, μια προδομένη γυναίκα.
Γνωρίζω την Κυανή Ακτή και από τα μυθιστορήματα της Φρανσουάζ Σαγκάν και του Σόμερσετ Μομ. Η Κυανή Ακτή είναι - όχι μόνο στην ταινία - μια μεταφορά για ένα κόσμο ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. Ενα όνειρο που μπορεί να γίνει εφιάλτης.»
Ηταν δύσκολο να πείσω την Ιζαμπέλα Ατζανί να παίξει στην ταινία. Οχι να συνεργαστεί μαζί μου, γιατί η ίδια είχε εκφράσει την επιθυμία βλέποντας τις προηγούμενες ταινίες μου. Αλλά διαβάζοντας το σενάριο, ήταν πολύ διστακτική στο να κάνει αυτό το ρόλο. Πίστευε ότι η ταινία θα εκμεταλλευόταν την εικόνα της και ότι η απεικόνιση του χαρακτήρα της δεν θα την ικανοποιούσε. Χρησιμοποίησα ότι ψυχολογικό όπλο είχα για να την πείσω ότι δεν είχα καμία πρόθεση να την εκμεταλλευτώ και ότι αυτό που με ενδιέφερε ήταν το ταλέντο της και η προσωπική της συμβολή στο ρόλο. Στην αρχή έπαιζε το ρόλο με σαρασμό. Δεν ήταν αυτό που ζητούσα. Της ζήτησα να είναι πιο ειλικρινής. Και κάπου εκεί διαχωρίστηκαν η ηθοποιός Ιζαμπέλ Ατζανί και ο θρύλος Ιζαμπέλα Ατζανί.
Στα γυρίσματα με την Μαρίνα Βακτ και τον Πιερ Νινέ
Η ταινία μιλάει μάλλον περισσότερο από οτιδήποτε άλλο για την επιθυμία. Και είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζω αυτή την πολύ επικίνδυνη άσκηση που είναι αυτή της κινηματογράφησης και της μετάδοσης ενός είδους επιθυμίας που είναι τόσο οπτική όσο και συναισθηματική. Μακάρι όλοι οι άντρες να ήταν σαν τον Φρανσουά Κλουζέ και τον Πιερ Νινέ για δύο ώρες. Αυτή η ταινία μου έδωσε αυτό, αυτό το συναίσθημα της ξαφνικής μεγάλης έμπνευσης, ότι μάλλον τελικά δημιούργησα όχι μόνο μια καλή ιστορία, συγκινητικές, ελκυστικές ή αστείες σκηνές, αλλά καθαρά και απλά επιθυμία. Ηθελα να κάνω μια ταινία για αυτήν την περιοχή, να γράψω την ιστορία αυτής της γυναίκας. Μερικές φορές, η επιθυμία να κάνω μια ταινία είναι ανεξήγητη. Υπάρχουν ζωγράφοι που έλκονται από το χρώμα ενός λουλουδιού και δεν μπορούν να πουν περισσότερα για αυτό...
Θα χάριζα όλη τη Nouvelle Vague για δύο ταινίες της χρυσής εποχής του ιταλικού σινεμά. Υπάρχουν δεκάδες σκηνοθέτες που λατρεύω σαν Θεούς, όπως ο Μίλος Φόρμαν, ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Τζόζεφ Μάνκιεβιτς. Αλλά η έμπνευσή μου έρχεται από τις ταινίες που δεν μου αρέσουν. Από την επιθυμία μου να ανακατεύω το δράμα με την κωμωδία. Δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου στο παριζιάνικο πνεύμα που διέπει μια ολόκληρη γενιά του γαλλικού σινεμά. Ηταν ένας αστείος τρόπος να διαδώσει το πνεύμα και τις θεωρίες του. Το ιταλικό σινεμά είναι πιο σατιρικό, πιο κωμικό και πιο γενναιόδωρο!
Το «Καμουφλάζ» του Νικολά Μπεντός θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 27 Ιουλίου.