Ο Αντριέν (Πιερ Νινέ) είναι πρώην χορευτής που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την καριέρα του εξαιτίας ενός σοβαρού ατυχήματος. Περνά πλέον τις μέρες του ως συνοδός της Μάρθα Ντιβάλ ( της διαχρονικά εντυπωσιακής Ιζαμπέλ Ατζανί) , μιας πλούσιας αλλά ξεπεσμένης ντίβας του κινηματογράφου που αναπολεί τα παλιά της μεγαλεία. Δεν υπάρχει τίποτα μεταξύ τους παρά μόνο το αμοιβαίο συμφέρον: για εκείνη ο Αντριέν είναι μια συντροφιά, για εκείνον η Μάρθα είναι ένας τρόπος βιοπορισμού.

Όλα ανατρέπονται , όταν ο Αντριέν θα γνωρίσει τη Μαργκό ( Μαρίν Βακτ) , η οποία φαίνεται εξίσου χαμένη όπως κι αυτός.Η ίδια επίσης εργάζεται ως συνοδός πλούσιων ανδρών. Οι δύο νέοι ερωτεύονται κεραυνοβόλα και συνεργάζονται σε ένα δόλιο σχέδιο με στόχο τον πλούσιο και αφελή κτηματομεσίτη Σιμόν (Φρανσουά Κλουζέ). Τότε ξεκινά ένα παιχνίδι αποπλάνησης και προσποίησης που γρήγορα θα βγει εκτός ορίων.

Πριν τους τίτλους αρχής, η φράση του Ουίλιαμ Σόμερσετ-Μομ προειδοποιεί οτι «Η Γαλλική Ριβιέρα είναι ένα ηλιόλουστο μέρος για σκιώδεις ανθρώπους...»

Εμπνευσμένος από τον κοινωνικό του περίγυρο, από εμπειρίες του παρελθόντος και κυρίως από ένα μυθιστόρημα που δεν δημοσίευσε ποτέ, ο Μπεντός δημιουργεί μια ιστορία γεμάτη ίντρικα και έρωτα, όπου οι μύχιες επιθυμίες δεν κρύβονται αλλά γίνονται όπλο σε ένα εγκληματικό παιχνίδι με στόχο τα λεφτά ( αλλά ίσως όχι μόνο αυτό). Η πλοκή ξεδιπλώνεται μέσα από μαρτυρίες στο πλαίσιο μιας δίκης, οι οποίες επιτρέπουν τις απαραίτητες αναδρομές στο παρελθόν ώστε να συμπληρωθούν τα κομμάτια του παζλ.

Με μια αναμφίβολα ανδρική ματιά, ο Μπεντός, παρουσιάζει χαρακτήρες γοητευτικούς και ηθικά αμφιλεγόμενους, δίχως όμως να ξεφεύγει από κοινοτοπίες ούτε από την αντικειμενοποίηση (και εκμετάλλευση) της γυναικείας ύπαρξης. Επίσης, διακρίνεται μια διαφορετική προσέγγιση στο γήρας και την σεξουαλικότητα μεταξύ των γυναικείων και των ανδρικών χαρακτήρων. Η ηλικία της έκπτωτης ντίβας Ντιβάλ παρουσιάζεται ως αδυναμία της, ενώ του πλούσιου μεσίτη Σιμόν αντιμετωπίζεται με μια τρυφερή επιείκεια.Οι χαρακτήρες προκαλούν τόσο τον θυμό και την απέχθεια όσο την συμπόνια και την έλξη. Με φόντο την Νίκαια, τις λαμπερές βίλες της Κυανής Ακτής αλλά και τα εργοτάξια της πόλης, ο σκηνοθέτης αποπειράται να δείξει την αντιφατικότητα των δύο κόσμων που συνυπάρχουν.

Με ερμηνείες που δεν απογοητεύουν, κλέβοντας λίγο από την αίγλη του παλιού Χόλιγουντ, συνδυάζοντας το σαρδόνιο γαλλικό κυνισμό με την ερωτική ίντριγκα, η ταινία καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του θεατή. Αυτό που ίσως δεν καταφέρνει είναι να δικαιολογήσει την αυταρέσκεια που διακρίνεται στην σκηνοθετική προσέγγιση.

Και σίγουρα δεν λειτουργεί ως αντιπερισπασμός από τις κατηγορίες για βιασμό και σεξουαλική κακοποίηση που βαραίνουν τον γνωστό ηθοποιό και σκηνοθέτη Νικολά Μπεντός, του οποίου η επικείμενη δίκη θα ξεκινήσει το 2024.