Στο «Dourgouti Town», που έκανε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και βγαίνει στις αίθουσες από τις 26 Σεπτεμβρίου, ο Δημήτρης Μπαβέλλας αφήνει για λίγο τη μυθοπλασία για να ασχοληθεί με το μύθο μιας περιοχής που με το πέρασμα των χρόνων απέκτησε διαστάσεις ενός ολόκληρου σύμπαντος - μέσα του ανακαλύπτει κανείς τη μικρή ιστορία ολόκληρης της Αθήνας και της Ελλάδας.
Από τα πολιτικά γεγονότα που χάραξαν ιστορικά την περιοχή, μέχρι τις προσωπικές μνήμες των «διάσημων» κατοίκων του, την περιπλάνηση στο παρόν της και τις βίαιες αλλαγές των τελευταίων χρόνων στην «τουριστική» μητρόπολή της Αθήνας, ο Δημήτρης Μπαβέλλας μιλάει στο Flix για όλα όσα τον οδήγησαν και τον οδηγούν διαρκώς πίσω στο Δουργούτι.
Σκηνή από την ταινία
Tι είναι το «Dourgouti Town»;
Είναι ένα γράμμα αγάπης στην οικογένειά μου και τις μνήμες μου από αυτή την πολύ ιδιαίτερη περιοχή που με στοιχειώνει από παιδί. Παράλληλα με τις διηγήσεις για απίστευτα γεγονότα στα οποία ενίοτε εμπλέκονταν και συγγενείς (όπως για παράδειγμα στο «άγνωστο» Μπλόκο του Φάρου/Δουργουτίου της 9 ης Αυγούστου 1944), είναι και ο δικός μου αποχαιρετισμός σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια. Καλύτερος ή χειρότερος; Αυτό θα το αποφασίσει ο ιστορικός του μέλλοντος. Τον ψάχνω το μπαγάσα να τον γνωρίσω αλλά δεν πρέπει να μένει εδώ γύρω. «Dourgouti Town» συγκεκριμένα ήταν μια ατάκα στα καφενεία της περιοχής τη δεκαετία του ’80 που, όπως αποδείχτηκε πρόσφατα, μετέφερε στο σπίτι ο αδερφός μου, ο πρώτος επαγγελματίας τενίστας μη αστικής καταγωγής γεννημένος εκτός Βορείων Προαστίων.
Ελπίζω, τέλος, να είναι και αυτό που είπε ο Αργύρης Μπακιρτζής στο βοηθό σκηνοθέτη του Σταύρου Τσιώλη, τον φίλο και συνεργάτη Χάρη Μιχαλογιαννάκη, μετά την προβολή στο πληροφοριακό τμήμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: «Αυτή δεν είναι μια ταινία για το Δουργούτι και το Νέο Κόσμο, είναι μια ταινία για τη σύγχρονη Ελλάδα».
Γύρω από ποιον άξονα δομήθηκε το ντοκιμαντέρ;
Η βάση ήταν μια πολύωρη συνέντευξη που είχα τραβήξει τον πατέρα μου με μια μικρή κάμερα και έναν εγγραφέα ήχου, μόνος μου. Στη συνέχεια με τον Τάκη τον Κατσαμπάνη που γράψαμε το σενάριο (κατόπιν προστέθηκε στην έρευνα μαζί μας ο Μελέτης ο Ζαχαράκης), σκεφτήκαμε να εισάγουμε το χαρακτήρα αυτού του «Ανθρώπου με τα Μαύρα» που ερμηνεύει ο παλιός μου φίλος και συνεργάτης Στάθης Κόκκορης. Τον βάλαμε να περιφέρεται μυστηριωδώς στο σημερινό Νέο Κόσμο. Για όποιον το αντιληφθεί, είναι ένας μεσίτης, ένας άνθρωπος που δουλεύει για τα διάφορα επενδυτικά τραστ που λυμαίνονται την περιοχή. Οσο περνάει χρόνο μέσα στο συνοικισμό, όλο και περισσότερο «απορροφάται» από αυτό τον μαγικό κόσμο και την κουλτούρα του. Έτσι μπορέσαμε να χωρίσουμε κάπως τα θέματα που θέλαμε να απεικονίσουμε, φτάνοντας βέβαια στο τέλος της ταινίας όπου κινούμαστε προς το αδιάφορο σήμερα και το αβέβαιο αύριο.
Το Δουργούτι είναι "Μια Κάσμπα της Αμαρτίας" όπως λεγόταν μια παλιά ταινία, "Μια Μαγική Πόλη" όπως τη συνέλαβε Κούνδουρος, ένας "κόσμος φανταστικότερος αυτών του Ιουλίου Βερν" όπως τον εισέπραξε ο Χένρυ Μίλλερ κατά το πέρασμα του από εδώ.»
Ο Νίκος Μπαβέλλας
Σκηνή από την ταινία
Τι θυμάσαι περισσότερο από όσα σου είχε διηγηθεί ο πατέρας σου για το Δουργούτι;
Το θέμα δεν είναι τι θυμάμαι αλλά όσα έχω ξεχάσει. Μου άρεσε πολύ να συζητάω με τον πατέρα μου από παιδί, ήταν ένας άνθρωπος με πραγματικά πολλές γνώσεις, τρομερά φιλομαθής μέχρι τα τελευταία του. Πολύ συχνά, η κουβέντα ερχόταν στο Δουργούτι, μου μάθαινε τα διάφορα επιμέρους τοπωνύμια που είχε η περιοχή, συζητούσαμε για τα σύνορα, για τους δρόμους και τα γεγονότα που συνέβησαν σε διάφορες οδούς. Αγαπημένο μου θέμα ήταν τα μαγαζιά: Καφενεία, ταβέρνες, «σεπαρέ», λαϊκά κέντρα διασκέδασης στη Συγγρού κλπ. Τα ποδοσφαιρικά φυσικά αφού ήταν αρχισυντάκτης στο αθλητικό της «Ελευθεροτυπίας» για δεκαετίες.
Και φυσικά το καλύτερό μου κομμάτι ήταν τα γεγονότα της Κατοχής, του Μπλόκου και κατόπιν των Δεκεμβριανών. Και πώς εμπλέκονταν ο στενός και ευρύτερος οικογενειακός μου κύκλος μέσα σε αυτά. Ηταν σαν να βλέπω ταινία, την οποία τελικά γύρισα.
Τι έμαθες για το Δουργούτι που δεν ήξερες κατά τη διάρκεια της παραγωγής του ντοκιμαντέρ;
Εκατοντάδες πράγματα! Νιώθω σαν να μην ήξερα τίποτα όταν ξεκινήσαμε την έρευνα και ακόμα νιώθω ότι έχω πολλά χιλιόμετρα να κάνω για να μπω στο μεδούλι της υπόθεσης (υποθέτω όμως ότι αυτό ισχύει γενικά με την έρευνα). Ξέρεις, αυτό είναι το πρώτο πραγματικό ντοκιμαντέρ που γυρίζω αν εξαιρέσεις κάποια τηλεοπτικά στο παρελθόν για λόγους βιοπορισμού.
Είμαι άνθρωπος του φιξιόν από την πρώτη μου άσκηση στη σχολή αλλά εδώ είδα ότι υπάρχει μια διαφορετικού τύπου δυσκολία, μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. Ωστόσο μου αρέσει πολύ η έρευνα γενικώς, είμαι seeker από τη φύση μου. Στο ντοκιμαντέρ μπορεί φαινομενικά να μην σε κυνηγάει το άγχος του χρόνου και των χρημάτων όπως στις φιξιόν. Αλλά εδώ η δημιουργική δουλειά ξεκινά μετά το γύρισμα. Εκεί στήνεται ουσιαστικά η ιστορία.
Εντωμεταξύ στα ντοκιμαντέρ η έρευνα γίνεται μια... εξάρτηση. Θέλεις να μάθεις όλο και περισσότερα, πράγματα, να συλλέξεις όλο και περισσότερες πληροφορίες. Και όταν τις διασταυρώνεις, ενθουσιάζεσαι!
Να σου πω ένα παράδειγμα: Ο πατέρας μου ανέφερε από όταν ήμουν μικρός μια πολύ συγκινητική ιστορία για έναν Αρμένιο, το Σωτήρη, ο οποίος ήταν από τους τρεις πρώτους που εκτελέστηκαν στο Μπλόκο του Φάρου/Δουργουτίου. Λεπτομέρειες για το πώς σκοτώθηκε αυτός ο άνθρωπος έμαθα δεκαετίες μετά, από τη μαρτυρία του Νίκο Σκαλτσά (ενός από τους Νεοκοσμίτες επιζώντες των στρατοπέδων εργασίας στη Γερμανία). Ο οποίος Σκαλτσάς καθόταν γονυπετής δίπλα στο Σωτήρη όταν τον κατέδειξαν ως ΕΛΑΣίτη (δικαίως ή αδίκως, μικρή σημασία έχει) οι συνεργάτες των Γερμανών και τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Για μένα η στιγμή που ταυτίστηκαν αυτές οι μαρτυρίες με διαφορά δεκαετιών ήταν κάτι σαν αποκάλυψη.
Εδώ ξεκινάει όμως και το πρόβλημα, ότι κάποιος πρέπει να βάλει ένα στοπ στην έρευνα, ένα τέλος, να «κλειδώσουμε» το κατ και να πάμε παρακάτω. Για μένα αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Χρόνης ο Θεοχάρης που με την εμπειρία και το όραμά του για την ταινία, με βοήθησε να την ολοκληρώσω (ήταν ο τρίτος και τελευταίος μοντέρ μετά το Νίκο Καλλιπολίτη που επίσης παρέλαβε την ταινία από άλλον).
Η βίαιη αλλαγή της Αθήνας έχει επηρεάσει το Δουργούτι άμεσα και καταλυτικά. Το θέμα όμως είναι αυτό που λέει πολύ ωραία η Χάρις Αλεξίου στο ντοκιμαντέρ: "Θα ήθελα να έχει μείνει ένα κομμάτι ίδιο όπως παλιά αλλά παράλληλα να μην ωραιοποιούμε και τις φρικτές συνθήκες της παραγκούπολης". Δηλαδή να μην αφήνουμε τη χρονική απόσταση, τη... ρομαντίλα, να λειάνει τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής.»
Χάρις Αλεξίου
Ζαχαρίας Ρόχας
Τι ενώνει όσους γεννήθηκαν, έζησαν ή ζουν σήμερα στο Δουργούτι; Τι είναι ο κοινός τους τόπος;
Τις προάλλες περνούσα κάτω από το μπαλκόνι ενός από τους βασικούς ομιλητές στο ντοκιμαντέρ, του Ιωσήφ Κασεσιάν. Τα είπαμε και συνέχισα το δρόμο μου. Μετά από λίγη ώρα, ο κύριος Σήφης με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Δημήτρη, το Δουργούτι είναι μια ουτοπία».
Και σκέφτηκα λοιπόν ότι είναι όντως αυτό. «Μια Κάσμπα της Αμαρτίας» όπως λεγόταν μια παλιά ταινία, «Μια Μαγική Πόλη» όπως τη συνέλαβε Κούνδουρος, ένας «κόσμος φανταστικότερος αυτών του Ιουλίου Βερν» όπως τον εισέπραξε ο Χένρυ Μίλλερ κατά το πέρασμα του από εδώ. Μια Ουτοπία για κάτι καλύτερο που όμως βαθιά μέσα σου σε συνδέει με αυτό το απίστευτο μέρος. Που φιλοξένησε όλους αυτούς μα και άλλους τόσους, από τη Χάρις Αλεξίου μέχρι το Βαγγέλη Ρωχάμη. Ενα Ασυλο.
Πόσο εύκολο είναι να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ ένα μέρος με το οποίο συνδέεσαι τόσο στενά;
Eχει τα καλά του και τα κακά του. Πχ πότε δεν περίμενα ότι θα αναγκαστώ να... κόψω τον πατέρα μου στο μοντάζ! Ευτυχώς πρόλαβε να τη δει, λίγες μέρες πριν μπει στο νοσοκομείο. Αν και δύσκολος θεατής, του άρεσε. Τα καλά είναι ότι έχεις... άμεση πρόσβαση σε όλη την πληροφορία, στους ανθρώπους κλπ. Ακόμα και τα υλικά βρίσκονται σε walking distance! Οχι πάντοτε αλλά συχνά.
Μεταμορφώνεται η Αθήνα, μεταλλάσσεται καθημερινά σαν την «Απειλή» του Τζόν Κάρπεντερ.. Είναι απαίσια και υπέροχη μαζί. Και εκεί κρύβεται εντέλει μέρος της ομορφιάς της.»
Σκηνή από τα γυρίσματα
Σκηνή από την ταινία
Η βίαιη αλλαγή της Αθήνας τα τελευταία χρόνια πώς έχει σημαδέψει το Δουργούτι;
Aμεσα και καταλυτικά. Το θέμα όμως είναι αυτό που λέει πολύ ωραία η Χάρις Αλεξίου στο ντοκιμαντέρ: «Θα ήθελα να έχει μείνει ένα κομμάτι ίδιο όπως παλιά αλλά παράλληλα να μην ωραιοποιούμε και τις φρικτές συνθήκες της παραγκούπολης». Δηλαδή να μην αφήνουμε τη χρονική απόσταση, τη... ρομαντίλα, να λειάνει τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής.
Προσωπικά παρατηρώ και καταγράφω την παρακμή της πόλης ακριβώς μετά την ολυμπιάδα από την πρώτη μου ταινία, το “Runaway Day”. Η πρώτη πράξη της οποίας είναι γυρισμένη στο κέντρο του παλιού Δουργουτίου και στα πέριξ του Νέου Κόσμου. Στη «Λώρα» δε, οι βασικοί χαρακτήρες είναι (και φέρονται σαν) Νεοκοσμίτες. Στο τέλος της ταινίας μάλιστα υπάρχει και ένα αστείο με την τοπική οδό Τερπάνδρου που κλείνει το μάτι στους γηγενείς.
Τώρα όμως είμαστε σε ένα δρόμο χωρίς γυρισμό, νομίζω ότι τόσο η πόλη όσο και το παλιό Δουργούτι/σημερινός Νέος Κόσμος μεταβάλλονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Είσαι κατά της αλλαγής; Θα ήθελες να μείνουν όλα όπως ήταν; Η πρόοδος, οι υποδομές δεν είναι μια φυσική και αναγκαία ροή για τις συνοικίες της πόλης;
Με τα χρόνια έχω σταματήσει να είμαι τόσο αιχμηρός όσο στο παρελθόν. Δηλαδή προσπαθώ να βλέπω τις διαφορετικές όψεις του νομίσματος. Για μένα όλος αυτός ο δρόμος που έχουν πάρει οι δυτικές κοινωνίες τα τελευταία χρόνια φαίνεται οδυνηρός. Βέβαια πρέπει να συνηθίσουμε την ιδέα ότι τα πράγματα δεν θα γίνουν ποτέ όπως παλιά: Οι πανκ θα έχουν smartphone, τα ρεμπέτικα/λαϊκά θα γίνονται γνωστά μέσα από του youtube, οι σχέσεις ενδεχομένως θα αρχίζουν και θα τελειώνουν μέσω ίνσταγκραμ – το οποίο ως μέσο έχει πλάκα! - και τα λοιπά.
Το θέμα είναι εμείς πώς κρατάμε τον εαυτό μας στη θέση του μέσα σε αυτό το σύμπαν. Και πώς η νέα γενιά δεν θα χάσει τη δημιουργική σύνδεση με το παρελθόν.
Ομως. ειδικά για τα airbnb που πρέπει να κυνηγάμε τους τουρίστες γύρω-γύρω λες και είμαστε χωροφύλακες, να περιμένουμε μισή ώρα στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς, να αποφεύγουμε στο Μετρό τις διαδρομές από και προς «Αεροδρόμιο» λόγω... συμφόρησης βαλίτσας, εξακολουθώ να είμαι κάθετος.
Ωστόσο θα παραθέσω την κουβέντα του Αντρέα του Σωτηρακόπουλου που μιλάει στο ντοκιμαντέρ και προβάλλει το «Dourgouti Town» στον ιδιοκτησίας του «Μικρόκοσμο» (η Πέμπτη 26/9 είναι ήδη sold out και η Παρασκευή «γεμίζει» επικίνδυνα): «Το πρόβλημα δεν είναι ο μέσος ιδιοκτήτης που έχει ένα ακίνητο και το διαθέτει ως airbnb για να συμπληρώσει το εισόδημά του. Το πρόβλημα είναι τα τραστ, οι μεγάλες εταιρείες που δρουν μαζικά και καταλαμβάνουν σταδιακά όλη την Αθήνα».
Από την άλλη πάλι, εμείς είμαστε σίγουρα καλύτεροι από τους τουρίστες;
Ποια άλλη περιοχή της Αθήνας θα ήθελες να βάλεις στο μικροσκόπιο σου;
Η αλήθεια είναι ότι, και λόγω έλλειψης μπάτζετ, η Αθήνα είναι μια πόλη που έχω «γυρίσει» με τις ταινίες μου, ειδικά το κεντρονότιο κομμάτι της από όπου κατάγομαι και υπεραγαπώ. Τη λατρεύω έτσι κι αλλιώς, μου αρέσει να ασχολούμαι μαζί της και να την ανακαλύπτω στον ελεύθερο χρόνο μου. Οπότε θα το έκανα για όποιο μέρος με συγκινεί, πέριξ της Κεντρονότιας Αθήνας ή όχι.
Ο παλιός συνάδελφος στην κάμερα και στατικός φωτογράφος Βασίλης Μητρόπουλος μου είχε πει μια φορά που περπατάγαμε μαζί το βράδυ στο κέντρο: «Κοίτα ρε παιδί μου, αυτή η πόλη είναι τόσο άσχημη τη μέρα και τόσο όμορφη τη νύχτα».
Μεταμορφώνεται η Αθήνα, μεταλλάσσεται καθημερινά σαν την «Απειλή» του Τζόν Κάρπεντερ.. Είναι απαίσια και υπέροχη μαζί. Και εκεί κρύβεται εντέλει μέρος της ομορφιάς της. Σας αναμένουμε λοιπόν να δείτε τη δική μας οπτική και απεικόνιση στην πόλη μέσω του «Dourgouti Town», από τις 26 Σεπτεμβρίου στους κινηματογράφους.
Το «Dourgouti Town» του Δημήτρη Μπαβέλλα προβάλλεται στις εξής αίθουσες:
Στην Αθήνα στον κινηματογράφο Μικρόκοσμος | Πέμπτη 26/9: 21:45 (SOLD OUT, μετά την προβολή ακολουθεί Q&A και Λαϊκό Γλέντι), Παρασκευή 27/9 και Σάββατο 28/9: 20:15, Κυριακή: 29/9 ως και Τρίτη 1/10: 18:30 και τον κινηματογράφο Διάνα (Μαρούσι) | Πέμπτη 26/9: 20:00, Κυριακή 29/9: 18:45, Δευτέρα 30/9: 20:30, Τρίτη 1/10: 22:10
Στη Θεσσαλονίκη στο Cine Βακούρα (Πέμπτη 26/9 ως και Τετάρτη 2/10: 19:30, καθημερινά) και Θερινό Απόλλων (Πέμπτη 26/9 – 20:00, Τρίτη 1/10 20:00)