«Θέλεις να μάθεις τα πάντα για τους δαίμονες; Αστους να εισβάλλουν στην ψυχή σου»
Μπορεί μία ιστορία μαζικού δαιμονισμού κι εξορκισμού να μετατραπεί σε μία κατανυκτική όσο και προκλητική κινηματογραφική εμπειρία για την αγάπη, την πίστη, τον πειρασμό, την επιθυμία και την αυτοθυσία; Ακούγεται βλάσφημο, όμως αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση του καταδικασμένου από την καθολική εκκλησία αριστουργήματος που υπέγραψε το 1961 ο Γέρζι Καβαλέροβιτς.
Πηγή έμπνευσης για τη σημαντικότερη ταινία του σπουδαίου Πολωνού σκηνοθέτη στάθηκε η πολύκροτη υπόθεση εξορκισμού που είχε στοιχειώσει τη γαλλική πόλη Λουντάν το 1634, όταν σύσσωμες οι μοναχές ενός μοναστηριού Ουρσουλίνων ισχυρίστηκαν ότι είχαν καταληφθεί από δαίμονες. Στη δίκη που ακολούθησε, ένας ντόπιος ιερέας καταδικάστηκε για μαγεία και λατρεία του διαβόλου, και στη συνέχεια κάηκε στην πυρά.
Γεμάτη από σκοτεινά σημεία, αντιζηλίες και πιθανές πολιτικές μηχανορραφίες, η αληθινή αυτή ιστορία διασκευάστηκε δεκάδες φορές και σε διαφορετικές μορφές τέχνης, ανάμεσά τους το κλασικό βιβλίο του Αλντους Χάξλεϊ, «The Devils of Loudun» (1952), θεατρικά έργα από τον πατέρα Αλέξανδρο Δουμά («Urbain Grandier», 1850) και τον Τζον Γουάιτινγκ («The Devils, 1961), η όπερα του Κριστόφ Πεντερέκι, «Die Teufel von Loudun» (1969), και, φυσικά, η διαβόητη ταινία του Κεν Ράσελ, «The Devils» (1971), με πρωταγωνιστές τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ και τον Ολιβερ Ριντ.
Ο Καβαλέροβιτς θα αντλήσει το υλικό για τη δική του κινηματογραφική εκδοχή, «Ιωάννα Μητέρα των Αγγέλων» («Matka Joanna od aniolów», 1961), από την ομότιτλη νουβέλα του συμπατριώτη του, Γιάροσλαβ Ιβάσκιεβιτς (1943), η οποία μετέφερε τη δράση σε ένα απομονωμένο μοναστήρι της Πολωνίας και χρονικά εκτυλίσσεται αμέσως μετά τα γνωστά γεγονότα που βρίσκονται στο επίκεντρο των περισσότερων άλλων διασκευών.
Με τη βάναυση εκτέλεση του προηγούμενου ιερέα να ρίχνει ακόμα βαριά τη σκιά της στην περιοχή (διακριτή και αισθητικά, από τα κατάμαυρα απομεινάρια της πυράς που δεσπόζουν ακόμα στην ερημιά γύρω από το μοναστήρι), ένας νέος (και νεαρός) ιερέας καταφτάνει για να επιβλέψει τη διαδικασία των εξορκισμών που συνεχίζονται και να επιληφθεί προσωπικά τον εξαγνισμό της ηγουμένης, Μητέρας Ιωάννας των Αγγέλων (την υποδύεται με ανατριχιαστική αυτοσυγκράτηση η τότε σύζυγος του σκηνοθέτη, Λουτσίνα Βινίτσκα), η οποία μοιάζει να αποτελεί την πηγή του κακού που έχει εξαπλωθεί σαν επιδημία στις υπόλοιπες μοναχές.
Αφοσιωμένος στα καθήκοντά του, ευσεβής, αγνός και ανέπαφος από τους αμαρτωλούς πειρασμούς του έξω κόσμου, ο πάτερ Σερίν θα δει την πίστη του να δοκιμάζεται έπειτα από την επαφή του με τη Μητέρα Ιωάννα, η οποία ισχυρίζεται ότι έχει καταληφθεί από οκτώ διαφορετικούς δαίμονες, και την πρωτόγνωρη έλξη που αισθάνεται γι’ αυτήν.
Γύρω από τη σχέση των δύο αυτών βασικών χαρακτήρων, ο Καβαλέροβιτς στήνει –με διαλόγους όσο και με εκθαμβωτικά μελετημένα κάδρα– ένα περίπλοκο σύστημα ιδεών, συναισθημάτων, φιλοσοφικών ερωτημάτων και αντιφάσεων, που ξεπερνούν μια απλή αμφισβήτηση των χριστιανικών θρησκευτικών αντιλήψεων ή μια κριτική των πρακτικών της εκκλησίας (η οποία, ωστόσο, αναμφίβολα επέτρεψε τη δημιουργία της ταινίας μέσα στο γενικότερο αντικληρικό κλίμα του κομμουνιστικού καθεστώτος της Πολωνίας, ενώ αντίθετα έγινε δεκτή με αποστροφή από τους καθολικούς κύκλους, όταν προβλήθηκε έξω από τη χώρα).
Αδιάφορος απέναντι σε εύκολες απαντήσεις, ο Καβαλέροβιτς αφήνει ανοιχτό κάθε ενδεχόμενο κι ερμηνεία. Είναι ο δαιμονισμός της εσώκλειστης γυναίκας αποτέλεσμα καταπιεσμένης σεξουαλικότητας ή ανεξέλεγκτης δίψας για δημοσιότητα, διαπράττοντας, κατά τον Σερίν, το αμάρτημα της αλαζονείας; Πρόκειται για περίπτωση αδιάγνωστης παραφροσύνης ή μήπως για αληθινό έργο του Σατανά; Για έναν δημιουργό-δεινό εκφραστή των πιο μύχιων ανθρώπινων σκιρτημάτων, όπως είναι ο Καβαλέροβιτς, ίσως τελικά πρόκειται για τη μόνη σωματική διέξοδο όταν κάθε άλλο μέσο έχει καταστεί ανίκανο για επικοινωνία.
Αν ο χαρακτήρας του πατέρα Σερίν μοιάζει αρχικά με τη φιγούρα ενός σωτήρα που είναι πρόθυμος να παλέψει, κι ενδεχομένως να θυσιαστεί, για να περισώσει την ψυχή της βασανισμένης ηγουμένης, ο Καβαλέροβιτς θολώνει τα κίνητρά του (και μαζί και την κρίση του), αντιπαραθέτοντας στην άδολη αγάπη του για το ποίμνιό του τη σεξουαλική ένταση που ανομολόγητα αλλά τόσο τεταμένα εισβάλλει σε κάθε μία από τις αβάσταχτα φορτισμένες συναντήσεις του με τη Μητέρα Ιωάννα.
Οχι πως ο Καβαλέροβιτς βρίσκει πραγματικά διέξοδο στην αποδοχή των επίγειων απολαύσεων: η απόπειρα της μοναδικής μοναχής που δεν έχει καταληφθεί από δαίμονες να αγκαλιάσει τον έρωτα στο πρόσωπο ενός θαμώνα του γειτονικού πανδοχείου φαντάζει εξίσου καταδικασμένη, όχι εξαιτίας κάποιας Θείας τιμωρίας αλλά από την τόσο οικεία σε κάθε κοινό θνητό απειλή της ερωτικής απογοήτευσης. Ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις, μοιάζει να δηλώνει ο Καβαλέροβιτς, η ανθρώπινη ζωή είναι γεμάτη από αδιέξοδα και συνεχείς αγώνες, που σίγουρα η εμμονή σε κάθε είδους δόγματα δεν τους κάνει ευκολότερους.
Αν η «Μητέρα Ιωάννα των Αγγέλων» αποτελεί μια κάθε άλλο παρά συμβατική ταινία γύρω από το νόημα της πίστης και τη σύγκρουση ανάμεσα στα εγκόσμια και τη μοναχική ζωή, σε κάθε περίπτωση, ο Καβαλέροβιτς την σκηνοθετεί με τρόπο που προκαλεί σχεδόν θρησκευτικό δέος.
«Η αγάπη είναι τόσο ισχυρή όσο κι ο θάνατος», λέει κάποια στιγμή ο ραβίνος στον οποίο καταφεύγει από απόγνωση για συμβουλή ο πάτερ Σερίν, σε μια από τις πιο αξέχαστες σκηνές της ταινίας, στην οποία οι εσωτερικές συγκρούσεις του ιερέα εξωτερικεύονται κυριολεκτικά, καθώς και τα δύο πρόσωπα ερμηνεύονται από τον ίδιο ηθοποιό. Και η έλλειψή της ίσως ισοδυναμεί με θάνατο, καταλήγει η ταινία, ή τουλάχιστον με αντίστοιχα απονενοημένες πράξεις στις οποίες οδηγεί νομοτελειακά τους ήρωες η στερημένη από συναίσθημα και ανθρώπινη επαφή ζωή τους.
Αν η «Μητέρα Ιωάννα των Αγγέλων» αποτελεί μια κάθε άλλο παρά συμβατική ταινία γύρω από το νόημα της πίστης και τη σύγκρουση ανάμεσα στα εγκόσμια και τη μοναχική ζωή, σε κάθε περίπτωση, ο Καβαλέροβιτς την σκηνοθετεί με τρόπο που προκαλεί σχεδόν θρησκευτικό δέος. Η ασκητική ασπρόμαυρη φωτογραφία, τα αυστηρά πλάνα, η λιτή κι επιβλητική χρήση χώρων και προσώπων και μια σειρά από μινιμαλιστικές αλλά εξαίσια χορογραφημένες σκηνές για τα βλάσφημα μπαλέτα των δαιμονισμένων γυναικών, συνθέτουν ένα αδιάκοπα διφορούμενο, αδιόρατα ενοχλητικό μα συνάμα μυστικιστικό θέαμα, αποκαλύπτοντας εν τέλει τις εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στον παράφορο έρωτα, τη θρησκευτική πίστη και την παράνοια.
Παρά τις προσπάθειες της καθολικής εκκλησίας να την απαγορεύσει, η ταινία προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του 14ου Φεστιβάλ Καννών, όπου απέσπασε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, την ίδια χρονιά που –κατά διαβολική σύμπτωση– τον Χρυσό Φοίνικα κέρδισε μια άλλη «ιερόσυλη» ταινία, η «Βιριδιάνα» του Λουίς Μπουνιουέλ. Σχεδόν ανέπαφη από το χρόνο που έχει περάσει, στέκει σήμερα ως ένας άξιος απόγονος του «Μαύρου Νάρκισσου» («Black Narcissus», 1947) των Μάικλ Πάουελ και Εμερικ Πρέσμπεργκερ, λειτουργώντας παράλληλα σαν μια ανατριχιαστική ταινία υπαρξιακού τρόμου, αν την σκηνοθετούσαν ο Καρλ Ντράγιερ ή ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν.
Αφιέρωμα | Η Βίβλος με τον τρόπο του Flix
Η τριλογία του «Matrix» των Λάνα και Λίλι Γουατσόφσκι
«The Rapture» του Μάικλ Τόλκιν
«Το Ημερολόγιο Ενός Εφημέριου» του Ρομπέρ Μπρεσόν
«Η Ομίχλη» του Φρανκ Ντάραμποντ
«Ο Πρίγκιπας της Αιγύπτου»
«Μαύρος Νάρκισσος» των Μάικλ Πάουελ και Εμερικ Πρέσμπεργκερ
«Ενας Προφήτης μα τι Προφήτης» του Τέρι Τζόουνς