Σημείωση προς το Φεστιβάλ Δράμας: Η κατάσταση στην αίθουσα Ολύμπια κατά τη διάρκεια του εθνικού διαγωνιστικού προγράμματος δεν έχει πια καμία πλάκα, ούτε είναι νεανική, ζωντανή και δίνει τον παλμό του Φεστιβάλ, όπως επί χρόνια «διαφημίζουν» οι διοργανωτές του Φεστιβάλ. Χωρίς συνθήκες σεβασμού στην προτεραιότητα, στους επαγγελματίες που διαγωνίζονται στο Φεστιβάλ ή το καλύπτουν δημοσιογραφικά και - το κυριότερο - στην ασφάλεια των θεατών, κάθε προβολή είναι απλώς μια ακόμη απόδειξη για τα άλυτα προβλήματα της διοργάνωσης που πραγματικά χρειάζεται μόνο κάποιον να ενδιαφερθεί πραγματικά για να αρχίσει επιτέλους να τα λύνει. Επαναλαμβάνουμε - για όποιον έχει διάθεση να ακούσει - πως από σεβασμό στις ταινίες που διαγωνίζονται και στους συντελεστές τους που βρίσκονται μέσα στην αίθουσα, θα ήταν ωραίο το Φεστιβάλ να μην επιτρέπει την είσοδο και έξοδο θεατών στη διάρκεια μιας ταινίας: υπάρχουν τα μεταξύ τους διαλείμματα γι' αυτό το σκοπό.
Μ' ένα πρόγραμμα 60 ταινιών, με σκηνοθέτες από πρωτοεμφανιζόμενους μέχρι «βετεράνους», οι ελληνικές μικρού μήκους ταινίες της χρονιάς παρουσιάζονται με την ορμή με την οποία γεννήθηκαν, έτοιμες ν’ αποκαλύψουν το ταλέντο των δημιουργών τους.
Το Flix είναι στη Δράμα (αποστολή: Λήδα Γαλανού, Μανώλης Κρανάκης), παρακολουθεί όλες τις προβολές του Εθνικού Διαγωνιστικού Προγράμματος και, μέρα με τη μέρα, αποτιμά τις ταινίες, σημειώνοντας τις ενδιαφέρουσες τοποθεσίες στον κινηματογραφικό χάρτη. Τα σχόλια και οι αποτιμήσεις μας είναι πολύ μικρά, όχι επειδή οι ταινίες είναι μικρού μήκους, μια και αυτό καθόλου δεν επηρεάζει την αξία τους, αλλά επειδή ο σκοπός αυτών των καθημερινών σχολίων είναι ν’ αποδώσουν μια αίσθηση και μια πρώτη γεύση, ελπίζοντας ότι και οι θεατές θα μπορέσουν να δουν τις ταινίες, τουλάχιστον στα «ταξίδια» του Φεστιβάλ Δράμας στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Τι είδαμε την Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου:
Ιφιγένεια: Οχι πια Δάκρυα του Γιώργου Γεωργακόπουλου
Η Ιφιγένεια πηγαίνει για γεύμα στο σπίτι της οικογένειας του αρραβωνιαστικού της: ελπίζει να τα πάει καλά και να την αποδεχτούν. Για να μην πάει με άδεια χέρια, κρατά ένα κοριτσάκι που θέλει ψυγείο. Μεταξύ «Handmaid's Tale» και παράλογου χιούμορ στη σχολή του Ευθύμη Φιλίππου, ο Γιώργος Γεωργακόπουλος κάνει μια κωμωδία που είναι ανολοκλήρωτη αλλά ταυτόχρονα είναι αστεία και μ' έναν τρόπο τρυφερή. Το οικογενειακό τραπέζι πάσχει στο φωτισμό, αλλά αναπληρώνει σε μπρίο. Ενα αυτοσχέδιο παιχνίδι μπάσκετ σε slow motion κερδίζει την μπάλα. Οι «ελεγκτές δυσανεξίας» αποτελούν ένα αδιέξοδο κομμάτι του σεναρίου, οι διασκεδαστικές «επικυρώσεις» των συγγενών επαναλαμβάνονται περισσότερο απ' όσο αντέχουν, αλλά αυτή η ιδιότυπη... τελετή παράδοσης-παραλαβής μιας νέας γυναίκας, ή πέρασμα από την αθωότητα που μπαίνει στο ψυγείο, στην ενηλικίωση που κάθεται στο τραπέζι με τους μεγάλους, έχει τα βασικά συστατικά μιας έξυπνης σάτιρας. Ετσι κι αλλιώς, κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι. Ισχύει. Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Ιφιγένεια: Οχι πια Δάκρυα» του Γιώργου Γεωργακόπουλου.
Waithood της Λουιζιάνα Μίις
Μια παρέα παιδιών ζει σε ενοικιαζόμενα airbnb στην Αθήνα, στο κενό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο αφίξεις τουριστών, από τους πολλούς που φτάνουν στην πόλη. Σε μια προσομοίωση ή υπεξαίρεση ζωής, ατενίζουν τον κόσμο από τους πιο ψηλούς ορόφους στο κέντρο μιας μητρόπολης σε κρίση και προσπαθούν να βρουν και να ακολουθήσουν τα όνειρά τους. Με εμφανείς φιλόδοξες και όχι πετυχημένες αναφορές στο «Bling Ring» της Σοφία Κόπολα, αλλά και τη χειροποίητη αισθητική του Χάρμονι Κορίν, η Λουιζιάνα Μίις φιλοτεχνεί το πορτρέτο μιας χαμένης γενιάς με όλους τους λάθος τρόπους: με επιτήδευση στην ντοκιμενταρίστικη αφήγηση που δεν πείθει για την παραμικρή αλήθεια, με ήρωες με τους οποίους όχι μόνο δεν μπορείς να ταυτιστείς αλλά που η απεικόνισή τους ως κωλόπαιδα αφαιρεί κάθε ίχνος ενδιαφέροντος για το παρόν και το μέλλον τους, με κλισέ κοινωνικοακτιβιστικούς αφορισμούς που δεν πηγάζουν από κάποια αγωνία αλλά από μία επίδειξη ψευτοπολιτικής συνείδησης, με έναν εύκολο «πεσιμισμό» που δεν τιμά κανέναν πραγματικό ήρωα της σημερινής εποχής - και με επιπλέον μείον έναν πολύ κακό ήχο, σε μια κατά τ' άλλα προσεγμένη παραγωγή που νιώθεις από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό ότι μιλάει για την generation x ενώ βρισκόμαστε ήδη στην μετά τη next. Κοινωνικά και κινηματογραφικά. Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Waithood» της Λουιζιάνα Μίις.
Η Ιστορία του Γιάννη της Βούλας Γερμανάκου Κοψίνη
Ντοκιμαντέρ με βιωματικές ρίζες, που αφηγείται την ιστορία ενός Πόντιου πρόσφυγα που κατέφυγε το 1919 στον Πειραιά: μια περίπτωση μοναδική και ταυτόχρονα πανανθρώπινη και ιστορική. Συνδυάζοντας κάποια ντοκουμέντα, ιστορικά και οικογενειακά, μια σειρά από πλάνα στο εσωτερικό ενός σπιτιού και συνεχόμενο voice over (στα γερμανικά, με μια ίσως σκόπιμη μονοτονία που, ωστόσο, βαραίνει το ρυθμό), η σκηνοθέτης καταθέτει μια ταινία συγκινητική λόγω των ίδιων των γεγονότων. Το ίδιο συγκινητική θα ήταν και ως ανάγνωσμα σε εφημερίδα, ή ως παράδοση στο μάθημα, μια και ο κινηματογραφικός χαρακτήρας της παίρνει απουσία. Διαβάστε εδώ περισσότερα για την «Ιστορία του Γιάννη» της Βούλας Γερμανάκου Κοψίνη.
Seawolf του Χρήστου Σιταρίδη
Στην Αγγλία της δεκαετίας του 90', ο 16χρονος μοναχικός και εσωστρεφής Τζο ζει μαζί με τη μητέρα του και τη βοηθάει με τη δουλειά στο βενζινάδικο που τελευταία έχει πάρει τα πάνω του, επειδή κοντά έχει ανοίξει ένα rave club με το όνομα «Seawolf». Οταν δύο τύποι θα έρθουν στο ψιλικατζίδικο του βενζινάδικου για να αγοράσουν τσίχλες θα παρασύρουν τον Τζο στο κλαμπ και από εκεί στο σπίτι του ενός από τους δύο όπου οι τρεις τους θα περάσουν ένα βράδυ ικανό να τους αλλάξει τη ζωή. Ο Χρήστος Σιταρίδης σκηνοθετεί με θέση και αισθητική μια διαδρομή ενηλικίωσης, παίζοντας με τους κώδικες μιας νεανικής queer ταινίας που αποτυπώνει ολοκληρωμένα αν και για πολλή ώρα σε μια αναποφάσιστη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην επανάληψη και τη φλυαρία - την κοινωνική βία, τη σεξουαλική ορμή και την ανάγκη του να ανήκεις κάπου. Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Seawolf» του Χρήστου Σιταρίδη.
Ο Καραγκιόζης του Μιχάλη Γιγιντή
Η ζωή είναι άδικη για τον Χρήστο-Ραφαήλ: έχει τόσο ωραίο όνομα και, σε κάθε κύκλο της ζωής του, έρχεται μια στιγμή που κάποιος, η μαμά του, ο διοικητής του στο στρατό, ακόμα και η αγάπη του, τον φωνάζουν κάτι πολύ χειρότερο: Καραγκιόζη! Μήπως ξέρουν κάτι που δεν ξέρει; Ο Μιχάλης Γιγιντής διασκευάζει το ομότιτλο διήγημα της Λένας Κιτσοπούλου και ο συνδυασμός τους γεννά μια ταινία με πετυχημένο μαύρο χιούμορ, διακριτικά ζοφερές προεκτάσεις και μια καρδιά ριζωμένη στην ελληνική λαϊκή παράδοση. Η φειδώ δεν είναι η αρετή της: οι συμβολισμοί φορτώνουν την εικόνα (όχι το απολαυστικό voice over του Κωνσταντίνου Τζούμα) με μπόλικα... καραγκιοζιλίκια και η κορύφωση του φινάλε μοιάζει αταίριαστα δραματική, ειδικά εκτυλισσόμενη μπροστά σ' ένα κρεμασμένο αρνί της Λαμπρής. Διαβάστε εδώ περισσότερα για τον «Καραγκιόζη» του Μιχάλη Γιγιντή.
Sad Girl Weekend των Δημήτρη Τσακαλέα και Λήδα Βαρτζιώτη
Με μια μελαγχολία που χύνεται σε κάθε πλάνο και μοιάζει έτοιμη να πλημμυρίσει κάθε γωνιά του πανέμορφου τετράγωνου κάδρου, το δίδυμο των Δημήτρη Τσακαλέα και Λήδας Βαρτζιώτη που ξεχώρισαν δίκαια πέρσι με το νεανικό «Yawth», μεγαλώνουν και είναι έτοιμοι κι αυτοί με τη σειρά τους, όπως και οι τρεις ηρωίδες τους, να αποχαιρετήσουν τον έφηβο που αφήνουν πίσω τους με την ιστορία τριών φιλενάδων που περνούν το τελευταίο Σαββατοκύριακο μαζί στο σπίτι στο χωριό, αφού οι δρόμοι τους θα χωρίσουν τώρα, για πρώτη φορά. Ποπ, παστέλ, κοριτσίστικο, με τρεις υπέροχες ερμηνείες (οι - «δεν μπορώ να σε χορτάσω» - Ελσα Λεκάκου, Τζωρτζίνα Λιώση, Νατάσα Εξηνταβελώνη), που δίνουν βάθος στην ελαφρότητα των στιγμιότυπων από τα οποία αποτελείται, το «Sad Girl Weekend» αφήνει έντονη τη γεύση της θλίψης για όλα όσα τελειώνουν και μαζί ενός απόλυτα σημερινού σινεμά που θες γρήγορα να δεις τι θα γίνει όταν «μεγαλώσει». Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Sad Girl Weekend» των Δημήτρη Τσακαλέα και Λήδα Βαρτζιώτη.
Pathologies of Everyday Life του Αλέξανδρου Παπαθανασόπουλου
Ο Σεμπάστιαν κι ο Ρόμπιν αισθάνονται μια ζωή παρίες: ήδη απ' όταν, στο σχολείο, ο κύριος Μπραντ τους ανέθετε μόνο τον Ρόζενκραντς και τον Γκίλντενστερν, ποτέ έναν Αμλετ. Τώρα, καθισμένοι σ' ένα αυτοκίνητο στη μέση του σκοτεινού πουθενά, συζητούν για το αν ήρθε η ώρα ν' ανατρέψουν την ταυτότητα που τους έχει δοθεί από την «κοινωνία» - κι αν ναι, ποιος από τους δυο τους θα πάρει την ευθύνη. Η 11λεπτη ταινία του Αλέξανδρου Παπαθανασόπουλου περνά σαν αστραπή, σαρώνοντας στο πέρασμά της τον παλιό Ταραντίνο, τον παλιό Φρίαρς, τη νέα μελαγχολία μιας ζωής χωρίς αντίκρυσμα. Δυο ορμητικές ερμηνείες, διάλογος γεμάτος κυνικό χιούμορ κι οξυδέρκεια, μια κατάμαυρη ανατροπή στο φινάλε, ένα συνοπτικό δείγμα δουλειάς ενός μελλοντικού... πρωταγωνιστή. Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Pathologies of Everyday Life» του Αλέξανδρου Παπαθανασόπουλου.
Εξομολόγηση του Ανδρέα Σιεηττάνη
Το 1957, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων κατά των Αγγλων, ένας από τους Κύπριους αγωνιστές βρίσκει καταφύγιο σε ένα μοναστήρι, αλλά όταν ένα βράδυ οι Αγγλοι μαθαίνουν πως κρύβεται εκεί, εκείνος αναγκάζεται να προσποιηθεί πως είναι ιερέας για να καταφέρει να γλιτώσει. Ικανό ως σύλληψη να αποτελέσει μια νέα, φρέσκια (;) ματιά πάνω σε μια μεγάλη ιστορική στιγμή της Κύπρου και εν γένει των ρόλων που αναγκάζεσαι να υποδυθείς όταν το ζητούμενο είναι η επιβίωση, το φιλμ του Ανδρέα Σιεηττάνη τελειώνει ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει η υλοποίησή του. Τίποτα δεν είναι ακριβώς λάθος (μιλώντας για τις ερμηνείες, τις προφορές, την αίσθηση της ταινίας εποχής), αλλά ξαφνικά όλα μοιάζουν κάπως έτσι: από την στιλιζαρισμένη πλανοθεσία και φωτογραφία κενή ωστόσο από οποιαδήποτε ατμόσφαιρα, μέχρι την διαρκώς αμήχανη λανθάνουσα ομοερωτική σχέση των δύο κεντρικών πρωταγωνιστών που στην κορύφωσή της δεν καταφέρνει να αποδώσει τη μεταφυσική - φανταζόμαστε - ή λυτρωτική διάσταση που επιθυμούσε ο νεαρός δημιουργός. Διαβάστε εδώ περισσότερα για την «Εξομολόγηση» του Ανδρέα Σιεηττάνη.
Πλαστικά Λουλούδια του Γιάννη Ζαφείρη
Από τους νέους δημιουργούς που αξίζει να ακολουθείς στην (ίσως περισσότερο απ' όσο πρέπει) χαμηλότονη, αλλά ενδιαφέρουσα με ένα δικό της ιδιαίτερο τρόπο φιλμογραφία, ο Γιάννης Ζαφείρης επιλέγει για τη νέα του (πολύ) μικρού μήκους απόπειρα τη μορφή ενός ποιητικού μονολόγου. Το voice over δίνει το στίγμα μιας ιστορίας βγαλμένης από το λαϊκό μύθο - για νεράιδες που δηλητηριάζουν το νερό και πλαστικά λουλούδια που φυτρώνουν στη γη - καθώς η εικόνα, σε αυστηρό αποχρωματισμένο ασπρόμαυρο περιδιαβαίνει σ' έναν τόπο που θα μπορούσε να ανήκει στο αποκαλυπτικό σύμπαν μιας ταρκοφσκικής αλληγορίας. Πολύ μικρότερο, ωστόσο, και σε αισθητική και σε αντίκτυπο, παραμένει ένα ακόμη φευγαλέο δείγμα που ο Ζαφείρης οφείλει πλέον μετά από σειρά ταινιών να αναπτύξει σε μια ολοκληρωμένη, δυνατή επόμενη μικρή ή μεγάλου μήκους ταινία. Διαβάστε εδώ περισσότερα για τα «Πλαστικά Λουλούδια» του Γιάννη Ζαφείρη.
Μίλα του Ανδρέα Βακαλιού
Η Μίλα, στην αιχμή του ευάλωτου και του σκληρού, πάει με το σκέιτ της (είναι longboard!) στο νοσοκομείο. Εχει να δει τον πατέρα της πέντε χρόνια, ίσως τώρα που νοσηλεύεται να είναι η σωστή στιγμή. Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος θυμίζει με κάθε καλή ταινία όπου παίζει ότι είναι σπουδαίος ηθοποιός. Η Ευθαλία Παπακώστα έχει τη διάφανη φωτογένεια που λατρεύει η οθόνη. Μια σύντομη ματιά σε μια γνώριμη σχέση αποτυπώνεται με τη μελαγχολία μιας άνοιξης και την αδεξιότητα της εφηβείας (ακόμα και των ενήλικων ανθρώπων). Μας άρεσε το «Deathcar» του Βακαλιού γιατί είχε την τόλμη ν' απογειωθεί. Στη φετινή του «προσγείωση» δείχνει τη γλυκύτητα, την αμεσότητά του. Ανυπομονούμε για την ταινία όπου θα συνδυάσει και τα δυο. Διαβάστε εδώ περισσότερα για τη «Μίλα» του Ανδρέα Βακαλιού.
One Day One Fly του Πέτρου Νιαμονιτάκη
Μια μύγα γεννιέται, η περιπέτεια ξεκινά: βόλτες ιπτάμενες, συναντήσεις, γνωριμίες, απρόοπτα. Είναι γνωστό το πόσο δύσκολα γίνεται, ακόμα, μια ταινία animation στην Ελλάδα κι η κάθε προσπάθεια εκτιμάται. Αλλά το «One Day One Fly» δεν... «πετάει» και δεν είναι τόσο το τεχνικό κομμάτι που αποκαλύπτει τις αδυναμίες του, όσο το σενάριο, μιας κοινότυπης, τετριμμένης ιστορίας σ' ένα σύμπαν animation εντόμων που έχει συστήσει αριστουργήματα. Αυτή η μύγα δεν ξεχωρίζει μέσ' στο γάλα, ούτε κι η θηλυκή παρτενέρ του που, πόσο παρωχημένα, είναι ξανθιά, χαζούλα και επιδίδεται μόνο στην... κρεβατομουρμούρα. Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «One Day One Fly» του Πέτρου Νιαμονιτάκη.
Παγίδα του Βασίλη Γουδέλη
Η Ελλάδα στον εμφύλιο, το 1948. Δυο φαντάροι πάνε βόλτα με δυο όμορφα κορίτσια - αλλά μήπως αυτό το φλερτ τους οδηγήσει σε παγίδα; Προφανώς, μια και η ταινία το δηλώνει ήδη από τον τίτλο της, καταργώντας εξ αρχής κάθε πιθανότητα ανατροπής. Με ενδιαφέρουσα την επιλογή του αποχρωματισμένου χακί στην εικόνα, εξίσου προβλέψιμα με τον τίτλο είναι και τα υπόλοιπα συστατικά της, οι «ξύλινες» ερμηνείες, οι μονοδιάστατοι ήρωες, το δραματικό φινάλε. Από μια ταινία ενός έμπειρου σκηνοθέτη με θέμα τον εμφύλιο, θα περιμέναμε μεγαλύτερο βάθος, ή μεγαλύτερη ένταση. Αλλά η υπόσχεση ήταν παγίδα. Διαβάστε εδώ περισσότερα για την «Παγίδα» του Βασίλη Γουδέλη.
Index του Νίκου Κολοβού
Μακριά από την αφοπλιστική ανεπιτήδευτη και λιτή, ειλικρινή κατάθεσή του στο δίκαια βραβευμένο με το Χρυσό Διόνυσο «Σύκο» του 2015, ο μόνιμος κάτοικος Σουηδίας Νικόλας Κολοβός αποπειράται στο τέλος αυτής της δεκαετίας τη δική του οπτική πάνω στο προσφυγικό, επιλέγοντας μια δραματική αλληγορία που θα μπορούσε να ήταν και πραγματικότητα. Σε ένα μονοπλάνο που προφανώς επιλέχθηκε για να χτίσει την ένταση μιας έτσι κι αλλιώς φορτισμένης - από κάθε πλευρά: συναισθηματική, ψυχολογική, κοινωνική, ανθρώπινη - στιγμής μέσα στο χρόνο, το «Index» αφηγείται την ιστορία ενός παιδιού που φτάνει μαζί με την οικογένειά του και άλλους πρόσφυγες με ένα φορτηγό στην ακτή απ' όπου μια βάρκα θα τους περάσει στη Δύση. Μόνο που το δάχτυλό του έχει κολλήσει σε μια τρύπα στην καρότσα του φορτηγού και πρέπει μέσα σε πολύ λίγα λεπτά να «ελευθερωθεί» με οποιονδήποτε τρόπο. Ο,τι ξεκινάει σαν μια συγκλονιστική ιδέα πάνω στο προσφυγικό, την οπτική ενός παιδιού πάνω στο θάνατο και την τραγικωμική παραδοξότητα που κάνει κάτι ασήμαντο να κλείνει μέσα του όλο το βάρος του κόσμου, γλιστράει δευτερόλεπτο με το δευτερόλεπτο σε ένα χωρίς ενοχή exploitation πάνω στον ανθρώπινο πόνο και την «δυτική ενοχή» που θα κορυφωθεί με όρους φτηνού μελοδράματος και κλισέ συμβόλων. Παρόλο που ο Κολοβός κινηματογραφεί έξυπνα και από μακριά την «επίμαχη σκηνή» προκειμένου να αποφύγει το close-up στον ανθρώπινο πόνο και έτσι να ωφεληθεί από την αποστασιοποίηση, η κάμερά του μένει διαρκώς αμήχανη, γοητευμένη τελικά μόνο από έναν πλαστικό φωτισμό που αναδεικνύει τα κοντράστα της του πρώτου και του δεύτερου πλάνου, ανίκανη να σταματήσει το γεγονός πως μπροστά στα μάτια μας εκτυλίσσεται κάτι που θέλει πάρα πολύ να μας σοκάρει, συγκινήσει και ενοχοποιήσει που τελικά μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Ή για να μην είμαστε άδικοι με τον εαυτό μας, που μας αφήνει σοκαρισμένους, συγκινημένους και ένοχους για ένα ευκαιριακό σινεμά που κουνάει το «δάχτυλο» και που - ειδικά από ταλαντούχους ανθρώπους σαν τον Κολοβό - δεν έχουμε κανένα λόγο να βλέπουμε. Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Index» του Νικόλα Κολοβού.
Διαβάστε ακόμη:
- Φεστιβάλ Δράμας 2019 | Οι ταινίες: Ημέρα 1η
- Φεστιβάλ Δράμας 2019 | Οι ταινίες: Ημέρα 2η
- Φεστιβάλ Δράμας 2019 | Οι ταινίες: Ημέρα 3η
- Φεστιβάλ Δράμας 2019 | Οι ταινίες: Ημέρα 4η
- Δράμα 2019 - Τελετή Εναρξης | Είμαστε ακόμα στη σκηνή, σαν ροκ συγκρότημα
Το 42ο Φεστιβάλ Δράμας διεξάγεται από τις 15 μέχρι και τις 21 Σεπτεμβρίου. Το Flix θα βρίσκεται στη Δράμα για να παρακολουθήσει όλες τις ταινίες του ελληνικού διαγωνιστικού προγράμματος και να γράψει γι' αυτές, αλλά και για να μεταφέρει την ατμόσφαιρα του Φεστιβάλ και εκτός των κινηματογραφικών αιθουσών.